Οι αδόκητοι θάνατοι ενεργών και δυναμικών προσώπων, οικείων και βαθειά αγαπημένων, μας σοκάρουν. Για τις πρώτες ώρες και ημέρες, μετά τον θάνατό τους, το συναίσθημά μας, η αγάπη μας γι’ αυτά, ζαλισμένη και καθηλωμένη, ψάχνει αδέξια να μετρήσει το ίχνος τους στην ψυχή μας. Όλα μπροστά στην απώλεια φαίνονται μάταια. Είναι οι στιγμές, οι ώρες και οι ημέρες που η αγάπη υποφέρει, αμήχανη και παραμερισμένη μπροστά στο αποτρόπαιο γεγονός του θανάτου. Ευτυχώς, θα βρει σιγά σιγά τον δρόμο της και παρά την βροντώδη απουσία του αγαπημένου προσώπου, θα πολεμήσει με τον πόνο και θα αρχίσει να πρωταγωνιστεί και πάλι.
Η Δέσποινα θα λείψει σε πολλούς ανθρώπους. Θα λείψει πρώτα πρώτα σε όσους την μεγάλωσαν και σε όσους μεγάλωσαν μαζί της. Η μητέρα της Αιμιλία, τα παιδιά της Σωτήρης και Αιμιλία, τα αδέλφια της, Ειρήνη και Πλάτων, Παύλος και Λάρα, Μαρίνα και Βασίλης, τα ανίψια της Αλεξάνδρα και Τατιάνα και αγαπημένη της Μεγκάι θα νιώσουν τη βαθύτατη απουσία της. Πολλοί, πραγματικά παρά πολλοί, είμαστε με τρόπο φυσικό και συναισθηματικό μαζί τους.
Όσο και αν η απώλεια μπλοκάρει τη μνήμη, θα είναι αυτή που θα αρχίσει την φροντίδα του πόνου. Ένα «εν θερμώ» γραμμένο κείμενο (όπως αυτό) κυριαρχείται από την αγωνία να μην ξεχαστεί η εντύπωση που έδινε ο αγαπημένος μας που χάθηκε -η αγαπημένη μας, η Δέσποινά μας, στην προκείμενη περίπτωση.
Κυρίαρχη η εικόνα της στην σκέψη μας διαρκώς, μαζί με τα μάτια της, με τη ματιά της, με το βλέμμα της. Η νευρώδης σιλουέτα της, η λυγερή της κίνηση, ένα σχήμα εφηβικό-γυναικείο με λεπτό λαιμό και κυρίαρχη πλαστικότητα αφορούσε την εικόνα της. Εικόνα που ταίριαζε με τη στάση της απέναντι στα πράγματα. Στάση πλαστική, απαιτητική αλλά και συνάμα προσαρμοστική, προκειμένου να κινηθεί η εξέλιξη. Ταίριαζε η εικόνα της, με την λιτότητα των λύσεων που αναζητούσε στα εμπόδια και στα προβλήματα και με την τρυφερότητα που έδειχνε σε ότι αγαπούσε. Έφτιαχνε με το «τίποτα» ένα γοητευτικό και φιλόξενο τοπίο γύρω της, ένα μικρό σύμπαν οικείο της ψυχής της πρώτα πρώτα και μετά σε αυτό το σύμπαν, σε αυτό τον κόσμο, σε αυτό το τραπέζι, υποδεχόταν σε συγγενείς, φίλους αγαπημένους, νέα πρόσωπα στις παρέες. Με λεπτές έως και εικονικά εύθραυστες κινήσεις, διαμόρφωνε ένα νέο νόημα σε κάθε συνάντηση. Διόρθωνε τρυφερά ακόμα και ότι δεν χρειαζόταν βελτίωση. Έχουμε και θα έχουμε απεριόριστες, βαθύτατες και σημαδιακές εικόνες από εκείνη.
