Με αφετηρία μια ομάδα προϊστορικών εξαρτημάτων από αργαλειούς, «Τα ρούχα» είναι μια περφόρμανς θεάτρου / αρχαιολογίας για το ένδυμα και τη διαχρονική του παρουσία, που παρουσιάζεται σε διαφορετικούς χώρους του Μουσείου Μπενάκη.
Το έργο, σε σκηνοθεσία – σύλληψη Ευθύμη Θέου, αντλεί τα υλικά του από αρχαιολογικά ευρήματα γύρω από την υφαντική και το ένδυμα, προερχόμενα από την αρχαιολογική θέση Κοίμηση στη Θηρασιά, απέναντι από τη Σαντορίνη. Πρόκειται για έναν οικισμό της 3ης και πρώιμης 2ης χιλιετίας π.Χ., μέρος του οποίου κατακρημνίστηκε κατά τη μινωική ηφαιστειακή έκρηξη. Ο σκηνοθέτης των «Ρούχων» εξηγεί τη σύλληψη της παράστασης.
Πώς συνδυάζετε την αρχαιολογική ανασκαφή με την περφόρμανς;
Η συνάντηση των δύο πεδίων ήρθε κάπως από μόνη της, μέσα από τις σπουδές μου στο θέατρο και την αρχαιολογία. Δουλεύοντας σ’ αυτά τα δύο αντικείμενα, είδα πόσο κοντά είναι ως πρακτικές: στην αρχαιολογία, όπως και στο θέατρο, αυτό που κάνουμε στην πραγματικότητα είναι να δημιουργούμε αφηγήσεις μέσα από μια συγκεκριμένη διαδικασία, αγγίζοντας θέματα όπως το σώμα, ο τόπος, η μνήμη…
Ξεκίνησα λοιπόν, πριν από περίπου δέκα χρόνια, μια σειρά από έργα, στα οποία, πρακτικά, πηγαίνω σε μια ενεργή ανασκαφή, εντάσσομαι ως μέλος της ομάδας, σκάβω μαζί τους, συμμετέχω στην ανθρωπολογική έρευνα και αυτό που προκύπτει στο τέλος δεν είναι ένα ακαδημαϊκό άρθρο, όπως συνήθως, αλλά μια περφόρμανς.
Με αρχικό στόχο να φέρει σε επαφή την τοπική κοινότητα και το γενικό κοινό με την αρχαιολογική θέση και τη δουλειά των αρχαιολόγων, αλλά και να εξετάσει πώς μπορούν αρχαιολογικά εργαλεία (η ανασκαφή, η μελέτη των ευρημάτων κ.λπ.) να χρησιμοποιηθούν στη δημιουργία μιας site – specific παράστασης.
Χρησιμοποιείτε ευρήματα γύρω από το ένδυμα;
Στις παραστάσεις αυτές επικεντρωνόμαστε πάντα σε μια συγκεκριμένη θεματική, μια συγκεκριμένη πτυχή του αρχαιολογικού χώρου τον οποίο προσπαθούμε να προσεγγίσουμε. Εδώ βουτήξαμε στον κόσμο των ρούχων, που είναι πλούσιος σε υλικά εξαιρετικά γοητευτικά.
Τα ρούχα είναι πολύ «εύγλωττα», αποκαλύπτουν πολλά και αναπάντεχα για τους ανθρώπους που τα φοράνε. Μιλάνε για την καθημερινή ζωή, την αισθητική, τις σχέσεις εξουσίας, τη δημιουργικότητα και τη φθορά… Τα ρούχα λοιπόν ήταν κι ο λόγος που βρεθήκαμε στο μικρό νησί της Θηρασιάς απέναντι από τη Σαντορίνη. Εκεί σκάβεται τα τελευταία χρόνια στη θέση Κοίμηση ένας οικισμός της 3ης και πρώιμης 2ης χιλιετίας π.Χ., μέρος του οποίου γκρεμίστηκε στη θάλασσα κατά τη μεγάλη μινωική έκρηξη του ηφαιστείου. Μία από τις υπεύθυνες αρχαιολόγους της ανασκαφής είναι η Ιρις Τζαχίλη, καθηγήτριά μου στο Πανεπιστήμιο και ειδική στα αρχαία υφάσματα.
