Τα ακραία σενάρια απανωτών εκλογικών αναμετρήσεων, επικίνδυνης ακυβερνησίας, ακόμη και μια «κουτσής» κυβερνητικής θητείας για όποιον από τους μονομάχους βγει νικητής στις επικείμενες κάλπες, εξετάζουν τα κομματικά επιτελεία και οι πολιτικοί αναλυτές.
Με την 21η Μαϊου να είναι από πολλές πλευρές μια ιδιαίτερα κρίσιμη εκλογική αναμέτρηση, αλλά να είναι (σχεδόν σίγουρο) η πρώτη από τις Κυριακές που θα φέρει κυβέρνηση, οι υπολογισμοί γίνονται πλέον στο επίπεδο των ποσοστών που θα πάρουν τα κόμματα.
Όχι μόνο η ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ που διεκδικούν την εξουσία, αλλά και ο ρυθμιστής των εξελίξεων, το ΠΑΣΟΚ, καθώς και τα μικρότερα κόμματα.
Αυτή την ώρα δεν μπορούν να γίνουν ορθές εκτιμήσεις για τα ποσοστά των κομμάτων καθώς κανείς δεν μπορεί να ξέρει που θα κατευθυνθούν οι ψηφοφόροι που δηλώσουν στήριξη στο «κόμμα Κασιδιάρη», εφόσον αυτό αποκλειστεί από τον Αρειο Πάγο.
Ούτε βεβαίως μπορεί να γνωρίζει κανείς πώς θα κατανεμηθεί αυτό το 15%-20% του εκλογικού σώματος που βρίσκεται στη «γκρίζα ζώνη» και δεν έχει αποφασίσει τι θα κάνει.
Όμως, οι απανωτές εκλογικές αναμετρήσεις είναι δεδομένες αφού εκτός των δύο εθνικών εκλογών Μάιο και Ιούλιου, έρχονται οι αυτοδιοικητικές εκλογές του Οκτωβρίου και οι ευρωεκλογές την άνοιξη του 2024.
Κανείς δεν θα μπορούσε να αποκλείσει και μια νέα εκλογική αναμέτρηση για κυβέρνηση, σε περίπτωση που δεν υπάρξουν «καθαρές» λύσεις από τις κάλπες που έρχονται.
Και όλες, μα όλες οι κάλπες που θα στηθούν τον επόμενο χρόνο, παρουσιάζουν τεράστιο ενδιαφέρον και μπορούν να προκαλέσουν αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού, ενδεχομένως και αλλαγές στις ηγεσίες των κομμάτων που θα σημειώσουν ήττες.
Με τα μέχρι στιγμής δεδομένα, όπως αυτά αποτυπώνονται στις δημοσκοπήσεις μετά την τραγωδία στα Τέμπη, η αυτοδυναμία στις πρώτες εκλογές είναι αδύνατη, αλλά μπορεί να καταστεί αδύνατη και στις δεύτερες.
Οι δρόμοι για συνεργασίες κομμάτων ανοίγουν, όμως, δεν είναι καθόλου εύκολη εξίσωση.
Το ΠΑΣΟΚ, ως τρίτος πόλος, θεωρεί αδύνατον να συνεργαστεί με τη Νέα Δημοκρατία, ειδικά με πρωθυπουργό τον Κ. Μητσοτάκη.
Όμως, και με τον ΣΥΡΙΖΑ κλείνουν σιγά – σιγά οι πόρτες της συνεννόησης, ειδικά μετά και την επιλογή Αντώναρου για τα ψηφοδέλτια της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Όλα αυτά φυσικά θα κριθούν την επόμενη ημέρα της κάλπης όταν τα διλήμματα που θα τεθούν θα είναι σκληρά. Και είναι δεδομένο ότι πολλά από όλα σήμερα οι πολιτικοί αρχηγοί θα αλλάξουν όταν το… μαχαίρι της ακυβερνησίας μπει στο λαιμό όλων.
Η Νέα Δημοκρατία στις πρώτες κάλπες της 21ης Μαίου θέλει να πάρει ένα ποσοστό σίγουρα πάνω από 30% και κοντά στο 34% ώστε να χτίσει το αφήγημα της αυτοδυναμίας στις δεύτερες εκλογές. Εκεί όπου το ποσοστό για να σχηματιστεί αυτοδύναμη κυβέρνηση είναι στο 37,5% – 38%, αλλά με οριακή πλειοψηφία στη Βουλή.
Οριακή πλειοψηφία
Θα μπορούσε δηλαδή η ΝΔ να πάρει στις 2 Ιουλίου ένα τέτοιο ποσοστό, αλλά η κυβέρνηση να στηρίζεται σε 1-2 βουλευτές ή να χρειαστεί περισσότερους για να μπορέσει να επιβιώσει.
Μια οριακή πλειοψηφία θα καθιστούσε προβληματική τη διακυβέρνηση της χώρας για μια τετραετία, κάτι που ισχύει βεβαίως και στο σενάριο του ΣΥΡΙΖΑ.
Σ’ αυτό το ενδεχόμενο δεν είναι λίγοι εκείνοι που επιμένουν ότι θα μπορούσαν να γίνουν νέες εθνικές εκλογές μαζί με τις ευρωεκλογές ώστε να σχηματιστούν ευρύτερες πλειοψηφίες.
Ο ΣΥΡΙΖΑ από την πλευρά του, προφανώς και θέλει την πρωτιά στις κάλπες της 21ης Μαίου, αλλά ως δεύτερο στόχο θέτει μια ήττα με μικρή διαφορά από τη ΝΔ (στα όρια του στατιστικού λάθους) και το κυβερνών κόμμα να βρίσκεται κοντά ή και κάτω από το 30%.
