Στις αρχές της χρονιάς, στο πλαίσιο της έκθεσής της «Οικονομία», η Γεωργία Σαγρή παρουσίασε στην The Breeder τρεις performances συνοδεύοντας τις γλυπτικές εγκαταστάσεις της, τα σχέδια, τα κείμενα και τα ζωγραφικά της έργα.
Γυμνή, ευάλωτη, συγκεντρωμένη στο εσωτερικό της σύμπαν, άλλοτε σε κλειστό διάλογο με το κοινό της, αλλά και κυρίαρχος του χρόνου της επιτέλεσης, η καλλιτέχνις βγήκε από αυτό το σύνολο ενεργειών που αφορά ένα παρόν που δεν επαναλαμβάνεται. Στη συνέχεια πέρασε στην πρακτική φροντίδας που ονομάζει Ιαση.
Επειτα από μέρες συναντηθήκαμε στον χώρο όπου λειτουργεί το καλλιτεχνικό εργαστήριο – ορμητήριο – καταφύγιό της, στο πιο κεντρικό, πολύβουο σημείο της Αθήνας. Ο χώρος με τα λίγα έπιπλα και απολύτως απαραίτητα καθημερινά αντικείμενα, αντανακλά αίσθηση πληρότητας.
Σε ένα μεγάλο δωμάτιο έχει τοποθετήσει μία ξύλινη υπερυψωμένη εξέδρα και πάνω της βρίσκονται απλωμένα στρώματα που τα καλύμματά τους έχουν την απόχρωση κατευναστικού πράσινου. Οχι κάτι έντονο, αλλά ούτε και αδιάφορο παστέλ. «Στην Αθήνα ταιριάζει το πράσινο» εξηγεί η Γεωργία Σαγρή, η οποία δίνει ιδιαίτερη σημασία στα χρώματα, καθώς τα θεωρεί ευεργετικά και τα χρησιμοποιεί στους κύκλους των Ιάσεων τους οποίους έχει πραγματοποιήσει στο Αμστερνταμ, το Λονδίνο και το Βερολίνο.
Η καλλιτεχνική σου πρακτική περιλαμβάνει το Υλη [matter] HYLE. Πώς το προσδιορίζεις;
Εκδηλώθηκε αρχικά στο Διαδίκτυο και την άνοιξη του 2015 παρουσιάστηκε ως ένας ημι-δημόσιος / ημι-ιδιωτικός χώρος στο κέντρο της Αθήνας που έχει ως στόχο να φέρει κοντά την τέχνη, την πολιτική και τις επιστήμες, σαν η συνύπαρξή τους να αποτελεί ένα νέο, μη πειθαρχημένο πεδίο σκέψης, δράσης και ζωής.
Κάποιοι από μας είχαμε τότε εξοντωθεί μέσα στα κοινωνικά κινήματα και είχαμε βρεθεί και σε μια κατάσταση ανάγκης να αφουγκραστούμε, να σκεφτούμε και να κάνουμε την αυτοκριτική μας για το τι έγινε ή τι θα μπορούσε να γίνει.
Οπότε ήταν πέρα από ανάγκη ύπαρξης προσωπικού χώρου στην Αθήνα, μια πολιτική ανάγκη. Κυρίως όμως ήταν καλλιτεχνική ανάγκη να υπάρχουν χώροι και υπό τη μορφή φροντίδας, που να λειτουργούν σαν καταφύγια.
Πού επικεντρώνεις την καλλιτεχνική σου έρευνα;
Με απασχολεί η πρακτική της καθημερινότητας. Την επενδύω στον τρόπο που ζω και στον τρόπο που δουλεύω και στον τρόπο που εκθέτω.
Επιδιώκω τα ίδια τα έργα να δώσουν στον θεατή τους να πιστέψει ότι ο ίδιος έχει μια δυναμική, έναν τρόπο να αφοσιωθεί στα πράγματα, να επενδύει στα πράγματα και στους γύρω του, δηλαδή να μη φροντίζει μόνο για ένα προσωπικό όφελος, αλλά και για ένα συλλογικό όφελος.
Νομίζω ότι αυτό υπήρχε πάντα στη δουλειά μου.
Το να κάνεις ένα έργο performance είναι μια δημόσια κλήση. Ενα βασικό στοιχείο της είναι η σύνδεση, η σχέση. Επενδύεις τόσο πολύ σε αυτό και αποκτάς το κίνητρο, την ενέργεια, το πάθος για να μπεις στη διαδικασία να εκτεθείς.
Είναι αυτό που στις θεωρίες ταυτότητας συζητάνε γύρω από την ευαλωτότητα. Αυτή η ευαλωτότητα λοιπόν είναι και η δύναμη της performance. Δηλαδή από τη στιγμή που δίνεσαι, σχετίζεσαι και συνδέεσαι, το μέσο αυτό γίνεται ακόμα πιο δυνατό. Ισχυροποιείται δηλαδή μέσα από την ευαλωτότητα του σώματος. Αυτό προσπαθώ να ερευνήσω και να βιώσω.
