Στην τετραετία της γαλάζιας διακυβέρνησης το Μαξίμου πάτησε αρκετές φορές πάνω στο ίδιο μοτίβο για τη διαχείριση μιας κρίσης. Το λεγόμενο damage control, μια προσπάθεια να βγει το κυβερνητικό σώμα με όσο το δυνατόν λιγότερα «τραύματα», είχε σταθερά την εξής βάση: επισκέψεις όλων των αρμοδίων (και προσωπικά του Πρωθυπουργού) στα σημεία ενδιαφέροντος για εντατική στήριξη των κυβερνητικών θέσεων, τεχνοκρατικό λόγο με δρομολόγηση παρεμβάσεων (νομοθετικών και άλλων), ανθρώπινη προσέγγιση κυρίως μέσα από ευθεία αναγνώριση λαθών.
Οι θιασώτες αυτού του τρίπτυχου διαχείρισης οποιασδήποτε έκτακτης αρνητικής συνθήκης που υπήρξε για τη ΝΔ από το καλοκαίρι του 2019 θεωρούν ότι είναι εκείνο που διατηρούσε για την κυβέρνηση το πολιτικό κεφάλαιό της, επιτρέποντας κάθε φορά γρήγορη «διόρθωση» της εικόνας της στην κοινή γνώμη.
Το εν λόγω μοντέλο ακολουθήθηκε μεταξύ άλλων την επόμενη μέρα μετά τις φωτιές του 2021, μετά την αποκάλυψη της υπόθεσης των υποκλοπών το 2022, μετά την τραγωδία των Τεμπών τον περασμένο Φεβρουάριο.
Μόνο που αυτή τη φορά, εν όψει της εκλογικής αναμέτρησης που απέχει πια μόλις πέντε εβδομάδες, ζητούμενο για το Μαξίμου δεν είναι μόνο να διαλυθούν το συντομότερο οι σκιές που – σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις – παραμένουν στο κυβερνητικό προφίλ, παρά τα βελτιωμένα για τη ΝΔ νούμερα.
Το στοίχημα υπό την πίεση του χρόνου είναι να κλείσουν οι «ρωγμές» συγκεκριμένα στο προφίλ του Κυριάκου Μητσοτάκη. Επαγγελματίες των μετρήσεων και πολιτικοί αναλυτές εξακολουθούν να διακρίνουν τέτοια «χτυπήματα» στο «τείχος» εμπιστοσύνης που ο Πρωθυπουργός θεωρεί ότι κατάφερε να χτίσει με την πλειονότητα της κοινωνίας, επιδεικνύοντας τελικά μεγάλη ανθεκτικότητα σε όλη την περίοδο διακυβέρνησης και εμφανιζόμενος ουσιαστικά ως το ισχυρότερο «χαρτί» της ΝΔ.
Το Μαξίμου πάντως καταγράφει στις κυλιόμενες μετρήσεις ότι η «διόρθωση» είναι καλύτερη και πιο γρήγορη προσωπικά για τον Μητσοτάκη, παρά για το κόμμα του, εξού και κρίνεται αναγκαίο να σηκώσει ο ίδιος ακόμα μεγαλύτερο βάρος στην προεκλογική εκστρατεία της ΝΔ.
Την προεκλογική αγωνία να επανέλθει η «δημοφιλία» του Μητσοτάκη τουλάχιστον στα προ των Τεμπών επίπεδα μαρτυρά η ίδια η στρατηγική του Μαξίμου: ακολουθείται μια κλιμακούμενη «έξοδος» του Πρωθυπουργού προς τους πολίτες, γίνονται προσπάθεια για πιο ελκυστική digital εικόνα του Μητσοτάκη, συνδέεται ο ίδιος με τον «θετικό» απολογισμό πεπραγμένων, επιμένει στις συγκρίσεις με τους πολιτικούς αντιπάλους του, βλέποντας ότι εκείνοι δεν επωφελούνται σημαντικά από την πρωθυπουργική φθορά, αλλά και να επιχειρεί συσπείρωση της γαλάζιας βάσης, ξορκίζοντας τα εσωτερικά μουδιάσματα ή και την γκρίνια.
Αυτά άλλωστε δεν έλειψαν από τους γαλάζιους, ειδικά κατά την πρώτη φάση διαχείρισης της κρίσης των Τεμπών, όταν διαφάνηκε μια… δυσκολία δημόσιας στήριξης – αν όχι απροθυμία.
Ο «Κανένας». Η επιχείρηση «δημοφιλία» σχετίζεται με την προσπάθεια του Μητσοτάκη να ανοίξει την «ψαλίδα» του από τον «Κανένα» ο οποίος κρατά… ψηλά το κεφάλι του στις δημοσκοπήσεις που έτρεξαν μέχρι το Πάσχα και κρύβει πολλαπλά μηνύματα.
Οπως την αίσθηση του «όλοι ίδιοι είναι, δεν καλύπτουν τις ανάγκες του κόσμου», κατά τα λεγόμενα αναλυτών. Κοινώς, όσο κι αν ο Μητσοτάκης εξακολουθεί να υπερέχει στους λεγόμενους σκληρούς δημοκοπικούς δείκτες, η πρόκληση είναι να φτάσει η ΝΔ μέχρι το εκλογικό παραβάν με τη μέγιστη δυνατή επίδοση του αρχηγού, όχι μόνο σε σχέση με τον βασικό αντίπαλό του, τον Αλέξη Τσίπρα, αλλά και απέναντι στον «Κανένα».
Είναι χαρακτηριστικές οι αποστροφές του Πρωθυπουργού σε όλες τις τελευταίες παρεμβάσεις του: «Εχει σημασία ποιος κρατάει το τιμόνι του σκάφους», «η ΝΔ και εγώ προσωπικά είμαστε συνεπείς στις δεσμεύσεις», «θέλω να σκεφτείτε μαζί μου πόσα περισσότερα μπορούμε να κάνουμε», «η 21η Μαΐου θα δείξει ποιος Πρωθυπουργός και ποιο κόμμα θα κυβερνήσει».
Τρεις «δρόμοι»
Το πρωθυπουργικό γραφείο δείχνει να υιοθετεί τρία άλλα μότο. Το πρώτο είναι το «ουδείς αλάθητος», κάτι που ο Μητσοτάκης είχε πρωτοαναφέρει στις αρχές του 2020, προτάσσοντας τότε για πρώτη φορά το αξίωμα της διόρθωσης λαθών και παραλείψεων.
Σήμερα σε αντίστοιχη προσπάθεια ανοίγματος προς την κοινωνία με ειλικρίνεια, ο Πρωθυπουργός επιμένει στη «μετρημένη» αυτοκριτική, μιλώντας για «σφάλματα» που γίνονται «λάθη μόνο όταν επαναλαμβάνονται».
Το δεύτερο σχετίζεται με την προσπάθεια του Μητσοτάκη να δείχνει ότι απευθύνεται στην κοινωνία με «καθαρά» μηνύματα – από το θέμα του φράχτη στον Εβρου, μέχρι την οικονομία, την εξωτερική πολιτική, την εγκληματικότητα κ.ά. -, κατηγορώντας αφενός τον ΣΥΡΙΖΑ ότι δημιουργεί «σύμπαν ψεμάτων», αφετέρου το ΠΑΣΟΚ για «θολές θέσεις». Και το τρίτο αφορά την «επένδυση» στα… ελλείμματα των αντιπάλων.