Παρά τις προσδοκίες μερίδας αναλυτών, ο S&P, αν και έδωσε το παρόν την άνοιξη, τελικά, η αξιολόγηση δεν έφερε την πολυπόθητη «επενδυτική βαθμίδα» στην χώρα. Αργά το βράδυ της Παρασκευής, ο αμερικανικός οίκος έκλεισε τον κύκλο των αξιολογήσεων της 4ετίας, με μισό θετικό νέο, καθώς, αναβάθμισε, μόνο τις προοπτικές της Ελλάδας.
Χωρίς, λοιπόν, την επενδυτική βαθμίδα, ξεκινά και επίσημα η κούρσα των φετινών εκλογών, οι οποίες διεξάγονται σε κλίμα αβεβαιότητας ως προς τους σχηματισμούς της επόμενης ημέρας.
Ο εν λόγω στόχος, για την απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας, μπαίνει και με τη βούλα, πλέον, ως από τα βασικότερα συστατικά του προεκλογικού αφηγήματος. Κυρίως για το κυβερνών κόμμα, το οποίο έχει προτάξει στην ατζέντα του την προτεραιότητα της σταθερότητας της ελληνικής οικονομίας.
Πιθανότητα μιας δικομματικής κυβέρνησης συνασπισμού
Επομένως, η Ελλάδα θα περιμένει να ολοκληρωθούν οι εκλογές, μέχρι να λάβει το φιρμάνι μιας ενδεχόμενης κίνησης αναβάθμισης του αξιόχρεου από τους οίκους. Τα στοιχήματα των διεθνών οικονομολόγων θεωρούσαν, ούτως ή άλλως, ότι θα ήταν έκπληξη να αποκτήσει η χώρα επενδυτικη βαθμίδα πριν να υπάρξει ξεκάθαρη εικόνα για την επόμενη κυβέρνηση.
Στην χθεσινή έκθεσή του ο οίκος αναφέρεται στην εκλογική περίοδο και σημειώνει χαρακτηριστικά πως «αν και αναγνωρίζουμε την αβεβαιότητα σχετικά με το εκλογικό αποτέλεσμα, υποθέτουμε στις προβλέψεις μας ότι η επόμενη κυβέρνηση θα συνεχίσει να επιδιώκει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και δημοσιονομική εξυγίανση.
Όπως τονίζεται στην έκθεση, ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης προκήρυξε βουλευτικές εκλογές για τις 21 Μαΐου 2023. Η ψηφοφορία θα είναι η πρώτη και η τελευταία που θα διεξαχθεί με την απλή αναλογική και η οποία εφαρμόστηκε από την προηγούμενη κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.
Ωστόσο, τονίζει, όπως δείχνουν οι τρέχουσες δημοσκοπήσεις, η ψηφοφορία αποδειχτεί ασαφής, υπάρχει πιθανότητα δεύτερης εκλογικής διαδικασίας μέχρι τις αρχές Ιουλίου, η οποία θα διεξαχθεί με άλλο εκλογικό νόμο, με μπόνους εδρών. Οι δημοσκοπήσεις, σημειώνει, δείχνουν την πιθανότητα μιας δικομματικής κυβέρνησης συνασπισμού.
Η αξιολόγηση και το σενάριο υποβάθμισης
Ο οίκος αναφέρει ότι αναθεωρήσαμε την προοπτική μας για την Ελλάδα σε θετική από σταθερή και επιβεβαιώσαμε τις αξιολογήσεις στο “BB+/B”». Σύμφωνα με την αξιολόγηση, «οι θετικές προοπτικές αντανακλά την άποψή μας ότι η Ελλάδα θα βασιστεί στο πρόσφατο ισχυρό ιστορικό της όσον αφορά την εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Επιπλέον, η κυβέρνηση έκλεισε το δημοσιονομικό έλλειμμα πιο γρήγορα από ό,τι περιμέναμε, μέσω βελτιώσεων που θεωρούμε γενικά βιώσιμες».
Σημειώνει πως θα μπορούσε να αναβαθμίσει την Ελλάδα εντός των επόμενων 12 μηνών εφόσον διατηρηθεί η δημοσιονομική πειθαρχία έως το 2026. Επίσης, μια αναβάθμιση εξαρτάται και από τη διατήρηση των μεταρρυθμίσεων από την επόμενη κυβέρνηση ενισχύοντας την ανταγωνιστικότητα της χώρας.
Αντίθετα, ο οίκος θα μπορούσε να υποβαθμίσει τις προοπτικές σε σταθερές εάν η εκτέλεση του προϋπολογισμού αποκλίνει σημαντικά από τις τρέχουσες προβλέψεις και επιδεινωθούν οι οικονομικές ανισορροπίες όπως το αυξημένο έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών.
