Η αλήθεια είναι πως τέτοιες ημέρες, Μεγάλο Σάββατο σήμερα, καλό είναι να έχουμε μια πιο συγκαταβατική προσέγγιση των όσων συμβαίνουν γύρω μας, να εστιάζουμε σε αγνά συναισθήματα και να αφήνουμε κατά μέρους τις επικρίσεις και τις γκρίνιες.
Καμιά φορά όμως, όταν νιώθεις να σε πνίγει το δίκιο, δεν υπάρχει άλλος δρόμος από το να επισημάνεις τα, κατά τη γνώμη σου, κακώς κείμενα. Κάτι που μάλιστα μπορεί να αποδειχθεί για τις επόμενες γενιές χρήσιμο και, γιατί όχι, διασκεδαστικό.
Αυτό, τουλάχιστον, φαίνεται να συμβαίνει με το άρθρο του Νίκου Καμπάνη στα «ΝΕΑ», που γράφτηκε πριν από αρκετές δεκαετίες και που αποτελεί μια ειλικρινέστατη κριτική – αυτοκριτική που μας δίνει μια γλαφυρότατη εικόνα για το Πάσχα των Ελλήνων του 1976.
Ας δούμε αν και πόσα έχουν αλλάξει από τότε.
Γράφει ο Νίκος Καμπάνης στα «ΝΕΑ» της 27ης Απριλίου του 1976:
«Αυτή τη φορά δεν θα τα πούμε “έξω από τα δόντια” στον Κίσινγκερ, τον Φορντ, τον Μπίτσιο, τον Γκίκα, τον Καραθανάση (…). Θα τα πούμε σε μας τους ίδιους, τις χιλιάδες των Αθηναίων που φύγαμε από την πρωτεύουσα με τα Ι.Χ. μας για να γιορτάσουμε στην ύπαιθρο την Ανάσταση του Κυρίου.
Νηστεία με γαρίδες
»Και μόνο Ανάσταση του Κυρίου δεν γιορτάσαμε. Αλλά τι να κάναμε; Ντροπής πράγματα. Καταλύσαμε από τη Μεγάλη Παρασκευή σε κάποιο ξενοδοχείο και δεν κάναμε τίποτε άλλο από το να μεταφέρουμε εκεί τις “βλαβερές συνήθειες” που έχουμε αποκτήσει, συνειδητά ή ασυνείδητα, στην πόλη.
»Πρώτα – πρώτα φάγαμε “τον σκασμό” και τη Μεγάλη Παρασκευή το μεσημέρι και τη Μεγάλη Παρασκευή το βράδυ, γιατί το “μενού” ήταν τάχα νηστίσιμο, αλλά στην πραγματικότητα λίαν προκλητικό με τις γαρίδες, τα καβούρια και όλα τ’ άλλα…
Χαρτί
»Έπειτα στρωθήκαμε στο “χαρτί”. Μάλιστα, στο χαρτί. Μεγαλοπαρασκευιάτικα. Χτύπαγαν πένθιμα οι καμπάνες και μεις προσπαθούσαμε, γύρω από ένα πράσινο τραπέζι, να πάρουμε ο ένας τα λεφτά του άλλου.
»’Εψελναν στις εκκλησίες το “Η ζωή εν τάφω” και μεις αγωνιούσαμε να συμπληρώσουμε με τον μπαλλαντέρ μια “τρίτη”, για να βγούμε στο κούμ – κάν.
Περιφορά
»Έφτασε η ώρα τη περιφοράς του Επιταφίου και πολλοί από μας ούτε που κουνήθηκαν από το πράσινο τραπέζι. Κάποια κυρία είπε καπνίζοντας: “Βγαίνει ο Επιτάφιος”. Και κάποιος χοντρός κύριος συμφώνησε, πίνοντας μια γουλιά ουίσκι: “Και του χρόνου”.
»Και όσοι – οι λιγώτερο αναίσθητοι – πήγαμε στις εκκλησούλες, φτάσαμε λίγο πριν από το “Αι γενεαί πάσαι” και φύγαμε αμέσως μετά την περιφορά. Ήσυχοι ότι κάναμε το καθήκον μας.
Μεγάλο Σάββατο
»Το Μεγάλο Σάββατο θέριεψε το χαρτί στις σάλλες των ξενοδοχείων, έδωσε και πήρε το κουτσομπολιό, οι κυρίες έλεγαν τα δικά τους – οι μοδίστρες, οι υπηρεσίες και τα τέτοια – οι κύριοι βρήκαν την ευκαιρία να μιλήσουν για τις μπίζνες τους και ν’ αφηγηθούν τις πρόσφατες εξωσυζυγικές του περιπέτειες…
»Και το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου μπήκαμε όλοι στα Ι.Χ. μας και πήγαμε εποχούμενοι – καβάλλα πάει στην εκκλησιά καβάλλα προσκυνάει – στις δώδεκα παρά δέκα στις εκκλησούλες των χωριών για να κάνουμε Ανάσταση.
»Πλησιάσαμε με τα Ι.Χ. μας όσο πιο κοντά μπορούσαμε τις εκκλησούλες. Τις πολιορκήσαμε ασφυκτικά με τα τροχοφόρα μας, γιατί είμαστε πια ανίκανοι ούτε 200 μέτρα να περπατήσουμε με τα πόδια, που τα έχουμε μόνο για να πατάμε γκάζι και φρένο.
»Πολλοί ακούσαμε το “Χριστός Ανέστη” μέσα από τ’ αυτοκίνητα, ενώ ταυτόχρονα τραγούδαγε από το “στέρεο” η Μαρινέλλα.
»Και πολλοί βγάλαμε από τα παράθυρα τις λαμπάδες και τις ανάψαμε…(Το άκρον άωτον…).
»Κι έπειτα ακούσαμε τις καμπάνες, τις τρακατρούκες, φιληθήκαμε και γυρίσαμε πάλι στο ξενοδοχείο να φάμε.
»Και φάγαμε…
»Το ίδιο κάναμε και τις επόμενες μέρες…
»Τρώγαμε…
»Και μετά γυρίσαμε στην Αθήνα και είπαμε στους φίλους μας που εμείναν εδώ, πώς ζήσαμε την Ταφή και την Ανάσταση του Κυρίου…
»Ψέματα είπαμε. Δεν την ζήσαμε.
»Γιατί, για να μπορέσουμε να ζήσουμε την Ανάσταση του Κυρίου, πρέπει πρώτα να κάνουμε τη δική μας Ανάσταση. Να βγάλουμε τους εαυτούς μας από την ταφόπετρα της ψεύτικης ζωής που κάνουμε…
»Αλλά τούτη δω η Ανάσταση θέλει δουλειά πολλή…».