Για πολλές ηθοποιούς, το να βαδίζουν αρχικά στον δρόμο της νεαρής κοπέλας μπορεί να αποδειχθεί επικίνδυνο και κάπως ύπουλο. Διαφημισμένη για την ομορφιά και το σφρίγος της νεότητά της, η ενζενί ορίζεται σχεδόν αποκλειστικά από τη σεξουαλικότητά της. Δίνεται υπερβολική προσοχή στην εμφάνιση και το σώμα της, ενώ το μυαλό της ενδιαφέρει ελάχιστα. Καθώς μεγαλώνει, οι ευκαιρίες μειώνονται.
Αναγκασμένη να παίζει τη νεότερη από την ηλικία της και να ανταγωνίζεται νεότερα πρόσωπα, ανακαλύπτει, κάποια στιγμή, ότι η καριέρα της έχει φτάσει σε αδιέξοδο. Ανάμεσα στον μακρύ κατάλογο των ιστοριών που επιβεβαιώνουν τον κανόνα είναι φυσικά η Ντέμπρα Γουίνγκερ, η οποία συγκλόνισε το Χόλιγουντ αποχωρώντας στο απόγειο της φήμης της στα σαράντα της χρόνια και, φυσικά, η Γαλλίδα ηθοποιός Μαρία Σνάιντερ.
«Να ανταποκριθεί σαν κορίτσι, όχι σαν ηθοποιός»
Η Σνάιντερ ήταν σχεδόν 20 ετών όταν εκτοξεύτηκε στη στρατόσφαιρα της φήμης αφού πρωταγωνίστησε δίπλα στον Μάρλον Μπράντο στην ταινία του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι «Τελευταίο τανγκό στο Παρίσι» το 1972.
Στην πιο διαβόητη σκηνή της ταινίας, ο Μπράντο, ο οποίος υποδύεται έναν θλιμμένο άνδρα ονόματι Πολ, βιάζει τη Σνάιντερ, η οποία υποδύεται μια νεαρή γυναίκα ονόματι Ζαν, αυτοσχεδιάζοντας με βούτυρο ως λιπαντικό.
Ο Μπερτολούτσι και ο Μπράντο συνωμότησαν για να γυρίσουν τη σκηνή, η οποία, όπως ισχυρίστηκε η Σνάιντερ, δεν υπήρχε στο αρχικό σενάριο –έγινε χωρίς τη συγκατάθεσή της. Ο Μπερτολούτσι εξήγησε αργότερα τον λόγο για την απόφασή του αυτή, καθώς ήθελε η Σνάιντερ «να ανταποκριθεί σαν κορίτσι, όχι σαν ηθοποιός».
«Ένα πρωί, ο Μπερτολούτσι παίρνει τον Μπράντο στην άκρη και του προτείνει μια σκηνή που δεν υπάρχει στο σενάριο. Οι άνδρες συμφωνούν ότι δεν πρέπει να ειπωθεί τίποτα που να σε προϊδεάζει – ότι είναι καλύτερα να σε αιφνιδιάσει εντελώς» γράφει η Βανέσα Σνάιντερ στο βιβλίο της και μετά μιλώντας σε δεύτερο πρόσωπο, υποθετικά στην ξαδέρφη της, Μαρία Σνάιντερ, συνεχίζει:
«Αισθάνθηκες μια ιδιαίτερη ατμόσφαιρα στο πλατό εκείνη την ημέρα, είδες συναινετικά βλέμματα μεταξύ του σκηνοθέτη, των ηθοποιών και του συνεργείου; Ή μήπως ήσουν ήδη πολύ κουρασμένη μέχρι εκείνη τη στιγμή για να αμφισβητήσεις οτιδήποτε; Ποιος σκέφτηκε το βούτυρο; Ήταν ο Μπράντο, ο Μπερτολούτσι ή και οι δύο;».