Μέχρι να πάρεις αυτή τη δύναμη, ακολουθείς μια χρονική διαδικασία για να αποφασίσεις τον τρόπο που θα εκτεθείς;
Αυτή η πρακτική της καθημερινότητας έχει να κάνει με μια ανάπτυξη ευαισθησίας των ορίων, ευαισθησίας με τα αντικείμενα, με τα διαφορετικά σώματα.
Βρισκόμαστε σε έναν τόπο που ένα τεράστιο κομμάτι της ιστορίας του συνδέεται πάρα πολύ με αυτό που λέμε πνευματικότητα, αλλά και σύνδεση με τα πράγματα, υλικά και μη υλικά, ορατά και μη αόρατα.
Από τη στιγμή που από πολύ νωρίς ασχολήθηκα με την τέχνη ακολουθώ ιδιοσυγκρασιακά αυτή την ανάγκη της σύνδεσης, της επαφής. Ολοι εμείς οι άνθρωποι κάποιες φορές μπορούμε να πάρουμε αυτή τη δύναμη της σύνδεσης και να την εργαλειοποιήσουμε για προσωπικό όφελος.
Το συγκινητικό με την τέχνη είναι ότι παίρνουμε αυτή την ενέργεια της σχέσης, κάτι το οποίο μας ορίζει και είναι πολύ πιο δυνατό από μας, αλλά δεν το κάνουμε για προσωπικό όφελος. Ο καλλιτέχνης τη διαχέει προς το κοινό, την επιστρέφει στο σύνολο.
Στην performance Rent που έκανες πριν από μήνες στη The Breeder έκλεισες βγάζοντας παράξενες φωνές, που άγγιξαν όλους τους θεατές.
Σε μια τέτοια δράση υπάρχει μια έντονη αποστασιοποίηση, ενώ παράλληλα υπάρχει πάρα πολύ μεγάλη συγκέντρωση προκειμένου να εμβαθύνουμε. Για να συμβεί αυτή η διαδικασία, επειδή το σώμα έρχεται σε τρομερή ένταση, έρχεται σαν κλείσιμο η επούλωση.
Η αρχή αυτού του τρόπου έγινε το 2009. Θεωρούσα ότι είναι σημαντικό σε κάθε έργο να υπάρχει αυτό το κλείσιμο: να παίρνω σαν μέσο ήχους από τον εξωτερικό χώρο και να τους επαναλαμβάνω με ένα εσωτερικό μου φίλτρο για να επανέλθει η κατάσταση σε μια ας το πούμε πιο φυσιολογική συνθήκη.
Με έναν τρόπο είναι ένα αγκάλιασμα του βιώματος και για τους παρευρισκόμενους. Με αυτές τις φωνές λέμε ότι όντως έγινε και επανερχόμαστε στο εδώ και τώρα μιας πραγματικότητας που είναι διαφορετική και η οποία διαφέρει για τον καθένα.
Σε ενδιαφέρει εκτός από την performance, εκτός από όλη αυτή τη σωματική διαδικασία και παραγωγή, η καταγραφή με άλλα μέσα;
Δεν είναι ακριβώς καταγραφή. Θεωρώ ότι η performance είναι ένα από τα πιο σημαντικά μέσα της σύγχρονης τέχνης. Είναι από τα πιο υβριδικά και τα πιο εύπλαστα μέσα, γιατί το βασικό της στοιχείο είναι το τώρα. Το τώρα δεν μπορούμε να το οριοθετήσουμε οπότε δεν μετρά ούτε εγώ τι θα σκεφτώ για το τι έγινε πριν, ούτε για το τι θα ακολουθήσει. Επιδιώκω να μην υπάρχει αυτός ο έλεγχος, αλλά να υπάρχει το δόσιμο στην καθημερινότητα.
Εισπράττεις την ενέργεια της κατάστασης του θεατή που σε παρακολουθεί στην performance;
Αυτό το εισπράττεις εκείνη τη στιγμή. Το φτιάχνουν όλοι μαζί. Χτίζοντας, στηρίζοντας το έργο, χτίζονται και τα στοιχεία του. Τα στοιχεία των µελών της πλατφόρμας. Εχουν αναλύσει την performance με όρους ψυχανάλυσης λέγοντας ότι υπάρχει το κίνητρο της αγάπης. Οτι δηλαδή η performance λειτουργεί για μια ας το πούμε αγάπη που δεν έχει επιστροφή, δεν έχει ανταπόκριση. Εγώ δεν συμφωνώ με την ψυχαναλυτική ανάλυση της περφόρμανς, αλλά ούτε την ανθρωπολογική. Εμένα με ενδιαφέρει η οντολογία του μέσου και ότι δεν θα υπάρχει άλλο τώρα.
Πώς χρησιμοποιείς τις αναπνοές στην καλλιτεχνική πρακτική;
Είναι τεχνικές που προέκυψαν όταν κάποια έργα απαιτούσαν από μένα να προετοιμάσω το σώμα για αυτό που θα ακολουθούσε.
