Αρχές Ιανουαρίου 2005 και οι Ουκρανοί στρατηγοί έλαβαν μια διαταγή από το προεδρικό μέγαρο: Θα έπρεπε να αρχίσουν την απόσυρση των δυνάμεών τους από το… Ιράκ. Δίχως να είναι ευρέως γνωστό, το κράτος που έχει δεχτεί «απρόκλητη» εισβολή εδώ και έναν χρόνο από τη Ρωσία, υποστήριξε με συνέπεια την αμερικανική εισβολή στο Ιράκ και θα το μετάνιωνε πικρά.
Αν και στην αρχή η Ουκρανία ήταν αντίθετη στην εισβολή στο Ιράκ, ξαφνικά to 2003, ο τότε πρόεδρος της χώρας Λεονίντ Κούτσμα άλλαξε γνώμη, στηρίζοντας τον πόλεμο. Στις 5 Ιουνίου του 2003 το ουκρανικό κοινοβούλιο, ενέκρινε, με διαφορά 273 ψήφων την απόφαση για αποστολή «ειρηνευτικού» σώματος 1.800 στρατιωτών στο Ιράκ, οι οποίοι βάση ψηφίσματος του ΟΗΕ θα βοηθούσαν στην αποκατάσταση της χώρας μετά τη σύγκρουση.
Στα πέντε χρόνια ουκρανικής παρουσίας, το Κίεβο έστειλε 5.000 στρατιώτες που εντάχτηκαν σε μια πολυεθνική μεραρχία υπό την ηγεσία της Πολωνίας, δήθεν για να σταθεροποιήσει την περιοχή μεταξύ Βασόρας και Βαγδάτης. Αποστολή των Ουκρανών ήταν να περιπολούν δύο σημαντικούς αυτοκινητόδρομους που συνδέουν το νότιο Ιράκ με τη Βαγδάτη, να μεταφέρουν ανθρωπιστικό υλικό, να φρουρούν ένα τμήμα 120 χλμ. στα σύνορα με το Ιράν, όπως επίσης και ειδικούς χώρους, όπως αποθήκες πυρομαχικών. Ήταν η 3η μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη του συνασπισμού στο Ιράκ και αυτό είχε συζητηθεί πολύ.
Υιοθετώντας μάλιστα ο Κούτσμα το ψευδές αφήγημα της Ουάσινγκτον, ότι ο Σαντάμ Χουσεϊν διέθετε όπλα μαζικής καταστροφής, ζήτησε από το ουκρανικό κοινοβούλιο να στείλει 500 στρατιώτες από ένα τάγμα απολύμανσης για να συνδράμουν το Κουβέιτ στην περίπτωση που ο Σαντάμ χρησιμοποιούσε τα όπλα μαζικής καταστροφής!
Ο κυνικός γάμος Ουάσινγκτον-Κιέβου
Τι συνέβη όμως και το Κίεβο άλλαξε γνώμη και στήριξε την εισβολή, ενώ φέρεται μάλιστα, να είχε πουλήσει προηγουμένων και υπερσύγχρονο ραντάρ στον ίδιο τον Σαντάμ Χουσεϊν που εκτέλεσαν οι Αμερικανοί;
«Ήταν ένας «κυνικός ευκαιριακός γάμος» έγραφαν οι New York Times. «Από την αρχή υπήρχε η υπόθεση ότι ο πρόεδρος Κούτσμα προσχώρησε στον συνασπισμό, σε μεγάλο βαθμό, για να εξευμενίσει την Ουάσιγκτον λόγω της διαβόητης διεφθαρμένης διακυβέρνησή του». Πράγματι ο Κούτσμα ήταν τις πλέον διεφθαρμένες προσωπικότητες και αναζητούσε να στηρίξει την κυβέρνησή του επιλέγοντας τη Δύση για να τον βοηθήσει. H Guardian μάλιστα είχε τίτλο σε άρθρο της: «Ο Κούτσμα στέλνει στρατεύματα στο Ιράκ με αντάλλαγμα ευυποληψία».
Επίσης, οι Ουκρανοί στρατιώτες –όντας κακοπληρωμένοι επαγγελματίες οπλίτες- ανυπομονούσαν να συμμετέχουν σε τέτοιες αποστολές στο εξωτερικό για να κερδίσουν μισθούς μόλις 600-1.200 δολάρια. Ο Ουκρανός συντάκτης της Guardian τότε έγραφε πως η ιστορία της ίδιας της Ουκρανίας που υπέφερε από συχνές εισβολές μπορεί να την έκανε συμπαθή στους Ιρακινούς και να βοηθήσει στην ασφάλεια του Ιράκ. Το πόσο ασφαλές έγινε το Ιράκ το έδειξε η ιστορία.
Ευκαιρία για μπίζνες
Το Κίεβο τότε ήθελε να καρπωθεί των ευκαιριών που δημιουργούσε η αμερικανική εισβολή. «Ακόμη και η προσωρινή παρουσία στρατευμάτων στο Ιράκ θα επιτρέψει στις ουκρανικές εταιρείες να αποφύγουν τον αποκλεισμό από τη διαδικασία ανοικοδόμησης και να ανανεώσουν την προηγούμενη οικονομική μας συνεργασία με τη μελλοντική ιρακινή κυβέρνηση», υποστήριξε ο Γεβχέν Μαρτσούκ, ο τότε επικεφαλής του Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας και Άμυνας της Ουκρανίας.
