Διπλές εκλογές μπροστά μας, διπλή αδιαφορία από τον κόσμο. Μια κοινή-πικρή διαπίστωση τούς ενώνει: «Όλοι ίδιοι είναι. Οι πολιτικοί μόνο την τσέπη τους κοιτάνε». Και πού και πού ακολουθεί και η επωδός: «Μόνο ένας Μεταξάς ή Παπαδόπουλος θα μας σώσει. Αλλά πού ’ν’ τος;». Αυτή η κατηγορία ανθρώπων είναι μεγάλη.
Θα αποτολμούσα να πω πως είναι εκείνο το τμήμα του εκλογικού σώματος που ψηφίζει και βγάζει κυβερνήσεις. Αυτοί που αρνούνται την ψήφο στα μικρά κόμματα της Αριστεράς, στη βάση της θεωρίας της χαμένης ψήφου. Αυτοί οι άνθρωποι ζητούν έναν σωτήρα-μεσσία που θα τους σώσει —όχι βέβαια την ψυχή τους, αλλά την τσέπη τους— και θα ανεβάσει το καταναλωτικό τους επίπεδο.
Η ψήφος του καθενός γίνεται στο φαντασιακό επίπεδο μια επένδυση. Θα ποντάρω σε κείνο το κόμμα που θεωρώ πως θα μου αποδώσει τα περισσότερα
Το πολιτικό σύστημα της χώρας μας, όπως διαμορφώθηκε μετά την πτώση της χούντας, είναι διπολικό. Μια κεντροδεξιά παράταξη και μια κεντροαριστερά. Παράλληλα χρειάζεται μια Αριστερά, όσο γίνεται πιο «καθαρόαιμη», που να αντιπολιτεύεται συνολικά το σύστημα και ταυτόχρονα να το νομιμοποιεί.
Όπως γίνεται σε όλη τη μεταχουντική περίοδο από το ΚΚΕ (αλήθεια, υπάρχει κανένας που να πιστεύει πως το ιστορικό κόμμα της εργατικής τάξης είναι ανατρεπτική δύναμη;). Το φαινόμενο της φασιστικής Χρυσής Αυγής δεν ήταν στην ατζέντα του διπολισμού. Προέρχεται από άλλες κοινωνικές διαδικασίες και θα μας απασχολήσει σε ένα από τα επόμενα σημειώματα (αν και η εν λόγω εγκληματική οργάνωση έχει μελετηθεί και αναλυθεί από μια σειρά αξιόλογους στοχαστές). Η Κεντροδεξιά παραμένει πάντα μια συμπαγής παράταξη με ιστορικές ρίζες που στηρίζεται σε σταθερές συντηρητικές και αντιδραστικές αναφορές.
Η Κεντροαριστερά είναι μια ρευστή και ακαθόριστη έννοια. Στην Ελλάδα δεν είχαμε ποτέ ένα ισχυρό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, όπως συνέβη σε όλη την Ευρώπη, όπου ξεκίνησαν από την εποχή του Μαρξ. Εδώ τη θέση του πήραν οι λεγόμενοι «αντιβασιλικοί», που δεν ήταν αναγκαστικά και πάντοτε τόσο δημοκράτες όσο έλεγαν οι διακηρύξεις τους.
Υπήρχε κατά κανόνα μια ισχυρή προσωπικότητα, δημιουργούσε ένα αρχηγικό κόμμα, χωρίς αρχές και δομές. Με τον θάνατο του αρχηγού, το κόμμα σε λίγο καιρό διαλυόταν. (Όπως παλιότερα το Κόμμα των Φιλελευθέρων, αργότερα η Ένωση Κέντρου. Και τώρα το ΠΑΣΟΚ.) Η Κεντροαριστερά σήμερα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, που είναι πια ο εγκεκριμένος άλλος πόλος του συστήματος, που κράτησε όλα τα χαρακτηριστικά των προκατόχων του.
Τα κόμματα εξουσίας, παντού στον κόσμο, υπηρετούν το κεφάλαιο, που είναι η πραγματική εξουσία. Το κεφάλαιο για να μεγιστοποιήσει τα κέρδη του έχει ως προϋπόθεση τις κοινωνικές ανισότητες. Όσο μεγαλύτερες είναι οι κοινωνικές ανισότητες τόσο μεγαλύτερα τα κέρδη.
