Οκτώ χρόνια μετά την έκρηξη της προσφυγικής κρίσης που άλλαξε τις ισορροπίες στη χώρα, οι μεταναστευτικές ροές συνεχίζονται, αν και οι αριθμοί δεν έχουν καμία σχέση με αυτούς που κατάγραφονταν τότε.
Αυτό όμως που παρέμεινε ίδιο είναι η αλληλεγγύη που συνεχίζουν και δείχνουν οι άνθρωποι ιδίως στις περιοχές πρώτης υποδοχής. Καλοκαίρι του 2015: τρεις γιαγιάδες, η Αιμιλία, η Μαρίτσα και η Ευστρατία, καθισμένες σε παγκάκι στο μικρό λιμανάκι της Σκάλας στη Λέσβο ταΐζουν ένα βρέφος μιας γυναίκας από τη Συρία που λίγες ώρες πριν είχε αποβιβαστεί μαζί με δεκάδες άλλους πρόσφυγες στις ακτές του νησιού.
Οι τρεις γιαγιάδες, οι οποίες έχουν φύγει από τη ζωή, καθώς και πολλοί άλλοι, στάθηκαν δίπλα στους πρόσφυγες και τους μετανάστες, οι οποίοι έφταναν στις ελληνικές ακτές ή συνωστίζονταν στα βόρεια σύνορα, με κίνδυνο τη ζωή τους, περιμένοντας να περάσουν στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Οπως έκανε και ο παπα-Στρατής, ο «Καλός Σαμαρείτης» από τη Λέσβο, όπως τον είχε χαρακτηρίσει η Υπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες. Μέσα από το έργο του στη ΜΚΟ «Αγκαλιά», την οποία είχε ιδρύσει με άλλους τρεις κατοίκους του νησιού, έβαζε πάνω απ’ όλα τον άνθρωπο, ανεξαρτήτως φυλής, χρώματος ή θρησκείας. Η μοίρα ήθελε να «φύγει» την ίδια μέρα που ο 3χρονος Αϊλάν από τη Συρία ξεβράστηκε σε ακτή της Τουρκίας.
Θάνος Μαρμαρινός
«Αντί για μεροκάματο, βγαίναμε για να βοηθήσουμε»
Στη μεγάλη αυτή λίστα των… μικρών, καθημερινών ηρώων είναι και το όνομα του ψαρά Θάνου Μαρμαρινού. Στα 68 του χρόνια σήμερα και όντας πλέον συνταξιούχος θυμάται τις δύσκολες εκείνες ημέρες, όταν το καΐκι του, ο «Αϊ-Νικόλας», μπαινόβγαινε μεσοπέλαγα για να τραβήξει τα υπερφορτωμένα με κόσμο φουσκωτά, που έμπαζαν νερό.
Σήμερα κάνοντας τον απολογισμό εκείνης της προσπάθειας δηλώνει στα «ΝΕΑ» πως ενήργησε έχοντας τη συνείδησή του καθαρή, «κι αν ξανασυμβεί πάλι το ίδιο θα έκανα». Σε διάστημα πέντε μηνών το 2015 κατάφερε να βγάλει προς την ακτή 75 βάρκες, η καθεμία από τις οποίες «κουβαλούσε» τουλάχιστον 60 πρόσφυγες και μετανάστες.
«Τον πρώτο καιρό ήμασταν στις βάρκες μας και βγαίναμε για το μεροκάματο. Οσο ήμασταν στη θάλασσα βλέπαμε τα σκάφη να μένουν ακυβέρνητα μεσοπέλαγα, αφήναμε τη δουλειά και τρέχαμε να βοηθήσουμε. Μόνο που μας έβλεπαν να πλησιάζουμε, έβλεπες την ανακούφιση στα πρόσωπά τους.
Το τηλέφωνό μου δεν σταματούσε να χτυπά, ακόμα και μετά τα μεσάνυχτα έπαιρνα το καΐκι και έμπαινα στη θάλασσα. Αντί για μεροκάματο, βγαίναμε για να βοηθήσουμε» προσθέτει ο Θάνος Μαρμαρινός, ο οποίος διευκρινίζει πως για τους ψαράδες της Λέσβου η βοήθεια προς πρόσφυγες και μετανάστες που έφταναν στο νησί είχε ξεκινήσει πολύ πριν ζήσει η χώρα τη μεγάλη προσφυγική κρίση. «Ανθρωποι βρεγμένοι, γυναίκες γεννούσαν μόλις έφταναν στις ακτές, βρέφη και μικρά παιδιά τυλιγμένα με σακούλες για να μην κρυώνουν, φαίνονταν μόνο τα μάτια και οι μυτούλες τους. Αυτή ήταν η κατάσταση τότε».