«Last Tango in Paris» rape scene was not consensual, director Bernardo Bertolucci admits https://t.co/5oVFHR6KKZ pic.twitter.com/FjpmIDZu2H
— Variety (@Variety) December 3, 2016
Γυάλισε το αστέρι του Μάρλον Μπράντο
«Γύρισμα, δράση… Εσύ και ο Μπράντο είστε ξαπλωμένοι στο πάτωμα, ντυμένοι. Ξαφνικά, ο Μπράντο σε γυρίζει από την άλλη, κατεβάζει άγαρμπα το τζιν σου και, πιάνοντας ένα σωρό βούτυρο στο χέρι του, το σπρώχνει ανάμεσα στα πόδια σου, ενώ σπρώχνει τη λεκάνη του πάνω στα οπίσθιά σου. Αντιστέκεσαι, ουρλιάζεις και κλαις. Είναι αδύνατο να ξεφύγεις- το σώμα του Μπράντο σε καθηλώνει στο πάτωμα.
»Ο Μπερτολούτσι κρατάει την κάμερα προσηλωμένη στον θυμό και τον τρόμο σου. Υπάρχει μόνο μια λήψη. Δεν διαρκεί πολύ, αλλά για σένα είναι μια αιωνιότητα. Ο Μπράντο αφήνει τη λαβή του και εσύ σηκώνεσαι και τους κοιτάς και τους δύο με δολοφονική οργή. Μέσα στην οργή σου, καταστρέφεις το πλατό. Μετά, πηγαίνεις στο καμαρίνι σου και παραμένεις πεσμένη στο πάτωμα για ώρες. Ο σκηνοθέτης δεν νοιάζεται καθόλου- πήρε αυτό που ήθελε. Δεν θα μπορούσε να ονειρευτεί κάτι καλύτερο. «Οργίστηκε εναντίον μου, εναντίον του Μάρλον, εναντίον όλων των ανδρών», θα σχολιάσει χρόνια αργότερα ο Μπερτολούτσι, θυμούμενος τη σκηνή» γράφει η Γαλλίδα δημοσιογράφος και μυθιστοριογράφος, Βανέσα Σνάιντερ.
Λόγω της βίας της και της ειλικρινούς αντιμετώπισης του σεξ, η ταινία έκανε αίσθηση, επιβεβαιώνοντας την ιδιότητα του Μπερτολούτσι ως προκλητικού σκηνοθέτη και εδραιώνοντας την επιστροφή του Μπράντο, ο οποίος για κάποιο διάστημα είχε θεωρηθεί ως ένας ξεπεσμένος του Χόλιγουντ.
Δείτε το βίντεο
«Το τέλειο θύμα»
Για τη Σνάιντερ, ήταν ο «σταυρός που έπρεπε να σηκώσει», γράφει η Βανέσα Σνάιντερ στο «Η ξαδέρφη μου Μαρία Σνάιντερ», ένα ευαίσθητο βιβλίο απομνημονευμάτων, γραμμένο σε δεύτερο πρόσωπο, απευθυνόμενο απευθείας στην ηθοποιό και κομψά μεταφρασμένο από τα γαλλικά από τη Μόλι Ρίνγκβαλντ. Το βιβλίο, που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 2018 στη Γαλλία, είναι τόσο ένας όμορφος επικήδειος (η Σνάιντερ πέθανε από καρκίνο του πνεύμονα το 2011) όσο και μια αναγκαία διόρθωση – μια ευκαιρία να αποκατασταθούν επιτέλους τα πράγματα για μια ηθοποιό που επί μακρόν χαρακτηρίστηκε λάθος και κρίθηκε άδικα.