Πράγματι μετά την απόσυρση των ουκρανικών δυνάμεων, η ουκρανική κυβέρνηση έμπαινε δυνατά στο παιχνίδι της «ανοικοδόμησης» του Ιράκ σχεδιάζοντας να κλείσει τη μεγαλύτερη συμφωνία πώλησης όπλων στην κατεστραμμένη χώρα ύψους 2,5 δισ. δολαρίων.
Ήδη το Κίεβο, μπορεί να είχε εγκρίνει την εισβολή, αλλά πιο πριν είχε εμπλακεί σε ένα σκάνδαλο αποστολής αντιαεροπορικών συστημάτων ραντάρ υψηλής τεχνολογίας στον… Σαντάμ Χουσεϊν. Ήταν μια πώληση κατά σαφή παράβαση των κυρώσεων του ΟΗΕ που επιβλήθηκαν στο Ιράκ. Το ψήφισμα 661 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ καθιστά παράνομη οποιαδήποτε πώληση ή προμήθεια «όπλων ή οποιουδήποτε άλλου στρατιωτικού εξοπλισμού» στο Ιράκ. Οι αποκαλύψεις ηχητικών ντοκουμέντων και δημοσιευμάτων είχαν φέρει την ουκρανική κυβέρνηση σε πολύ δύσκολη θέση, η οποία αρνήθηκε οποιαδήποτε τέτοια συμφωνία με το καθεστώς Σαντάμ.
Αν και ο ο Κούτσμα αρνήθηκε ότι εξουσιοδότησε τη συναλλαγή όπως επίσης και ο εκπρόσωπος της Επιτροπής Παρακολούθησης και Επαλήθευσης του ΟΗΕ για το Ιράκ (UNMOVIC), είχε δηλώσει ότι «δεν υπάρχουν πληροφορίες σχετικά με την πώληση ραντάρ από την Ουκρανία στο Ιράκ», ο εκπρόσωπος της αμερικανικής Στρατιωτικής Υπηρεσίας Πληροφοριών Τζιμ Μπρουκς είχε πει «ότι το Ιράκ τα έχει».
Στην υπηρεσία της Ουάσινγκτον
Όπως σημείωναν τότε οι New York Times, η κυβέρνηση Μπους είχε ξοδέψει σημαντικό πολιτικό κεφάλαιο για να παρακαλέσει ή να εκφοβίσει κυβερνήσεις να συμμετάσχουν στην εκστρατεία [στο Ιράκ] ώστε να της προσδώσει χαρακτήρα διεθνούς επιχείρησης ελλείψει μιας αξιόπιστης διεθνούς υποστήριξης».
Η Ουκρανία, σαν ένα νέο και εν πολλοίς διεφθαρμένο κράτος, μπορούσε κάλλιστα υπηρετήσει τα αμερικανικά σχέδια. «Η Ουάσιγκτον ήταν ιδιαίτερα πρόθυμη να υπογραμμίσει την υποστήριξη των νέων δημοκρατιών, οι οποίες υποτίθεται ότι θα μπορούσαν να εκτιμήσουν καλύτερα τις «ευλογίες» που επρόκειτο να αποκομίσει το Ιράκ».
Το Κίεβο με έναν επικίνδυνο τυχοδιωκτισμό έκανε ότι και άλλα μικρά κράτη που ακολούθησαν τις ΗΠΑ στην εισβολή. Η ουκρανική κυβέρνηση «στάθμισε τα πιθανά οφέλη να γίνει αρεστή στην Ουάσινγκτον έναντι του πιθανού κόστους εάν το έκανε, ελπίζοντας ότι όλα θα τελείωναν σύντομα».
Ο λαός δεν ήθελε την εισβολή – «Φέρτε πίσω τα παιδιά μας»
Ωστόσο, μια εισβολή σε ξένη χώρα ήταν το τελευταίο πράγματα που ήθελε ο ουκρανικός λαός, κόντρα στα γεωπολιτικά παιχνίδια που έπαιζε το Κίεβο, όπως επαναλαμβάνει και σήμερα. Στη διάρκεια του πολέμου του Ιράκ, σύμφωνα με δημοσκόπηση που δημοσίευσε η ουκρανική εφημερίδα Dzerkalo Tygnia, το 90% των Ουκρανών αντιτάχθηκε σε μια στρατιωτική λύση της κρίσης, ενώ μόνο το 4,6% ενέκρινε τον πόλεμο. Ενώ το 38% συμφώνησε ότι ο Σαντάμ Χουσεΐν ήταν «επικίνδυνος για την ειρήνη στον κόσμο», το 57% είπε το ίδιο για τον κ. Μπους!
«Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι οι περισσότεροι Ουκρανοί παραμένουν απρόθυμοι να στείλουν γιους, συζύγους, πατέρες και αδέρφια στο Ιράκ, μια χώρα που παραμένει εξαιρετικά επικίνδυνη» έγραφε ο Ουκρανός δημοσιογράφος Yuriy Zalizniak. Αν και ο Κούτσμα άρχισε από το 2008 να δίνει εντολές στον στρατό να αποσύρει σιγά σιγά στρατύματα, τελικά μόλις το 2008 θα έφευγε ο τελευταίος Ουκρανός στρατιώτης από το Ιράκ, αφήνοντας πίσω τους 18 Ουκρανούς νεκρούς.