Παρά την ισχυρή παρουσία της Ακροδεξιάς, ιδίως στις «εκσυγχρονισμένες» μορφές της, σε διάφορες παραλλαγές διακυβέρνησης από τη δεκαετία του 1990 και μετά, όταν έσπασε το μεταπολεμικό «ταμπού» που απαιτούσε κυβερνήσεις μόνο από κόμματα του «συνταγματικού τόξου», το γεγονός ότι πρωθυπουργός της Ιταλίας είναι μια πολιτικός που όχι μόνο προέρχεται από τον πολιτικό χώρο που διεκδίκησε τη συνέχεια με τον φασισμό αλλά και τον θεωρεί τμήμα της πολιτικής της ταυτότητας, αποτελεί τομή, ακόμη και για τη χώρα που κληροδότησε στο λεξιλόγιο της πολιτικής ανάλυσης τον «μεταμορφισμό» (transformismo), ως περιγραφή των μετατοπίσεων που συμβαίνουν συχνά στην τοποθέτηση αλλά και στον ρόλο των κομμάτων.
Αυτό ακριβώς καθιστά ιδιαίτερα ενδιαφέρον το βιβλίο του βρετανού ιστορικού Ντέιβιντ Μπρόντερ «Moussolini’s Grandchildren. Fascism in Contemporary Italy» (Τα εγγόνια του Μουσολίνι. Ο φασισμός στη σύγχρονη Ιταλία), που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Pluto. Ειδικός στη σύγχρονη ιταλική ιστορία, ο Μπρόντερ επιχειρεί να ψηλαφίσει τις διαφορετικές διαδρομές που ακολούθησαν όσοι διεκδίκησαν στη μεταπολεμική Ιταλία να αποτελέσουν τη συνέχεια του ιστορικού φασιστικού κινήματος, για να εξηγήσει πώς φτάσαμε στη σημερινή συνθήκη όπου τα Αδέλφια της Ιταλίας (Fratelli d’Italia) είναι η κυρίαρχη δύναμη του δεξιού κυβερνητικού συνασπισμού.
Αναζητώντας την ταυτότητα των κληρονόμων του φασισμού ο Μπρόντερ ξεκινά από το πώς επανοικειοποιούνται μια ορισμένη εκδοχή ιταλικού εθνικισμού, που θεωρεί ότι οι Ιταλοί υπήρξαν θύματα επικεντρώνοντας π.χ. όχι στα εγκλήματα του φασισμού, αλλά στις βιαιότητες των γιουγκοσλάβων παρτιζάνων εναντίον των Ιταλών στην περιοχή γύρω από την Τεργέστη, προσπαθώντας να συντηρήσουν μια ιστορία υποτιθέμενης εθνικής θυματοποίησης.
MSI και αντικομμουνισμός
Στη συνέχεια ο Μπρόντερ παρακολουθεί τις διαδρομές που ακολούθησε το βασικό μεταπολεμικό νεοφασιστικό κόμμα, το Ιταλικό Κοινωνικό Κίνημα (MSI), μην παραλείποντας να υπογραμμίσει ότι τα ιστορικά στελέχη του σε μεγάλο βαθμό δεν προέρχονταν απλώς από το φασιστικό κόμμα, αλλά και από τη «Δημοκρατία του Σαλό», δηλαδή το καθεστώς – μαριονέτα της ναζιστικής Γερμανίας που εγκαθιδρύθηκε υπό την ηγεσία του Μουσολίνι, μετά τη γερμανική Κατοχή του βόρειου τμήματος της χώρας. Ο Μπρόντερ καταγράφει πώς το MSI προσπάθησε να κατοχυρώσει τη θέση του στο πολιτικό τοπίο επενδύοντας στον ψυχροπολεμικό αντικομμουνισμό, με αποκορύφωμα τη γραμμή για «αντικομμουνιστικό μέτωπο» στη δεκαετία του 1970, που επικοινωνούσε και με τις πρακτικές των νεοφασιστικών ένοπλων οργανώσεων αλλά και των τμημάτων των υπηρεσιών ασφαλείας που ξεδίπλωναν τη «στρατηγική της έντασης».
