Πριν από έξι χρόνια καταδικάστηκε σε τρία χρόνια φυλάκιση – κατ’ οίκον περιορισμό – για θέματα που αφορούσαν οικονομικές ατασθαλίες. Ανεξαρτήτως από το ότι η δίκη του τελικά αμφισβητήθηκε, για τον 53χρονο ρώσο σκηνοθέτη Κίριλ Σερεμπρένικοφ η καταδίκη ήταν η κορυφή του παγόβουνου. Η απόφασή του να εγκαταλείψει την πατρίδα του, τη Ρωσία, είχε πια παρθεί οριστικά, όπως δήλωσε πριν από περίπου έναν χρόνο στο Φεστιβάλ των Καννών, όπου η ταινία του «Η γυναίκα του Τσαϊκόφσκι» συμμετείχε στο επίσημο διαγωνιστικό πρόγραμμα διεκδικώντας τον Χρυσό Φοίνικα. Από τότε ζει και δημιουργεί σε διάφορες χώρες της Ευρώπης, τη Γερμανία στην οποία εγκαταστάθηκε μετά τη φυγή του (Βερολίνο), όπως και τη Γαλλία.
Η παρουσία του στις Κάννες ήταν για ευνόητους λόγους ένα από τα πιο συζητημένα ζητήματα της διοργάνωσης. «Ακόμα και αν δεν είχα ταλαιπωρηθεί τόσο πολύ με αυτή τη δικαστική υπόθεση, η φυγή μου από τη Ρωσία φαινόταν αναπόφευκτη» είπε. «Θα μου ήταν αδύνατον να λειτουργήσω, πόσω μάλλον να δημιουργήσω υπό καθεστώς πολέμου».
Ο Σερεμπρένικοφ μπορεί μεν να μη μένει πλέον στην πατρίδα του, αυτό δεν σημαίνει όμως ότι έπαψε να την αγαπά βαθιά. «Το να σταματήσουμε να ακούμε Τσαϊκόφσκι ή να διαβάζουμε Ντοστογέφσκι ή να ανεβάζουμε Τσέχοφ δεν είναι σίγουρα η λύση. Σοκαρίστηκα για το γεγονός ότι υπήρξαν χώρες στις οποίες ακυρώθηκαν συναυλίες με έργα του Τσαϊκόφσκι επειδή ήταν Ρώσος. Στις μέρες μας, άπαξ και είσαι Ρώσος, δυστυχώς θεωρείσαι αυτομάτως φίλος του Πούτιν (σ.σ.: ίσως γι’ αυτόν τον λόγο δεν έκρυψε την ευγνωμοσύνη του προς το Φεστιβάλ των Καννών που φιλοξένησε την ταινία του εντός διαγωνισμού). Η αλήθεια είναι ότι ανέκαθεν ήμουν το κακό παιδί στη Ρωσία. Δεν τους άρεσαν οι παραστάσεις μου, δεν τους άρεσαν οι ταινίες μου και δεν τους άρεσαν οι απόψεις μου».
Και εδώ θα βρούμε μια τρομερή ειρωνεία. Ενώ ο Σερεμπρένικοφ, όπως λέει, γύρισε τη «Γυναίκα του Τσαϊκόφσκι» για τους συμπατριώτες του, στη Ρωσία δεν μπορεί να παιχτεί στον φυσικό της χώρο, στην μεγάλη αίθουσα. «Κάποια στιγμή θα τη βρουν στο Διαδίκτυο ή σε πλατφόρμες και ίσως τη δουν έτσι, όμως δεν ήταν αυτός ο στόχος μου» είπε ο Σερεμπρένικοφ.