Το ερωτικό καμάρι του Ανδρεα για εκείνη, το χαρούμενο βλέμμα του που την τύλιγε και η δική της ανταπόκριση, συχνά ντροπαλή και μαζί βαθύτατη, ερχόμενη απο έναν έρωτα γλυκό και παιχνιδιάρη. Η αγκαλιά της για τον Σωτήρη και την Αιμιλία, η μητρική φροντίδα, δοσμένη πάντοτε ισόρροπα στο άμεσο και στο έμμεσο. Η ανταπόδοση του Σωτήρη προς της μάνα του, μιας αγάπης σαφώς συνεργατικής με κυρίαρχα τα στοιχεία της μεγάλης χαράς για την σχέση τους. Η φροντίδα για την μικρή Αιμιλία και η θαρραλέα δυναμική της Δέσποινας για δομήσει για την κόρης τους, μια ζωή ασφαλή με αμέριστη φροντίδα και τρυφερότητα, γεγονός που αποτυπωνόταν στην σχέση μητέρας και κόρης.
Τα βλέμματα μεταξύ της Δέσποινας και του πατέρα της Μαρίνου Γερουλάνου, ο σεβασμός και η σκέψη της στις συζητήσεις με την μητέρα της Αιμιλία Καλλιγά-Γερουλανου, η απόλυτη αγάπη και η ψυχική σύνδεση με την Ειρήνη, σε βαθμό που η αμεσότητα αυτή, ξάφνιαζε όσους ήταν δίπλα τους. Ήταν δεδομένη και άμεση αυτή η τρυφερή συνεννόηση, συχνά και χωρίς να ανταλλάξουν βλέμμα μεταξύ τους. Η αγάπη και το καμάρι της για τον Παύλο και την Μαρίνα που ως η μεγάλη αδελφή είχε τον ρόλο και την εικόνα των βημάτων τους.
Μαζί με την οικογένεια ερχόταν αυτό το σύμπαν της Δέσποινας με στιγμές προσωπικές, στιγμές δημόσιες, στιγμές επαγγελματικές, από τα ατελείωτα ζητήματα που ασχολήθηκε, υποστήριξε και αγάπησε.
Η Δέσποινα μαγειρεύοντας, δοκιμάζοντας και σκεπτόμενη την εξέλιξη και βελτίωση της γεύσης, η Δέσποινα τραγουδώντας με την Ειρήνη και τον Ανδρέα, η Δέσποινα συζητώντας πολιτικά, η μαγεία της μπροστά στην τέχνη του καλλιτέχνη και του τεχνίτη, η Δέσποινα φορώντας τα κοσμήματα του Αντώνη Μπενάκη και των γιαγιάδων της, η Δέσποινα δίπλα στον Διονύση Φωτόπουλο, δίπλα στον Γιώργο Κοτανίδη,στον Κώστα Γώγο, οι διηγήσεις για τον Χορν και τον Πάμπλο, η Β´ Πανελλαδική του Ρήγα Φεραίου, το Πάσχα και το καλοκαίρι στο σπίτι και η αυλή στην Αίγινα, το πάρτυ της εκεί το 2008, η αγαπημένη παρέα της απο τα χρόνια των σπουδών της στην Θεσσαλονίκη, δεσμοί αγαπης αδιάκοποι και βαθιά ουσιαστικοί.
Η αναφορά δεν έχει τέλος και όσο προστίθενται εικόνες της Δέσποινας, η γλυκά θα αυξάνεται και η πίκρα μαζί της. Πώς γινόταν όλα αυτά όμως; Πώς γινόταν, λίγο μαγικά να λειτουργεί ως ένα αφανής πόλος έλξης και πλούσιας σύνθεσης; Πώς έκανε τους ανθρώπους φίλους μεταξύ τους; Πώς όλα αυτά ήταν κανονικά και καθόλου κοσμικά;
Βοηθάει για την αντίληψη της επιτυχίας της και της γλυκιάς απήχησης η απαρίθμηση μερικών αρετών της, της ομορφιάς της, της ζωντάνιας της, του γέλιου της, της αίσθηση του χιούμορ που διηγόταν ανέκδοτα και δεν τα τελείωνε εύκολα από τα γέλια που την έπιαναν. Η ευγένεια που ήταν εντελώς μέσα της. Όλα αυτά και κάτι ακόμη πολύ σπουδαίο που έμαθε από την οικογένεια της και που χαρακτηρίζει το έργο τους, το Μουσείο Μπενάκη. Ένα έργο της οικογένειας Μπενάκη και στην συνέχεια της οικογένειας Γερουλάνου. Ένα έργο που συνέδραμε βαθιά και ουσιαστικά και ο Άγγελος Δεληβοριάς ως διευθυντής του για περισσότερο από τριάντα χρόνια.