Τα κόμματα για να γίνουν κυβέρνηση χρειάζονται ψήφους. Πώς θα μπορέσουν να πείσουν αν δηλώσουν ποια είναι η πραγματική δουλειά τους; Γενική φτώχεια για τον λαό. Απεριόριστα κέρδη για τους πλούσιους. Θα ψήφιζε κανένας Τσίπρα, αν ήταν ειλικρινής και έλεγε πως θα μας κόψει μισθούς και συντάξεις, θα κλείσει όλες τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, θα γνωρίσουμε τέτοια φτώχεια, όπως αυτή που έχει μια χώρα όταν βγαίνει από πόλεμο; Ας μην τα πολυλέμε. Όλοι μας τα έχουμε ζήσει. Τι σχέση έχουν οι προεκλογικές διακηρύξεις με τα πεπραγμένα; Όσο ο φάντης με το ρετσινόλαδο.
Άρα ο πολιτικός λόγος των κομμάτων εξουσίας είναι η αναίρεση των νοημάτων της γλώσσας. Και τα νοήματά τους μετατρέπονται στο αντίθετό τους. Είναι λόγος που δεν δεσμεύεται από την επαλήθευσή του, αλλά από τον μύθο του και την υπόσχεσή του, που δεν χρειάζεται απόδειξη. Δεν ανήκει στον έλλογο λόγο αλλά στον άλογο. Είναι μεταφυσικός που υπηρετεί μια πίστη.
Και η πίστη δεν χρειάζεται απόδειξη. Αλλά όταν αυτός ο λόγος μεταφέρεται στην πολιτική είναι μια απάτη που θεωρείται νόμιμη. Πιο απλά, είναι αυτό που λέει ο λαός: Οι πολιτικοί λένε ψέματα. Και είναι φυσικό ο κόσμος να απογοητεύεται. Αλλά αυτό δεν αρκεί για να βγάλει τα σωστά συμπεράσματα. Κάνει συλλογή απογοητεύσεων. Πότε ΠΑΣΟΚ, πότε ΝΔ, πότε ΣΥΡΙΖΑ. Και εδώ πρέπει να διαπιστώσουμε μια ιδιοτέλεια.
Ο ψηφοφόρος δεν ψηφίζει για κάποια ιδανικά, αλλά για τη βόλεψή του. Αλλά στα κοινά δεν συμμετέχει και αποποιείται το δικαίωμά του ως πολίτη. Δίνει την ψήφο του μίζα στους πολιτικούς. Αυτός ο μυθο-υποσχετικός λόγος πολλαπλασιάζεται από τους πολιτικούς συντάκτες, που δεν αναιρούν αυτόν τον λόγο, τον παίρνουν σαν δεδομένο και οπαδοποιούνται γύρω από το κόμμα που υπηρετούν.
Αλλά πέρα από τη διαφήμιση και την προπαγάνδα που έχει τα όριά της, βασικός στόχος είναι η εκμηδένιση του αντιπάλου δαιμονοποιώντας τον. Και εδώ όλα τα μέσα είναι θεμιτά. Στην ουσία το πολιτικό ρεπορτάζ, που δεν αποκαλύπτει αυτόν τον λόγο, γίνεται μέρος αυτής της απάτης. Και αν κάποιος κατορθώσει και γίνει «φίρμα» (αυτές οι δουλειές γίνονται με το αζημίωτο), τότε το επόμενο βήμα είναι η Βουλή.
Και μάλιστα θα έχει και τα προσόντα: μεγάλη εμπειρία στην υπηρεσία του ψευδούς λόγου και στην καταπολέμηση κάθε κριτικής σκέψης και λόγου. Ένα σωστό μαντρόσκυλο στην υπηρεσία της εξουσίας. Και όλα αυτά δημιουργούν τις ιδανικές συνθήκες για την ανάδειξη του φασισμού, που αναπτύσσεται ευθέως ανάλογα με την αποτυχία του πολιτικού μας συστήματος.
*Άρθρο του Περικλή Κοροβέση, που έφερε τον τίτλο «Η ψήφος ως μίζα» και είχε δημοσιευτεί στην «Εφημερίδα των Συντακτών» στις 20 Απριλίου 2019.
Μπροστά σε διπλές εκλογές η χώρα και τον Απρίλιο του 2019…
Ο συγγραφέας και διανοουμένος Περικλής Κοροβέσης έφυγε από τη ζωή στις 11 Απριλίου 2020, σε ηλικία 79 ετών.