Η παραδοξότητα δεν σταματά εδώ. Οταν ο σκηνοθέτης ερωτάται γιατί γύρισε αυτή την ταινία «για τους Ρώσους», η απάντησή του είναι σχεδόν σοκαριστική: «Διότι στην πατρίδα μου», είπε, «ο περισσότερος κόσμος δεν έχει ιδέα για το τι ήταν στ’ αλήθεια, ως άνθρωπος, ο Τσαϊκόφσκι. Γνωρίζουν το όνομα, γνωρίζουν τη σπουδαιότητά του, γνωρίζουν ότι ήταν ένα παγκοσμίως αναγνωρισμένο σύμβολο της μουσικής και σε αυτό το τελευταίο βοήθησε το ότι ο Τσαϊκόφσκι στην ουσία ήταν ο πρώτος ευρωπαίος Ρώσος, εκείνος που γεφύρωσε τον ρωσικό με τον δυτικό πολιτισμό. Ομως την ώρα που ήταν και παραμένει ένας από τους πιο δημοφιλείς ρώσους καλλιτέχνες στη Δύση, στην πατρίδα του δεν ήταν και τόσο δημοφιλής, τα έργα του δεν άρεσαν, αμφισβητήθηκαν».
Για τον Τσαϊκόφσκι
Βεβαίως, για τον Σερεμπρένικοφ, όταν ένας καλλιτέχνης σκαλίζει την πολυπλοκότητα μιας καλλιτεχνικής ψυχής, το αποτέλεσμα δεν μπορεί παρά να έχει ενδιαφέρον. Αυτό το σκάλισμα εξάλλου ήταν το κίνητρό του για να εκφραστεί έχοντας καταπιαστεί με μια ιστορία που δεν έχει ειπωθεί ποτέ. «Η περιέργεια να μάθεις ή, αν όχι να μάθεις, να φανταστείς τι είχε γίνει, δεν είναι αμελητέος παράγοντας για τη δημιουργία οποιουδήποτε έργο» είπε. Μεγάλο βοήθημα φυσικά υπήρξαν τα πραγματικά στοιχεία στα οποία είναι βασισμένο το σενάριο μιας ταινίας μυθοπλασίας (ο Σερεμπρένικοφ τη χαρακτηρίζει «docu drama») – πραγματικά πρόσωπα, τεκμήρια, αρχεία, περιστατικά και την προσωπική αλληλογραφία του Τσαϊκόφσκι και της γυναίκας του.
Ο σκηνοθέτης τολμά να αμαυρώσει την εικόνα του Τσαϊκόφσκι – όχι βέβαια του ιδιοφυούς δημιουργού της «Λίμνης των Κύκνων», αλλά του ανθρώπου, ο οποίος, αδυνατώντας να συμφιλιωθεί με την ερωτική του φύση σε ένα εχθρικό κοινωνικό πλαίσιο, με τις λάθος επιλογές του και τις συχνά σοκαριστικές πράξεις του οδηγεί μαθηματικά τη σύζυγό του στον όλεθρο (στην ταινία τους δύο ήρωες υποδύονται έξοχα οι Οντίν Λουντ Μπιρόν και Αλιόνα Μιχαΐλοβα).
«Ανέκαθεν με απασχολούσαν ερωτήματα όπως αν γίνεται το κακό και η ιδιοφυΐα να συνυπάρξουν στο ίδιο άτομο» είπε ο Σερεμπρένικοφ απαντώντας στην ερώτηση αν έχει σημασία και πόση όταν κάποιο σπουδαίο έργο, σε οποιαδήποτε μορφή τέχνης, έχει προκύψει από έναν άνθρωπο με συζητήσιμο χαρακτήρα όπως ο Τσαϊκόφσκι. «Αλλά τελικά τι είναι καλό; Και τι είναι κακό;» συνέχισε. «Αν ο Μιχαήλ Αγγελος, όπως λέγεται, σκότωσε όντως ένα μοντέλο του προκειμένου να δείξει με ακρίβεια στο έργο του τι σήμανε το μαρτύριο του Ιησού Χριστού, αυτό τον κάνει ιδιοφυΐα;». Ο σκηνοθέτης δεν έχει τις απαντήσεις. Εχει μόνο «αυτά τα μεγάλα ερωτήματα που δεν μπορούν παρά να παραμείνουν αναπάντητα. Ισως επειδή αν κάποια στιγμή απαντηθούν, τότε θα χαθεί για πάντα το μυστήριο που τα υποκινεί. Και το παιχνίδι θα έχει τελειώσει…».