Οι προβλέψεις
Η ελληνική οικονομία, σύμφωνα με τον οίκο, έχει αποδειχθεί ανθεκτική παρά τις δύσκολες εξωτερικές μακροοικονομικές συνθήκες. Η οικονομική δραστηριότητα αυξήθηκε κατά 5,9% σε πραγματικούς όρους το 2022, ξεπερνώντας τα προ πανδημίας επίπεδα, παρά το ενεργειακό σοκ για την Ελλάδα και τους εμπορικούς της εταίρους. Οι επενδύσεις αυξήθηκαν στο 21,4% του ΑΕΠ στο τέλος του 2022, αυξημένες κατά 9 ποσοστιαίες μονάδες από το τέλος του 2019, ενώ οι εξαγωγές ως ποσοστό του ΑΕΠ εκτιμάται ότι αυξήθηκαν κατά 20 ποσοστιαίες μονάδες κατά την τελευταία δεκαετία.
Με τις οικονομικές επιπτώσεις να εξακολουθούν να υφίστανται το 2023, μια σταθερή επενδυτική προοπτική και χωρίς σημάδια άμβλυνσης των αριθμών του τουρισμού, βλέπουμε την οικονομική ανάπτυξη να φτάνει τουλάχιστον στο 2,5% το 2023 και στη συνέχεια να κυμαίνεται κατά μέσο όρο λίγο κάτω από το 3% την περίοδο 2024-2026.
Αν και εξακολουθεί να είναι αρκετά μεγάλο σε ονομαστικούς όρους, το προφίλ του χρέους της ελληνικής κυβέρνησης σε σχέση με τη λήξη και το κόστος των τόκων παραμένει ένα από τα πιο ευνοϊκά παγκοσμίως.
Η υψηλή αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ μείωσε σημαντικά τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ τα τελευταία χρόνια. Το καθαρό χρέος κορυφώθηκε στο 188% του ΑΕΠ το 2020 και εκτιμούμε ότι θα μειωθεί στο 145% του ΑΕΠ μέχρι το τέλος του 2023. Η Ελλάδα ξεχωρίζει μεταξύ των ομοτίμων της ΕΕ ως με την ταχύτερη μείωση του δείκτη χρέους της το 2022. Αναμένουμε περαιτέρω μείωση την περίοδο 2024-2026, σύμφωνα με τη σταθερή οικονομική ανάπτυξη και τη βελτίωση των δημοσιονομικών επιδόσεων.
Από φθινόπωρο τα νεότερα
Μετά από δώδεκα αναβαθμίσεις της Ελλάδας από το 2019, η Ελλάδα βρίσκεται ένα σκαλοπάτι πριν από την επενδυτική βαθμίδα από 3 οίκους. Εφόσον δεν υπάρξουν δυσάρεστες εκπλήξεις η χώρα εκτιμάται ότι θα επιστρέψει στην επενδυτική βαθμίδα εντός του 2023.
Μέχρι το τέλος του έτους υπάρχουν άλλα έξι κρίσιμα «ραντεβού» με τους οίκους αξιολόγησης και οι εκτιμήσεις δείχνουν πιθανή την απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας το 2023. Το πρώτο είναι στις 9 Ιουνίου από την Fitch, τις 4 Αυγούστου, αναμένεται η νέα αξιολόγηση από τη Scope. Ο φθινοπωρινός κύκλος ξεκινά στις 8 Σεπτεμβρίου από την DBRS. Στις 15 Σεπτεμβρίου έχουμε τη δεύτερη αξιολόγηση από τη Moody’s. Στις 20 Οκτωβρίου θα γίνει η δεύτερη αξιολόγηση από τον οίκο Standad & Poor’s. Τέλος, η Ελλάδα θα αξιολογηθεί από τον Fitch στις 2 Δεκεμβρίου.
Η επενδυτική βαθμίδα, σύμφωνα με τους οικονομολόγους, αναμένεται να αποδειχθεί ένα ισχυρό σήμα για τις αγορές, βελτιώνοντας τις προσδοκίες και οδηγώντας στην διεύρυνση της επενδυτικής βάσης και κατ’ επέκταση στην αποκλιμάκωση του κόστους χρηματοδότησης, τόσο του ελληνικού κράτους όσο και των εγχώριων επιχειρήσεων. Οι παράγοντες που λαμβάνουν υπόψη οι οίκοι αξιολόγησης είναι διαρθρωτικοί, μακροοικονομικοί, δημοσιονομικοί και το εξωτερικό ισοζύγιο. Όσο υπάρχουν αβεβαιότητες για το μέλλον της οικονομίας τόσο θα καθυστερεί η απόκτηση της επενδυτικής βαθμίδας.