Οι Ηνωμένες Πολιτείες ίσα που τη γλίτωσαν αυτόν τον μήνα, όταν η Τουρκία απέτυχε να δολοφονήσει έναν από τους βασικούς συμμάχους της Ουάσιγκτον στον αγώνα της ενάντια στο Ισλαμικό Κράτος (ISIS).
Η ζημιά έχει γίνει
Αν το τουρκικό μη επανδρωμένο αεροσκάφος είχε χτυπήσει τον στόχο του – τον Μαζλούμ Αμπντί (φωτογραφία αρχείου, επάνω, από το Reuters/Rodi Said), επικεφαλής των Συριακών Δημοκρατικών Δυνάμεων (SDF) – τρία μέλη του αμερικανικού στρατού που τον συνόδευαν πιθανότατα θα είχαν σκοτωθεί μαζί του, πυροδοτώντας μια από τις πιο επικίνδυνες κρίσεις της σύγχρονης εποχής στις σχέσεις Τουρκίας – ΗΠΑ.
Οι Τούρκοι αστόχησαν, ίσως επίτηδες. Αλλά ακόμα κι αν ο στόχος του τούρκου προέδρου Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ήταν να στείλει ένα μήνυμα με εσκεμμένα άστοχα πυρά, η ζημιά έχει γίνει.
Μια τέτοια θρασύτατη επίθεση θα μπορούσε να μετατρέψει τις ήδη τεταμένες σχέσεις ΗΠΑ – Τουρκίας σ’ ένα πλήρες διπλωματικό κουβάρι με ανυπολόγιστες συνέπειες για τον Οργανισμό του Βορειοατλαντικού Συμφώνου.
Δεν είναι η πρώτη φορά που Αμερικανοί βρίσκονται στην εμβέλεια των τουρκικών πυρών. Τον Νοέμβριο του 2022, οι βόμβες των Τούρκων που στόχευαν στρατιωτική βάση των SDF έπεσαν σε απόσταση μόλις 130 μέτρων από τους συστεγαζόμενους Αμερικανούς. Και πάλι, οι στρατιώτες των ΗΠΑ δεν έπαθαν τίποτα.
Δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς την αντίδραση του αμερικανικού Κογκρέσου, αν Αμερικανοί είχαν σκοτωθεί σε οποιαδήποτε επίθεση.
Τα κίνητρα του Ερντογάν
Το Καπιτώλιο ήδη διάκειται δυσμενώς προς την Τουρκία για πολλούς λόγους, όπως ο αυξανόμενος αυταρχισμός της κυβέρνησής της, η συμπεριφορά της στη Συρία και το Αιγαίο, η άσκηση βέτο στην ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ και η αγορά ρωσικών αντιαεροπορικών πυραυλικών συστημάτων S-400 (που θα μπορούσαν να θέσουν σε κίνδυνο τα F-35 του αμερικανικού στρατού).
Το Κογκρέσο καταδίκασε την απροθυμία της κυβέρνησης του Τζο Μπάιντεν ν’ ασκήσει κριτική στην Τουρκία. Οι νεκροί στρατιώτες θα είχαν εξαναγκάσει την κυβέρνηση να το πράξει. Γιατί λοιπόν ο Ερντογάν να συμμετάσχει σ’ έναν τόσο ριψοκίνδυνο ελιγμό;
Η προφανής απάντηση είναι για πολιτικούς λόγους. Ο Ερντογάν είναι υποψήφιος για επανεκλογή τον επόμενο μήνα και ως αυταρχικός λαϊκιστής ηγέτης που έχει μετατρέψει τη χώρα σε δικό του ιδιωτικό φέουδο – οι περισσότεροι κρατικοί και δημόσιοι θεσμοί έχουν στειρωθεί και τεθεί υπό τον έλεγχό του – δεν έχει την πολυτέλεια να χάσει.
Η επίθεση στον Αμπντί και στο αμερικανικό προσωπικό καταδεικνύει πόσο απελπισμένος είναι. Αν τα κατάφερνε, θα το είχε παρουσιάσει ως νίκη και θα το χρησιμοποιούσε για να τον ωθήσει πάνω από τη γραμμή του τερματισμού.
Αντι-κουρδική εμμονή
Ο Ερντογάν υπήρξε σκληρός επικριτής της συνεργασίας της Ουάσιγκτον με τους Κούρδους, τους οποίους κατηγορεί ως τρομοκράτες, στη βόρεια Συρία.
Η Τουρκία έχει ένα σοβαρό εγχώριο κουρδικό πρόβλημα, αντιμετωπίζει μια εξέγερση υπό την καθοδήγηση του PKK, το Εργατικό Κόμμα του Κουρδιστάν, καθώς και την ειρηνική εσωτερική κουρδική πολιτική αντιπολίτευση.
Οι Κούρδοι της Συρίας οφείλουν μεγάλο μέρος της στρατιωτικής τους εκπαίδευσης στο PKK, αλλά δεν υπάρχουν στοιχεία ότι έχουν εμπλακεί σε οποιαδήποτε δραστηριότητα εντός της Τουρκίας ή κατά του τουρκικού καθεστώτος.
Παρόλα αυτά, ο Ερντογάν έστειλε τον στρατό του στη βόρεια Συρία, εκτοπίζοντας και κατέχοντας τμήματα της κουρδικής επικράτειας και πραγματοποίησε μια ανελέητη εκστρατεία με drones εναντίον του συμμάχου της Ουάσιγκτον.