Ιδιαίτερη στέκεται ο Μπρόντερ στον τρόπο που στη δεκαετία του 1990, μέσα στην ευρύτερη αναδιάρθρωση του ιταλικού πολιτικού τοπίου, την επαύριον των μεγάλων αποκαλύψεων για την ενδημική διαφθορά των κομμάτων και της αποδιάρθρωσης της Χριστιανοδημοκρατίας, το MSI διεκδίκησε υπό την ηγεσία του Φίνι να κατοχυρωθεί ως κόμμα διακυβέρνησης και ισότιμο τμήμα της ευρύτερης Δεξιάς. Ο Μπρόντερ καταγράφει αναλυτικά τις μετατοπίσεις αυτές, την προσπάθεια να κατοχυρωθεί ότι δεν πρόκειται για απλή συνέχεια του φασιστικού και νεοφασιστικού κινήματος, όπως και τις μεγάλες αντιδράσεις που αυτό προκαλούσε στο εσωτερικό του ρεύματος, ιδίως από όσους επιθυμούσαν πιο σαφή ακροδεξιά τοποθέτηση. Δεν παραλείπει να σημειώσει τον ιδιότυπο ανταγωνισμό με τη Λέγκα ως προς το ακροδεξιό στίγμα, αλλά και την ανάδυση ενός φάσματος από πιο «ακτιβιστικές» και ιδεολογικά πιο σκληρές εκδοχές Ακροδεξιάς, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την Casa Pound.
Το φαινόμενο Μελόνι
Με αυτόν τον τρόπο δείχνει πώς φτάσαμε στο φαινόμενο Μελόνι. Μία πολιτικό που συνέβαλε στον σχηματισμό ενός κόμματος που κατά βάση θεωρούσε ότι το ρεύμα της Εθνικής Συμμαχίας, της μετεξέλιξη του MSI, είχε κινηθεί υπερβολικά προς την Κεντροδεξιά με τη συγχώνευσή του στον μπερλουσκονικό «Λαό της Ελευθερίας», χάνοντας τα δεξιά ταυτοτικά στοιχεία του και που παρά την επιμονή της ότι είναι απλώς άλλη μια δεξιά συντηρητική πολιτικός, έχει δείξει συχνά ότι κάθε άλλο παρά απαρνείται τη νεοφασιστική πολιτική κληρονομιά.
Αυτό είναι ίσως το πιο σημαντικό στοιχείο του βιβλίου του Μπρόντερ: ο τρόπος που παρουσιάζει πώς η Ακροδεξιά διεκδικεί να είναι ο πραγματικός εκπρόσωπος της «κυβερνώσας Δεξιάς». Αυτό αφορά τόσο την αποδοχή ορισμένων «συστημικών» παραμέτρων όπως είναι ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός, ο οικονομικός νεοφιλελευθερισμός και η ατλαντική στράτευση, όσο όμως και την προβολή βασικών στοιχείων της Ακροδεξιάς όπως είναι ο εθνικισμός, ο αντιμεταναστευτικός ρατσισμός και ένας βαθύς κοινωνικός συντηρητισμός.
Η σύγχρονη Ακροδεξιά
Ουσιαστικά, αυτό που δείχνει το παράδειγμα της Ιταλίας είναι πώς σε μια συνθήκη βαθύτερης κρίσης ηγεμονίας, που εκτός όλων των άλλων σημαίνει και κρίση των παραδοσιακών σχηματισμών της Κεντροδεξιάς και της ικανότητάς τους να συγκροτούν σχέσεις εκπροσώπησης, η σύγχρονη Ακροδεξιά διεκδικεί πολιτικό χώρο προτείνοντας μια βαθύτερη ανασημασιοδότηση της ίδιας της έννοιας της Δεξιάς / Κεντροδεξιάς, όπου ο ρατσισμός, ο εθνικισμός που συχνά γίνεται ιστορικός αναθεωρητισμός, ο πολιτιστικός συντηρητισμός και ο αυταρχισμός προτείνονται ως τα στοιχεία που θα προσδώσουν σε μια εποχή αυξημένης επισφάλειας και ανασφάλειας εκείνη την αίσθηση συνεκτικής κοινωνικής ταυτότητας που τόσο ο κλασικός φιλελευθερισμός όσο και οι ιδεολογίες της παγκοσμιοποίησης αδυνατούν να προσφέρουν.
Το παράδειγμα της Γαλλίας
Στη γειτονική Γαλλία ο Εμανουέλ Μακρόν επανεξελέγη με τη μειωμένη νομιμοποίηση του χαμηλού ποσοστού στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών (27%) και την αποτυχία του κόμματός του στις βουλευτικές. Η εξαιρετικά αντιδημοφιλής μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού που επέλεξε να περάσει με ιδιαίτερα αυταρχικό τρόπο απέναντι σε ένα εντυπωσιακό κίνημα, διαμόρφωσε ένα τοπίο όπου οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι εάν γινόταν τώρα ο β’ γύρος των προεδρικών θα κέρδιζε η ακροδεξιά Μαρίν Λεπέν.