Η σκηνή του «Τελευταίου Τανγκό» θα καθόριζε τη Σνάιντερ για το υπόλοιπο της ζωής της, εξηγεί η Βανέσα Σνάιντερ. Εγκλωβισμένη στην αμείλικτη αρνητική δημοσιότητα και την προσοχή που την περιβάλλει (μια εταιρεία παραγωγής γαλακτοκομικών προϊόντων χρησιμοποίησε κάποτε την εικόνα της Σνάιντερ στη συσκευασία της- μια αεροσυνοδός της σέρβιρε ένα κομμάτι βούτυρο χωρίς να της το ζητήσει), η Σνάιντερ έδρασε.
Μίλησε πολύ ειλικρινά στον Τύπο για την προσωπική της ζωή- απέρριψε διάσημους σκηνοθέτες και ηθοποιούς- έφυγε από τα κινηματογραφικά πλατό.
«Βγαίνεις από το γύρισμα συντετριμμένη, νιώθοντας ότι αυτή η σκηνή σε έχει σημαδέψει για πάντα, σαν ένα κακό τατουάζ που θα περάσεις την υπόλοιπη ζωή σου προσπαθώντας να καλύψεις» γράφει η Βανέσα στο βιβλίο της και συνεχίζει: «Δεν έχει σημασία ότι ο σοδομισμός ήταν προσομοιωμένος – σε κάνει να αισθάνεσαι βρώμικη και βιασμένη. Δεν καταλαβαίνεις ότι θα μπορούσες να είχες αποτρέψει να εμφανιστεί αυτή η σκηνή στην ταινία, αφού δεν υπήρχε στο σενάριο που είχες συμφωνήσει. Θα μπορούσες να είχες καλέσει έναν δικηγόρο, να είχες καταθέσει μήνυση κατά των παραγωγών και να είχες αναγκάσει τον Μπερτολούτσι να την κόψει, αλλά είσαι νέα, μόνη και λαμβάνεις κακές συμβουλές. Δεν γνωρίζεις ακόμη τίποτα για τους κανόνες και τους κανονισμούς του κόσμου του κινηματογράφου. Το τέλειο θύμα».
Ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ φώναξε «Φρικτό!»
«Οι φήμες στροβιλίζονται πριν από την κυκλοφορία της ταινίας. Είναι η επιστροφή του μεγάλου Μπράντο! Μια όμορφη, προκλητική πρωτοεμφανιζόμενη φωτίζει την ταινία! Ο Μπερτολούτσι το παρατράβηξε!» γράφει η Βανέσα, συνεχίζοντας:
«Στη γαλλική πρεμιέρα, λίγες εβδομάδες πριν από τα Χριστούγεννα, ο κόσμος σπεύδει να βρει μια θέση. Κατά τη διάρκεια της εναρκτήριας σεκάνς, μια κακοδιαθεσία καταλαμβάνει το κοινό. Ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ βγαίνει έξω μετά από δέκα λεπτά, έξαλλος και εξοργισμένος, φωνάζοντας: «Φρικτό!». Περιμένεις έξω από το θέατρο και δεν τον ακούς. Πιθανότατα φοράς τζιν με μπότες και ένα παλτό που είναι πολύ λεπτό για να σε κρατήσει ζεστή. Βηματίζεις και πατάς τα πόδια σου για να μην μουδιάσουν, καπνίζοντας το ένα τσιγάρο μετά το άλλο, ακούγοντας τους υπόκωφους θορύβους που έρχονται από την αίθουσα προβολής. Στο τέλος, το κοινό αποχωρεί από την αίθουσα με αμήχανη σιωπή. Περνούν χωρίς να σε κοιτάξουν.
»Μόνο ένα άτομο σε πλησιάζει: η ηθοποιός Τζιν Σίμπεργκ. Είναι δεκατέσσερα χρόνια μεγαλύτερή σου, τόσο όμορφη όσο εσύ. Την έχεις δει στην «Αγία Ιωάννα» του Ότο Πρέμινγκερ, στο «Χωρίς ανάσα» του Γκοντάρ και στις ταινίες του Ρομέν Γκαρί. Δεν το ξέρεις, αλλά οι δυο σας έχετε κοινό τον Μάρλον Μπράντο. Ήταν ο θαυμασμός της για τον Μπράντο που την έκανε να αποφασίσει, σε ηλικία δώδεκα ετών, να γίνει ηθοποιός.