Προς το παρόν, οι ΗΠΑ επέλεξαν σχεδόν να υποβαθμίσουν τις τουρκικές ενέργειες αντί να τις απωθήσουν.
Ωστόσο, μία συνεχής και επίμονη εκστρατεία παραπληροφόρησης της τουρκικής κυβέρνησης έχει πείσει το τουρκικό κοινό ότι αντιμετωπίζει μια επικείμενη απειλή – όχι μόνο από τους Κούρδους αλλά και από τις ΗΠΑ.
«Ενας δύσκολος σύμμαχος»
Ενώ η Τουρκία ειλικρινά φοβάται ότι οι Κούρδοι στη Συρία θα μπορούσαν να καταλήξουν σε μια αυτόνομη περιοχή – σε τελική ανάλυση, η αυτόνομη Περιφερειακή Κυβέρνηση του Κουρδιστάν στο Ιράκ αναδύθηκε μετά την παρέμβαση της Ουάσιγκτον σ’ αυτή τη σύγκρουση – καταστέλλοντας εντούτοις τις κουρδικές απαιτήσεις στο εσωτερικό εξυπηρετεί τα συμφέροντα του Ερντογάν.
Οπως παραδέχτηκε τον περασμένο μήνα ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Αντονι Μπλίνκεν, η Τουρκία έχει αποδειχθεί «ένας δύσκολος σύμμαχος», και αυτό δείχνει η χρονική στιγμή της επικίνδυνης συμπεριφοράς του Ερντογάν.
Ο πρόσφατος καβγάς ακολουθεί δύο γεγονότα που πρόσφεραν στην Τουρκία την ευκαιρία να μειώσει την ένταση.
Το πρώτο ήταν οι δημόσιες εκκλήσεις της Ουάσιγκτον προς την Αγκυρα να μην επέμβει στη Συρία ενόψει των τουρκικών εκλογών της 14ης Μαΐου.
Υψηλόβαθμοι στρατιωτικοί των ΗΠΑ, συμπεριλαμβανομένου του αρχηγού του αμερικανικού Γενικού Επιτελείου των Ενόπλων Δυνάμεων, Μαρκ Μίλεϊ, επισκέφθηκαν τη βόρεια Συρία, στέλνοντας ένα σαφές μήνυμα στην Τουρκία.
Ο δεύτερος ήταν ο καταστροφικός σεισμός της 6ης Φεβρουαρίου που σκότωσε περισσότερους από 50.000 ανθρώπους μόνο στην Τουρκία.
Η τουρκική οικονομία, που έχει ήδη κλονιστεί από τον υψηλό πληθωρισμό και τις δυσκολίες στο ισοζύγιο πληρωμών, χρειάζεται απεγνωσμένα εξωτερική χρηματοδότηση και υποστήριξη για να διαχειριστεί την προσπάθεια ανασυγκρότησης.
Τον αποφεύγει ο Μπάιντεν
Οι ΗΠΑ είναι διατεθειμένες να βοηθήσουν, αλλά δολοφονώντας Αμερικανούς δεν είναι ο τρόπος για να το καταφέρεις.
Η αποτυχημένη επίθεση στον Αμπντί δεν αναιρεί το γεγονός ότι ο Ερντογάν μπορεί να έχει ήδη θέσει σε κίνδυνο την αμερικανική βοήθεια για τους σεισμούς.
Ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν απέφυγε σκόπιμα ν’ αντιμετωπίσει τον Ερντογάν για την επίθεση με το drone. Κρατώντας τον σε απόσταση, ο αμερικανός πρόεδρος επισήμως αρνήθηκε να τον προσκαλέσει στον Λευκό Οίκο, περιορίζοντας τις συζητήσεις τους στο πλαίσιο των διεθνών συνόδων κορυφής.
Σε μια ξεκάθαρη επίπληξη στην τακτική επίδειξης ισχύος του Ερντογάν, η Τουρκία (μαζί με την Ουγγαρία) δεν προσκλήθηκε στην πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής για τη Δημοκρατία στον Λευκό Οίκο. Ωστόσο, ο τούρκος πρόεδρος δεν φαίνεται να πτοείται.
Το Κογκρέσο μπορεί να έχει την τάση να πιέσει τον Μπάιντεν να κρατήσει πιο σκληρή στάση. Ωστόσο, θα ήταν φρόνιμο να περιμένουμε μετά τις εκλογές. Δεν έχει νόημα να δίνουμε στον Ερντογάν πυρομαχικά για να κερδίσει πόντους στο εσωτερικό.
Ενας άπορος σύμμαχος
Ωστόσο, πρέπει να κατανοήσει – ιδιωτικά και με διακριτικό τρόπο δημόσια – ότι πρέπει ν’ αποφύγει τα επικίνδυνα παχνίδια. Για τον σκοπό αυτό, η Ουάσιγκτον θα πρέπει να χαράξει μια συνεκτική πολιτική για την επόμενη ημέρα των εκλογών, ειδικά αν κερδίσει ο Ερντογάν.
Για πάρα πολύ καιρό, η πολιτική των ΗΠΑ έναντι της Τουρκίας του πρόσφερε ικανοποίηση. Αντιμέτωπος με μια οικονομική κρίση στο εσωτερικό, ένας νικητής Ερντογάν θα γίνει γρήγορα ένας άπορος σύμμαχος.
Είναι καλύτερο ν’ αρχίσετε να τον προετοιμάζετε από τώρα για το τι θα χρειαστεί να κάνει προκειμένου να εξασφαλίσει υποστήριξη.
Πηγή: Syndication Bureau (Henri J Barkey) για το Asia Times