Ετσι ο Αλέξης Τσίπρας θα μπορούσε να διεκδικήσει στις δεύτερες εκλογές τη νίκη και τον σχηματισμό προοδευτικής κυβέρνησης (όχι ηττημένων, αλλά νικητών).
Αλλωστε οι κάλπες της 2ας Ιουλίου θα είναι εντελώς διαφορετικές καθώς θα έχουμε πιο σκληρή πόλωση και σύγκρουση δύο κόσμων. Από τη μια η ΝΔ και ό,τι εκπροσωπεί στον συντηρητικό και κεντροδεξιό χώρο κι από την άλλη ο ΣΥΡΙΖΑ και μια δεύτερη ευκαιρία στην Αριστερά (με τη βοήθεια του Κέντρου) για να κυβερνήσει.
Σ’ αυτές τις εκλογές είναι προφανές ότι μπορεί να υπάρξει μεγάλη υποχώρηση των μικρών κομμάτων, ενδεχομένως και του ΠΑΣΟΚ το οποίο πρέπει να χαράξει μια στρατηγική για να μη συνθλιβεί στη σύγκρουση των δύο μεγάλων κομμάτων.
Στην περίπτωση που δεν θα υπάρξει αυτοδυναμία κανενός τότε θα τεθεί το θέμα της ακυβερνησίας και μιας τρίτης, καταστροφικής για τη χώρα, κάλπης. Οπότε τα κόμματα θα πρέπει να κάνουν τους υπολογισμούς τους και να προσπαθήσουν να συγκροτήσουν κυβέρνηση.
Και οι άλλες εκλογές
Κανείς δε γνωρίζει αν θα υπάρξουν εξελίξεις στα κόμματα που ηττηθούν ή σε αυτά που δεν πετύχουν τους στόχους τους. Για παράδειγμα ο Νίκος Ανδρουλάκης έχει πει ότι θα ζητήσει να αξιολογηθεί από το κόμμα αν δεν πάει καλά το ΠΑΣΟΚ. Το «καλά» ασφαλώς είναι να ξεπεράσει το 10% και το καλύτερο να προσεγγίσει το 15%.
Όμως, σε περίπτωση ήττας της ΝΔ ή του ΣΥΡΙΖΑ (και αναλόγως με το μέγεθός της) πολλές μπορεί να είναι οι εσωκομματικές εξελίξεις.
Ωστόσο, πολλά κρίνονται και από τις επόμενες κάλπες που θα στηθούν, τον Οκτώβριο για δημάρχους και περιφερειάρχες, και την ερχόμενη Ανοιξη για ευρωβουλευτές.
Ενδεχομένως οι εκλογές αυτές να είναι η ευκαιρία του ηττημένου να πάρει ρεβάνς, ειδικά αν έχει απέναντί του μια κυβέρνηση που θα έχει οριακή πλειοψηφία ή θα είναι αποτέλεσμα συμφωνιών που θα κινούνται στην κόψη του ξυραφιού.
Αν π.χ. μπορέσει η ΝΔ να σχηματίσει κυβέρνηση τον Ιούλιο, ο ΣΥΡΙΖΑ θα έχει μια ευκαιρία να πάρει όσο το δυνατόν περισσότερες περιφέρειες και μεγάλους δήμους ώστε στις ευρωεκλογές να δημιουργήσει νέο ρεύμα ανατροπής και να καταστήσει τον κ. Μητσοτάκη «κουτσή πάπια».
Αν η ΝΔ κέρδιζε την αυτοδυναμία αλλά είχε οριακή πλειοψηφία 151-152 βουλευτών, ασφαλώς δεν θα είναι μια δυνατή κυβέρνηση. Σε περίπτωση που χάσει βασικές περιφέρειες όπως την Αττική, τη Θράκη, τη Δυτική Ελλάδα, την Δυτική Μακεδονία, τη Στερεά Ελλάδα, ακόμη και με φρέσκια νωπή εντολή θα ήταν αδύναμος ο κ. Μητσοτάκης.
Στην Κουμουνδούρου θα επιδιώξουν -αν ηττηθούν στις εθνικές εκλογές- να πάρουν μια ηχηρή ρεβάνς στην Αυτοδιοίκηση ώστε να σύρουν τη ΝΔ σε νέες κάλπες μαζί με τις ευρωεκλογές. Εκεί όπου θα μπορούσε να γίνει το τελικό ξεκαθάρισμα στο πολιτικό τοπίο της χώρας.
Ομοίως, και η ΝΔ -σε περίπτωση που επιστρέψει στα έδρανα της αντιπολίτευσης- αλλά η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ είναι αδύναμη, θα επιδιώξει να «ψαλιδίσει» τη θητεία της, είτε πετυχαίνοντας ηχηρή νίκη στις περιφέρειες και τους μεγάλους δήμους είτε κατακτώντας ξανά την πρωτιά στις επόμενες ευρωεκλογές.
Να κάνει δηλαδή και μια ενδεχόμενη αδύναμη κυβέρνηση Τσίπρα «κουτσή πάπια».
Πάντως, όλοι φαίνεται να έχουν αντιληφθεί ότι η χώρα δεν πρέπει να οδηγηθεί σε τρίτες κάλπες για τον σχηματισμό κυβέρνησης. Κάτι τέτοιο θα ήταν επικίνδυνο για τη σταθερότητα της χώρας, για την οικονομία, τα εξωτερικά θέματα.