Η Μαρία η Μαγδαληνή ήταν μια από τις γυναίκες – μαθήτριες που ακολούθησαν τον Ιησού και τους αποστόλους και βοηθούσαν στο έργο τους με κάθε δυνατό τρόπο.
Η καταγωγή της ήταν από τα Μάγδαλα -εξού και το όνομά της- μια μικρή πόλη στα δυτικά της λίμνης Γεννησαρέτ και νότια της πεδιάδας της Γαλιλαίας.
Σύμφωνα με την Καινή Διαθήκη, η Μαρία κατατρυχόταν από επτά δαιμόνια, από τα οποία την απάλλαξε ο Χριστός και από ευγνωμοσύνη έγινε αφοσιωμένη μαθήτριά του. Τον ακολούθησε έως το πάθος Του, έγινε μυροφόρος, είδε πρώτη την Ανάσταση Του και τον άγγελο που κύλησε την πέτρα από τη θύρα του μνημείου.
Επίσης, μόλις ξημέρωσε, ενώ στεκόταν κοντά στο μνημείο, είδε δύο αγγέλους με λευκά να κάθονται στο μνημείο και μετά είδε τον Χριστό, ο οποίος επειδή τον πέρασε για τον κηπουρό, της είπε «Μη μου άπτου».
Σύμφωνα με την θέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας, μετά την Ανάληψη του Χριστού και την ίδρυση της πρώτης Χριστιανικής Εκκλησίας στα Ιεροσόλυμα, η Μαρία η Μαγδαληνή εξακολούθησε να υπηρετεί το ευαγγελικό κήρυγμα.
Όταν μετά την Κοίμηση της Υπεραγίας Θεοτόκου ο Ευαγγελιστής Ιωάννης εγκαταστάθηκε στην Έφεσο, τον ακολούθησε και εκεί, όπου και πέθανε.
Η εκκλησία μας την τιμά ως ισαπόστολο και Μυροφόρο και γιορτάζει τη μνήμη της στις 22 Ιουλίου και στις 4 Μαΐου ημέρα ανακομιδής (δηλ. μεταφοράς) των λειψάνων της. Επίσης την συνεορτάζει μαζί με τις άλλες Άγιες Μυροφόρες Γυναίκες, την τρίτη Κυριακή μετά το Πάσχα (την Κυριακή των Μυροφόρων).
Ήταν πόρνη;
Οι επίσημες πηγές της εκκλησίας δεν μαρτυρούν ότι ήταν αμαρτωλή. Η πλάνη και η σύγχυση αυτή γύρω από το πρόσωπο της Μαρίας της Μαγδαληνής προήλθε από τη Δύση και είναι μια διαφορετική εκτίμηση των κειμένων.
«Συγχέεται συνήθως, μάλιστα δε εις την Δύσιν, και κακώς ταυτίζεται η Μαρία η Μαγδαληνή μετά της αμαρτωλού γυναικός, η οποία στην οικία του Φαρισαίου Σίμωνος άλειψε τα πόδια του Ιησού με μύρα».
Η αναφερόμενη από διαφόρους συγγραφείς, παράδοση της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, ότι η μετανοημένη ιερόδουλη που μύρωσε τον Ιησού ταυτίζεται με τη Μαγδαληνή, δεν μαρτυρείται από τις ιερές πηγές.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία έχει αντίθετη θέση. Η ίδια υπήρξε διά βίου παρθένος και η καθαρότητα της ψυχής της φαινόταν όπως μέσα από καθαρό κρύσταλλο (Μοδέστου, αρχιεπισκ. Ιεροσολύμων «Εις τας Μυροφόρους» εκ της Βιβλιοθήκης Φωτίου, αρχιεπισκόπου Κων/πόλεως και Ρ.G. 104, 244).
Μάλιστα, οι Πατέρες της Εκκλησίας, αρχής γενομένης από τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο, την εκτιμούν βαθύτατα.