Είναι η μεγάλη διάκριση μεταξύ του «σκέτου» παρελθόντος και της λόγιας και λειτουργικής παράδοσης. Είναι η μεγάλη διάκριση μεταξύ της ουσίας που αφήνει πίσω του το παρελθόν και των ανούσιων στοιχείων που του δίνονται εκ των υστέρων.
Κτήμα της οικογένειας και του Μουσειου η επιλογή του τι αντέχει στο κάθε σήμερα. Κτήμα είναι η ουσία των συλλογών και της διαχείρισης τους έτσι ώστε ένα Μουσείο να ξεχωρίζει από την ευαίσθητη και αναγκαστικά επιλεκτική ανάδειξη των στοιχείων – σταθμών του παρελθόντος. Ένα Μουσείο που συγχωνεύει τα ξεχωριστά των περασμένων αιώνων και ετών και τα αναδομεί με την ευαισθησία του σήμερα.
Αυτό ήταν και η Δέσποινα στην μέθοδο και στην μεθοδικότητα που εφάρμοσε εδώ και δεκαετίες, από τότε που ανέλαβε σε δύσκολες για εκείνην ώρες, την αναδημιουργία των πωλητήριων του Μουσείου Μπενάκη, ένα από τα μεγάλα της έργα. Δεν έδρασε ως απόγονος μεγάλων οικογενειών, έδρασε συγχωνεύοντας και συνδυάζοντας την προσφορά στο δημόσιο σύνολο που χαρακτήριζε πάντοτε την δοτικότητα της οικογένειας της, με την δημιουργία ενός νέου και δυναμικού label που θα τιμούσε το Μουσείο Μπενάκη μαζί με την Ελλάδα την ίδια.
Ένας πατριωτισμός καλού γούστου και σεβασμού σε ό,τι θετικό μας έφερε έως εδώ και σε ό,τι θετικό μπορεί να στηρίξει την χώρα αυτή στο μέλλον. Απευθύνθηκε σε νέους στην αγορά και στο επάγγελμα καλλιτέχνες και τεχνίτες, έδωσε την δυνατότητα μεγάλων παραγγελιών και επέτρεψε σε ανθρώπους να ξεδιπλώσουν το ταλέντο τους και την επαγγελματική τους συνέπεια και εξέλιξη. Αποτέλεσε κριτήριο η δουλειά της Δέσποινα για τα ελληνικά αλλά και τα διεθνή πωλητήρια Μουσείων.
Η σκέψη της και η πρακτικότητα της αναπτύχθηκε και στις διαδικασίες για την Ελευσίνα ως Πολιτιστική πρωτεύουσα. Και εκεί με εξαιρετικούς συνεργάτες «δάμασαν» δυσκολίες αμέτρητες και μεγάλες για να φτάσει στην βραδιά των εγκαινίων κουρασμένη και βαθύτατα υπερήφανη και την επίτευξη του τιτανίου σκοπού που είχε αναλάβει.
Πολλά και πολλοί που αγαπούσε η Δεσποινα έμειναν έξω απο τον πρώτο αυτόν πικρό αποχαιρετισμό. Δεν υπήρχε πρόθεση αδικίας προφανώς.
Σίγουρα εκείνη, θα έβρισκε το κείμενο πολύ υπερβολικό για τα όσα θετικά αναφέρονται και θα φώναζε.
Όπως και ναναι, η πνοή της, μας συντροφεύει και στην αναζητηση της ξανθιάς τούφας της, που κουνούσε η αναπνοή της στο μέτωπο της.
Ας αναζητήσουμε την ίδια ξανθιά τούφα της Ειρηνης, της Μαρίνας, του Σωτήρη και της Φένιας