Παναγιώτα Βασιλειάδου
«Αν χρειαζόταν πάλι θα άνοιγα το σπίτι μου σε όποιον θα είχε ανάγκη»
Λίγους μήνες μετά τις μεγάλες προσφυγικές ροές προς τα ελληνικά νησιά, στα βόρεια σύνορα της χώρας δημιουργήθηκε ο μεγαλύτερος – άτυπος – καταυλισμός της Ευρώπης με περισσότερους από 15.000 πρόσφυγες και μετανάστες, οι οποίοι έψαχναν την ευκαιρία να φύγουν για τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ωστόσο, η πΓΔΜ είχε κλείσει τα σύνορά της. Οι εικόνες από την Ειδομένη το 2016 «ταξίδεψαν» παντού, όπως και η ιστορία της «γιαγιάς της Ειδομένης», της 82χρονης τότε Παναγιώτας Βασιλειάδου. Μάλιστα, η αλληλεγγύη που επέδειξε απέναντι στους πρόσφυγες του καταυλισμού έγινε θέμα ακόμα και στο BBC.
«Το σπίτι μας είναι δίπλα στα χωράφια. Μια μέρα είδα μια νεαρή κοπέλα να μαζεύει ραδίκια. Με ρώτησε εάν μπορούσε να τα πλύνει στην αυλή μας. Φυσικά και την άφησα. Μετά από λίγες ημέρες έβρεχε τόσο πολύ που δεν μπορούσες να σταθείς. Ξαφνικά κι ενώ ήμουν με τα παιδιά μου στο σπίτι, δύο άτομα βρίσκονταν έξω από την πόρτα του σπιτιού και με φώναζαν. Ηταν η ίδια κοπέλα μαζί με ένα νεαρό αγόρι. Ηταν μούσκεμα και ήθελαν να κάνουν μπάνιο. Δεν είχαν μαζί τους ούτε ρούχα για να αλλάξουν κι επειδή ο καιρός ήταν κακός τούς έστρωσα να κοιμηθούν» θυμάται μιλώντας στα «ΝΕΑ» η 89χρονη πια Παναγιώτα Βασιλειάδου.
«Είμαστε όλοι άνθρωποι»
Τις επόμενες ημέρες ήρθαν κι άλλοι και όπως λέει συνολικά πέντε παιδιά – δύο κορίτσια και τρία αγόρια ηλικίας από 20 έως 30 ετών – φιλοξένησε για περίπου τρεις μήνες στο σπίτι της. Μάλιστα, κάποια από τα ονόματα των προσφύγων ήταν για την ηλικιωμένη γυναίκα δύσκολα, όπως της μιας νεαρής, γι’ αυτό και τη… βάφτισε «Μαρία». «Μαγείρευαν στο σπίτι, τρώγαμε μαζί κι ό,τι περίσσευε το έβαζαν σε τάπερ και το πήγαιναν στον καταυλισμό. Τα είχα σαν δικά μου παιδιά. Είμαστε όλοι άνθρωποι, τι κι αν δεν τους ξέρουμε, τι κι αν είναι από άλλη φυλή».
Καθημερινά στην αυλή της η Παναγιώτα Βασιλειάδου φρόντιζε 20-25 άτομα, οικογένειες με παιδιά πήγαιναν για να λουστούν, άλλοι για να φάνε. Ο θερμοσίφωνας, θυμάται, δεν έκλεινε καθόλου. «Χαλάλι τους κι αν χρειαζόταν πάλι θα άνοιγα το σπίτι μου σε όποιον θα είχε ανάγκη. Αλλωστε κι εγώ έχω περάσει τη δυστυχία που ζούσαν αυτοί οι άνθρωποι. Το 1943 το σπίτι μας ισοπεδώθηκε, το χωριό μου κάηκε στον πόλεμο». Για τα τέσσερα παιδιά η Παναγιώτα Βασιλειάδου ξέρει πως βρίσκονται στη Γερμανία, δεν έχει όμως κανένα νέο για τη «Μαρία» της. «Είχα ζητήσει από τους αστυνομικούς να μείνει μαζί μου, γιατί δεν είχε κανέναν στον κόσμο, αλλά δεν με άφησαν».