Το έργο λοιπόν είναι βασισμένο σε ευρήματα αυτής της ανασκαφής – ειδικά σε μερικά σφοντύλια για γνέσιμο που βρέθηκαν εκεί -, σε απεικονίσεις προϊστορικών ενδυμάτων – όπως αυτές από τον οικισμό στο Ακρωτήρι, απέναντι από τη Θηρασιά -, αλλά στον ίδιο βαθμό και σε μια σειρά από συνεντεύξεις που πήραμε κατά τη διάρκεια της έρευνας.
Πώς διαμόρφωσαν την ιδέα των «Ρούχων» οι κάτοικοι της Θηρασιάς;
Κυρίως μέσα από τις αφηγήσεις τους που συλλέξαμε στο νησί με μια σειρά συνεντεύξεων. Αποσπάσματά τους εντάχθηκαν αυτούσια στην παράσταση, σε ένα ηλεκτρονικό ηχητικό περιβάλλον που δημιουργεί μια synth pop σύνθεση «επί σκηνής».
Οι συναντήσεις αυτές με τους κατοίκους της Θηρασιάς χάρισαν στο έργο μια όψη της σημερινής εμπειρίας των ρούχων που είναι πολύ σημαντική για μας. Στις παραστάσεις αυτές προσπαθούμε να βλέπουμε τους αρχαιολογικούς χώρους μέσα στην «πολυχρονικότητά» τους. Να μη μένουμε δηλαδή απλά στο αρχαιολογικό παρελθόν, όπως συμβαίνει συνήθως, αλλά να βουτάμε σε όλες τις περιόδους της «βιογραφίας» τους: από τον πολύ μακρινό γεωλογικό χρόνο ως το παρόν της τοπικής πραγματικότητας και της ίδιας της ανασκαφής.
Κάτι τέτοιο έφερε και μια άλλη «συνάντηση», αυτή με τη μητέρα μου που είναι μοδίστρα και της οποίας οι συνεντεύξεις αποτελούν ένα σημαντικό κομμάτι της παράστασης. Αυτή ήταν άλλωστε και η προσωπική μου αφορμή για να ξεκινήσω το έργο: να βουτήξω στον κόσμο της μητέρας μου, όπως τον γνώρισα μέσα στα μοδιστράδικα, με τις ραπτομηχανές, τα υφάσματα, τις πρόβες, τις καρφίτσες, και να βρω έτσι και μια άλλη δίοδο επικοινωνίας μαζί της.
Αλλάζει ο χαρακτήρας της περφόρμανς στο πλαίσιο παρουσίασής της εντός του μουσείου; Γίνεται διάλογος με τα εκθέματα των συλλογών του Μπενάκη;
Ναι, γιατί η μεταφορά ενός έργου που φτιάχτηκε για μια συγκεκριμένη ανασκαφή σε ένα άλλο περιβάλλον δεν είναι ακριβώς αυτονόητη. Προσπαθούμε πάντα να διατηρείται, όσο είναι δυνατόν, αυτή η οργανική σχέση της παράστασης με τον χώρο.
Ετσι, για την παρουσίαση στην Αθήνα επιλέξαμε να κάνουμε μια «περιδιάβαση» σε διαφορετικούς χώρους του Μουσείου Μπενάκη που συνδέονται με το ρούχο και στους οποίους κάθε φορά θα συναντάμε «επί σκηνής» και μια ειδικό του ενδύματος που θα μεταφέρει τη δική της εμπειρία: στην Πειραιώς 138 θα είμαστε μαζί με την αρχαιολόγο Ιριδα Τζαχίλη, ειδική στα προϊστορικά υφάσματα· στο Μουσείο Ελληνικού Πολιτισμού θα συναντηθούμε ανάμεσα στα εκθέματα της ενδυματολογικής συλλογής με την επιμελήτριά της Ξένια Πολίτου· και στη Νηματουργία Μέντης – Αντωνόπουλος θα είμαστε μαζί με την εθνολόγο Βιργινία Ματσέλη, που είναι υπεύθυνη του χώρου σήμερα. Αυτές οι «συναντήσεις» και τα διαφορετικά κάθε φορά περιβάλλοντα είναι για μας, ίσως, το πιο συναρπαστικό κομμάτι των παραστάσεων, γιατί φέρνουν πάντα κάτι καινούργιο και αστάθμητο που μεταμορφώνει και εξελίσσει και το ίδιο το έργο.