Νεκρή από αστυνομικά πυρά έπεσε 26χρονη πρόσφυγας στα σύνορα Βόρειας Μακεδονίας – Ελλάδας, την Τετάρτη 19 Απριλίου, κατά τη διάρκεια επιθεώρησης δύο οχημάτων έξω από την πόλη της Γευγελής.
Το όνομα της ήταν Φατματά και περίμενε το πρώτο της παιδί.
Σύμφωνα με την ιστοσελίδα infomigrants, η αστυνομία εντόπισε όχημα με μετανάστες κοντά στα σύνορα. Στην προσπάθεια σύλληψης ατόμου, ύποπτο για παράνομη διακίνηση μεταναστών, ξεκίνησε διαπληκτισμός με αποτέλεσμα η σφαίρα να πετύχει την 26χρονη στο στήθος. Μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο όπου και κατέληξε.
Το πρακτορείο ειδήσεων AP δίνει άλλη εκδοχή στο περιστατικό, αναφέροντας πως η άτυχη 26χρονη επιχείρησε να αρπάξει το όπλο του αστυνομικού στην προσπάθειά του να τη συλλάβει.
Περίμεναν το πρώτο τους παιδί
Η κοινότητα μεταναστών Second Tree, της οποίας ήταν μέλος η Φατματά έκανε γνωστή την είδηση της δολοφονίας της.
Σύμφωνα με την ανακοίνωσή της οργάνωσης, λίγους μήνες πριν είχε κάνει γνωστό στον σύντροφό της ότι ήταν έγκυος και πως περίμεναν το πρώτο τους παιδί.
«Στις ειδήσεις, θα διαβάσετε μόνο για »νεαρή μετανάστρια» που πέθανε σκοτωμένη από την αστυνομία, αλλά οι άνθρωποι που αγαπούν τη Φατμάτα θέλουν όλοι να γνωρίζουν ότι πίσω από αυτή την κενή αναφορά υπήρχε μια πολύτιμη, μοναδική προσωπικότητα», δηλώνει μέσω της ανακοίνωσης ο σύζυγός της.
Η ανακοίνωση της οργάνωσης:
«Η Φατματά είναι νεκρή. Πυροβολήθηκε από αστυνομικούς στη Βόρεια Μακεδονία την περασμένη Τετάρτη. Μόλις είχε περάσει τα σύνορα από την Ελλάδα, τη χώρα που της είχε αρνηθεί το άσυλο, αορατοποιώντας και πραγμοποιώντας την.
Ήταν όμως μία νεαρή γυναίκα. Ήταν θερμή, ενθουσιώδης και χαρούμενη. Αν δεν το ξέρατε, δεν θα φανταζόσασταν ότι ζούσε σε canp προσφύγων. Ήταν 23. Ήταν τόσο γεμάτη ζωή: πάντα πρόθυμη να μοιραστεί τη δύναμη και την ενέργειά της και, κυρίως, να χορέψει. Ναι, της άρεσε πολύ να χορεύει. Χόρευε και τραγουδούσε «γεμάτη κέφι», όπως έλεγε η αδερφή της Μπίντια. Να τη φαντάζεστε έτσι, γιατί έτσι θα τη θυμόμαστε. Ήταν μέλος της κοινότητας του Second Tree.
Ήταν επίσης πολύ, πολύ ερωτευμένη με τον σύζυγό της, Αμπού Μπακάρ. Γνωριζόντουσαν από παιδιά και συχνά αποκαλούσαν ο ένας τον άλλον «τα πάντα μου». Ήταν τόσο ολοφάνερα μαζί, που συχνά σχολιάζαμε αστειευόμενοι: «Ελπίζω να βρω κάποιον που να με αγαπάει έτσι!». Δύο μήνες πριν σκοτωθεί, η Φατματά είπε στον Αμπού Μπακάρ ότι ήταν έγκυος. Δεν είχαν χαρτιά ή χρήματα, επομένως δεν έκαναν ποτέ τεστ. Ακόμα δεν ξέρει αν το πρώτο του παιδί πέθανε μαζί με τη γυναίκα του.
Ο Αμπού Μπακάρ ήταν μαζί με τη Φατμάτα όταν πυροβολήθηκε. Φώναζε το όνομά του, ζητούσε βοήθεια. Το βίντεο με τον Άμπου Μπακάρ να αγκαλιάζει τη Φατμάτα, ενώ εκείνη είναι στο έδαφος, πεθαίνοντας από τον πυροβολισμό και αυτός φωνάζει μάταια το όνομά της, μάς παραλύει.
Στη συνέχεια του πέρασαν χειροπέδες, τον απομάκρυναν για ώρες, τον κράτησαν για μια μέρα χωρίς νέα για τη σύζυγό του. Μετά του πρότειναν να τον μεταφέρουν στα σύνορα, για να προχωρήσει στη Σερβία. Φυσικά, ήθελε να μείνει: «Θέλω δικαιοσύνη για τη Φατμάτα», είπε.
Ο Τζιοβάνι και η Τζουλιέτ από την ομάδα μας είναι τώρα με τον Ανπού Μπακάρ στη Βόρεια Μακεδονία. Δεν ξέρει ακόμα πού βρίσκεται το σώμα της Φατμάτα και απαιτεί να δει από τότε που τον απομάκρυναν. Έχει πλέον δικηγόρο και την απόφαση να αποδοθεί δικαιοσύνη. Θα κάνουμε ό,τι μπορούμε για να τον υποστηρίξουμε, όπως και την οικογένεια της Φατμάτα.
Ο Αμπού Μπακάρ επέλεξε την εικόνα που συνοδεύει αυτήν την ανάρτηση. Έβγαλαν τη φωτογραφία όταν έφυγαν, για ανάμνηση. Αμέσως μετά τη φωτογράφηση, η Φατμάτα τού είπε: «τώρα όλες οι πόρτες φαίνονται κλειστές, αλλά μια άλλη πόρτα θα ανοίξει για εμάς. Το μέλλον θα είναι καλό».
Την πρώτη φορά που ρωτήσαμε τον Αμπού Μπακάρ τι χρειάζεται περισσότερο, είπε: «Θέλω να μάθει ο κόσμος». Αυτή είναι η ίδια επιθυμία που μας εξέφρασε η οικογένεια της Φατμάτα – ήταν η μικρότερη από πέντε αδερφούς και αδερφές. Στις ειδήσεις, θα διαβάσετε μόνο για «νεαρή μετανάστρια» που πέθανε σκοτωμένη από την αστυνομία, αλλά οι άνθρωποι που αγαπούν τη Φατμάτα θέλουν όλοι να γνωρίζουν ότι πίσω από αυτή την κενή αναφορά υπήρχε μια πολύτιμη, μοναδική προσωπικότητα.
Την τελευταία φορά που μιλήσαμε με τη Μαριάτου, τη μητέρα της Φατμάτα, μας ζήτησε, και το ίδιο ζητούσε από τον κόσμο: «Σας παρακαλώ, μην την ξεχνάτε». Σας ζητάμε, να μην την ξεχάσουμε.