Μιχάλης Πρωτοψάλτης
«Στις κρίσιμες στιγμές το σίγουρο είναι ότι δεν κοιτάς χρώμα, θρησκεία ή εθνικότητα»
Ξημερώματα Πέμπτης 6 Οκτωβρίου 2022 και το νησί βρίσκεται στο πόδι για να βοηθήσει 95 μετανάστες, οι οποίοι επέβαιναν σε ιστιοφόρο σκάφος, το οποίο συγκρούστηκε στα βράχια στη θαλάσσια περιοχή Διακόφτι Κυθήρων. Μεταξύ των κατοίκων που έτρεξαν να συνδράμουν στη διάσωση των ναυαγών ήταν και ο 67χρονος Μιχάλης Πρωτοψάλτης, ο οποίος κατάφερε να σώσει 80 αφγανούς μετανάστες.
Με το γερανοφόρο όχημά του ο Μιχάλης Πρωτοψάλτης έφτασε στην άκρη του γκρεμού. Από κάτω τα μεγάλα κύματα πετούσαν τους ανθρώπους πάνω στα βράχια ενώ όσοι κρατούσαν λίγες δυνάμεις προσπαθούσαν να πιαστούν απ’ οπουδήποτε. Τότε διασώστες και απλοί κάτοικοι που βρίσκονταν στο σημείο της τραγωδίας αποφάσισαν με συντονισμένες ενέργειες να δέσουν από τον γερανό έναν σάκο, ο οποίος χρησιμοποιείται κανονικά για οικοδομικά υλικά, και με μακριούς ιμάντες τον κατέβαζαν κάτω. Κάθε φορά έμπαινε μέσα στον σάκο ένας ή δύο ναυαγοί, τους οποίους τραβούσαν πάνω στην επιφάνεια.
«Οι τραγικές εκείνες ώρες δύσκολα ξεχνιούνται», λέει στα «ΝΕΑ» ο Μιχάλης Πρωτοψάλτης, ο οποίος μόλις την περασμένη Πέμπτη βραβεύθηκε για την πράξη του εκείνο το βράδυ στη Λιουμπλιάνα της Σλοβενίας, στο πλαίσιο του συνεδρίου του Πανευρωπαϊκού Συνδέσμου Αριθμού Εκτακτης Ανάγκης 112. Αυτή βέβαια δεν είναι η πρώτη φορά που τιμάται ο 67χρονος για τις ενέργειές του. Λίγες μόνο ώρες μετά το τραγικό ναυάγιο, ο Μιχάλης Πρωτοψάλτης δέχθηκε τηλεφώνημα από τον έλληνα Πρωθυπουργό ενώ τιμήθηκε και από το υπουργείο Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής. Μάλιστα, η ιστορία του κατοίκου των Κυθήρων έγινε αφιέρωμα στην «Guardian».
Δύσκολο σημείο
Οπως τονίζει ο Μιχάλης Πρωτοψάλτης, εάν και ριψοκίνδυνο αυτό που έκαναν εκείνο το βράδυ του Οκτώβρη, ήταν το μόνο που έφερε αποτέλεσμα. «Και να είστε βέβαιοι πως εάν δεν επεμβαίναμε αμέσως, δεν θα γλίτωνε κανείς. Οταν προσέγγιζες το σημείο δεν μπορούσε παρά να σε πιάσει ανατριχίλα. Δεκάδες άνθρωποι εγκλωβισμένοι σε ένα φαράγγι, με τα μεγάλα κύματα να χτυπούν τον κόσμο στα απόκρημνα βράχια. Μπροστά στα μάτια μου είδα μια γυναίκα να χάνεται στη θάλασσα και άλλους να πέφτουν από τον γκρεμό και να πνίγονται. Εάν το ναυάγιο γινόταν λίγα μέτρα πιο μακριά, θα είχαν σωθεί περισσότεροι άνθρωποι».
Ο ίδιος δεν δέχεται τον χαρακτηρισμό «ήρωας», άλλωστε εκείνη τη νύχτα, όπως υπογραμμίζει, όλο το νησί – Αρχές και κάτοικοι – έσπευσε να σώσει τους ναυαγούς, με όποιον τρόπο μπορούσε ο καθένας. «Στις κρίσιμες στιγμές το σίγουρο είναι ότι δεν κοιτάς χρώμα, θρησκεία ή εθνικότητα. Εχεις μπροστά σου ανθρώπους σε ανάγκη κι αυτούς πας να βοηθήσεις. Το ίδιο θα έκανα και σήμερα, όπως και οι συμπολίτες μου, εάν άνθρωποι βρίσκονταν πάλι σε κίνδυνο. Κι αυτό είναι απόδειξη ότι στην Ελλάδα τρέχουμε να βοηθήσουμε τους ανθρώπους αυτούς, οι οποίοι μπαίνουν σε μια βάρκα και θαλασσοπνίγονται, θέλοντας να φτάσουν σε μια νέα πατρίδα, κάπου όπου θα ζήσουν καλύτερα», καταλήγει.