Για περισσότερο από μία δεκαετία, έχω εδραιώσει την καλλιτεχνική μου πρακτική μέσω της ανάπτυξης μιας ρουτίνας αυτοφροντίδας βασισμένης στην αναπνοή, την κίνηση και τη φωνή, η οποία με βοήθησε και με βοηθά ακόμα να πειραματίζομαι και να προετοιμάζομαι.
Στο θέατρο θα το λέγαμε πρόβα, εγώ το λέω ανάρρωση. Καθώς το σώμα βιώνει μια διαδικασία αλλαγών άρχισα να θυμάμαι κάποιες από τις παλαιότερες performances και να χτίζω τις τεχνικές με βάση το τι μου έχει συμβεί και πώς εγώ μπορώ μέσα από τη μνήμη της πάθησης, μέσα από την πληγή, μέσα από έργα που είναι αρκετά έντονα, να μάθω να χρησιμοποιώ το βίωμα. Δηλαδή δεν το βάζω στην άκρη και μένω διαχωρισμένη μεταξύ του έργου μου τότε και του τι γίνεται τώρα.
Αυτή η πρακτική αποτέλεσε τη βάση για το έργο μου Δύναμις/Dynamis, που παρουσιάστηκε στην documenta 14 (Κάσελ και Αθήνα, 2017), το οποίο περιελάμβανε το μοίρασμα αυτών των τεχνικών με πάνω από 200 μέλη του κοινού στις δύο πόλεις. Κατά τη διάρκεια αυτής της διαδικασίας, ανταποκρίθηκα στην ανάγκη του κοινού και αποφάσισα να εμπλακώ σε μια βαθύτερη κατανόηση της αυτο-ανάρρωσης, η οποία σταδιακά εξελίχθηκε στην ΙΑΣΗ. Μια συνεχιζόμενη ερευνητική πρακτική και ένα σώμα θεραπειών που διεξάγονται σε ατομικές συνεδρίες με πρωτόκολλο ανωνυμίας.
Επέρχεται κάποτε τελειωτική ανάρρωση;
Η ΙΑΣΗ είναι δική μου καλλιτεχνική πρακτική και τη μοιράζομαι με άλλους. Εμμεσα προκύπτουν ζωγραφικά έργα, αλλά παράγονται και κείμενα. Είναι έρευνα. Δεν είναι θεραπευτική πρακτική. Μιλάω για τεχνικές που είχαν χαρακτήρα ανάρρωσης, επεξεργασίας και προετοιμασίας, οπότε με αυτό τον τρόπο είναι ανοιχτό το πεδίο. Δεν είναι δηλαδή μια πρακτική που έχει πρόσχημα την παρουσίαση ενός καλλιτεχνικού έργου. Οι συνεδρίες είναι περίπου 40 λεπτά η καθεμία. Κάνω κύκλους – καλέσματα, όσοι ενδιαφέρονται γράφουν 200 λέξεις το στέλνουν σε email, διαβάζω το κείμενό τους και έρχομαι σε επαφή μαζί τους και κλείνουμε ένα πρώτο ραντεβού – συνέντευξη. Ενας συμμετέχων μπορεί να κάνει τις συνεδρίες για ένα με δύο χρόνια.
Πώς λειτουργούν τα χρώματα στο έργο σου;
Χρησιμοποιώ τα χρώματα πολύ στοχευμένα κατά την ΙΑΣΗ, στη σκηνή της ανάρρωσης, όπως την αποκαλώ. Είναι σημαντικά, όπως ήταν πολύ σημαντικά και τα χρώματα που είχα χρησιμοποιήσει για την documenta 14. Τα έργα αυτά ήταν μέλη και όργανα και τα χρώματά τους ήταν αρκετά έντονα και με έναν τρόπο έμοιαζαν και παιδικά. Πιστεύω πάρα πολύ στην παιδικότητά μου και σε όλο αυτό που έχει να κάνει με το μη λογικό.
Τα έργα φαίνεται ότι δεν έρχονται από τη λογική μου πλευρά, ότι δεν εξηγούνται ούτε από μένα. Με ενδιαφέρει πάρα πολύ, αυτό το άλογο – παράλογο. Δεν το υπερασπίζομαι ως κάτι το οποίο είναι λογικά εξηγήσιμο. Εκεί περιέχεται η γλώσσα των εικαστικών τεχνών.
Είναι οπτική γλώσσα που προέρχεται από ένα κομμάτι της ανθρώπινης ύπαρξης που δεν χρησιμοποιεί κείμενο. Και αυτό είναι το ενδιαφέρον με τα καλλιτεχνικά έργα. Οτι δεν είναι χρηστικά. Η ανάγκη να γίνουν δεν θα επιτελέσει ένα σκοπό. Αυτό το άσκοπο έχει πολλή σημασία στην καλλιτεχνική πράξη. Δεν λέει κάποιος στον καλλιτέχνη να κάνει αυτό το έργο. Γίνεται στη συνθήκη μιας μη εργασίας.