Ένα από τα χειρότερα λάθη που κάνουν τα κόμματα, ιδίως όταν ξεδιπλώνονται προεκλογικές εκστρατείες, είναι να πιστέψουν την ίδια τους τη ρητορική.
Αυτό είναι κάτι που βλέπουμε και τώρα.
Και δεν μιλάω προφανώς μόνο για την κυβέρνηση που όπως είναι αναμενόμενο αναγκαστικά θα πάει στις εκλογές υπερασπιζόμενη το έργο της και λίγο πολύ λέγοντας ότι η τωρινή κατάσταση είναι αυτή που πρέπει να συνεχιστεί.
Ακόμη και η αντιπολίτευση, που υποτίθεται ότι θέλει να αλλάξει τα πράγματα, ιδίως εκείνο το τμήμα της που διεκδικεί να είναι δύναμη διακυβέρνησης και όχι απλώς αντιπολίτευση, δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ, επί της ουσίας δεν έχει παρουσιάσει ένα πρόγραμμα αλλαγής.
Μπορεί να αρθρώνει τα «παράπονα» της κοινωνίας ή τις διαμαρτυρίες, αλλά όχι τον δρόμο – και τους τρόπους – για να πάμε σε μια διαφορετική κατάσταση.
Ουσιαστικά, δεν υπόσχεται κάτι διαφορετικό από το υπάρχον με κάποιες βελτιώσεις.
Και μην βιαστείτε να πείτε ότι αυτό είναι «ρεαλισμός» και μια προσπάθεια να δείξουν ότι θέλουν να αποφύγουν «περιπέτειες», γιατί δεν προσφέρουν ελπίδα ούτε μιας ρεαλιστικής αλλαγής.
Απλώς υπολογίζουν ότι η δυσαρέσκεια είναι τόση που θα τους προτιμήσουν οι ψηφοφόροι για να απαλλαγούν από την κυβέρνηση.
Εκλογικά αυτό μπορεί να αποδώσει.
Σε όλη την Ευρώπη βλέπουμε κυβερνητικές εναλλαγές όχι επειδή έπεισαν οι επόμενοι, αλλά επειδή οι ψηφοφόροι ήθελαν να απαλλαγούν από τους προηγούμενους.
Όμως, αυτό οδηγεί και σε προγραμματική αφωνία και σε στρατηγική αμηχανία και σε κυβερνήσεις χωρίς πραγματική πυξίδα, που καταλήγουν να κάνουν τα ίδια με τις προηγούμενες.
Αυτή η απουσία πραγματικών οραμάτων και πολιτικών σχεδίων εξελίσσεται σε μία από τις μεγάλες πληγές των σύγχρονων δημοκρατιών.
Και για να είμαι σαφής, η ευθύνη δεν επιμερίζεται με τον ίδιο τρόπο σε όλο το πολιτικό φάσμα.
Τα κόμματα της κεντροδεξιάς από τη φύση τους προφανώς και τείνουν να υπερασπιστούν περισσότερο το υπάρχον, την τωρινή κατάσταση στη κοινωνία, τις πολιτικές που κυριάρχησαν τις τελευταίες δεκαετίες. Όντως η στρατηγική τους είναι τα πράγματα να μείνουν στη σημερινή μορφή – αλλά π.χ. με περισσότερη ανάπτυξη.
Υποτίθεται ότι τα προοδευτικά κόμματα, είναι κόμματα αλλαγής, κόμματα που πιστεύουν ότι ο κόσμος μπορεί και πρέπει να αλλάξει. Ότι πρέπει με περισσότερη τόλμη να κάνουμε την κοινωνία πιο δίκαιη, πιο δημοκρατική, πιο οικολογική. Ότι χρειάζεται να τολμήσουμε περισσότερες ρήξεις.
Μόνο που εάν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς αυτή τη στιγμή δεν το κάνουν.
«Μα ο κόσμος κουράστηκε, δεν θέλει αλλαγές και μεγάλες υποσχέσεις για ρήξεις», απαντούν πολλοί.
Λάθος! Ο κόσμος κουράστηκε από τις ρήξεις που δεν έγιναν, δηλαδή τις υποσχέσεις για ανατροπές που ουδέποτε ήρθαν, τα μεγάλα λόγια που έγιναν μετά μεγαλοπρεπείς κωλοτούμπες.
Στην πραγματικότητα εάν μιλήσεις με τους ανθρώπους θα δεις πόσο μεγάλη είναι η ανάγκη για αλλαγή.
Δεν τους αρέσει η ζωή τους. Τους κουράζει η επισφάλεια. Τους πνίγει η αίσθηση διαρκούς κρίσης. Δεν αντέχουν να τελειώνει ο μισθός πριν το τέλος του μήνα. Δεν θέλουν να αισθάνονται ότι «ζουν από τύχη». Δεν ζητούν ένα σχολείο σε κρίση. Τους τρομάζει ότι τα νοσοκομεία έχουν τεράστιες ελλείψεις. Φοβούνται την κλιματική αλλαγή.
Μπορεί κάποια στιγμή να φαίνεται ότι δεν τους νοιάζει τίποτα άλλο, παρά απλώς να τα βγάλουν πέρα, αλλά θέλουν αλλαγή.
Γι’ αυτό είναι οργισμένες και οργισμένοι.
Γι’ αυτό δεν έχουν εμπιστοσύνη στο πολιτικό σύστημα.
Γι’ αυτό όντως θα στήριζαν τη δύναμη που θα έδινε ξανά περιεχόμενο στην έννοια της «προοδευτικής πολιτικής», της πολιτικής που μπορεί να αλλάξει τα πράγματα.