»Η Σίμπεργκ, το αμερικανικό είδωλο του γαλλικού κινηματογράφου του Νέου Κύματος, μοιάζει διαφορετική. Το πρόσωπό της έχει τσακίσει από μια σειρά θλιβερών ερωτικών σχέσεων και μια χρόνια κατάθλιψη την οποία προσπαθεί να πνίξει στο αλκοόλ. Χώρισε από τον Ρομέν Γκαρί και δύο χρόνια πριν από την κυκλοφορία του «Τανγκό» πέθανε η μικρή της κόρη, η Νίνα. Τον Σεπτέμβριο του 1979, μετά από πολλαπλές προηγούμενες απόπειρες αυτοκτονίας, το γυμνό σώμα της θα βρεθεί τυλιγμένο σε μια κουβέρτα στο πίσω μέρος του λευκού Renault της, σε έναν δρόμο του 16ου Arrondissement.
»Είναι η πρώτη φορά που τη συναντάς, αλλά εκείνη τυλίγει τα χέρια της γύρω σου και σε κρατάει σφιχτά στην αγκαλιά της. Είναι μικρή και κοκαλιάρα σαν υποσιτισμένο παιδί, αλλά η ζεστασιά του σώματός της είναι οικεία. Θάβει το πρόσωπό της στις καφέ μπούκλες σου και ψιθυρίζει στο αυτί σου: «Να προσέχεις τον εαυτό σου»».
Στη λήθη των σκληρών ναρκωτικών
Το γεγονός ότι η Μαρία Σνάιντερ ήταν επίσης εθισμένη στην ηρωίνη δεν βοήθησε, και η Βανέσα Σνάιντερ αναρωτιέται αν τα ναρκωτικά και τα πάρτι ήταν τρόποι για να αποφύγει τα φώτα της δημοσιότητας που τόσο άμεσα στράφηκαν στη νεαρή ηθοποιό.
Η Μαρία Σνάιντερ μεγάλωσε ως ανεπιθύμητη. Ο πατέρας της, ο Γάλλος ηθοποιός Ντανιέλ Ζελέν ήταν απών και η μητέρα της, η Μαρί-Κριστίν Σνάιντερ, την έστειλε να ζήσει με μια νταντά όταν ήταν οκτώ χρονών. Η σεξουαλική ζωή της μητέρας της «δεν ήταν ποτέ μυστική», γράφει η Βανέσα και συνεχίζει: «Μια ιστορία που λέγεται συχνά, είναι για τη στιγμή που η μητέρα σου ήταν στο κρεβάτι με έναν άντρα και σε φώναζε να φέρεις το διάφραγμά της».
Αποκαλύπτει επίσης ότι η μητέρα της Σνάιντερ «επέλεξε να μην κάνει το ταξίδι από τη Νίκαια στο Παρίσι για την κηδεία της κόρης της, λέγοντας ότι ήταν πολύ κουρασμένη».
Οι γονείς της Βανέσα Σνάιντερ ανέλαβαν τη Μαρία όταν ήταν έφηβη. Από μικρή ηλικία, η Βανέσα λάτρευε τη μεγαλύτερη ξαδέλφη της, φυλάσσοντας κάθε απόκομμα της από περιοδικά και εφημερίδες σε ένα κόκκινο πλαστικό ντοσιέ. Ως αποτέλεσμα, αυτά τα απομνημονεύματα είναι γραμμένα με μια σπάνια αίσθηση οικειότητας και αφοσίωσης. Αποτυπώνει με ζεστασιά τις κορυφαίες στιγμές της ζωής της Μαρία Σνάιντερ: Τις φιλίες της με την Μπριζίτ Μπαρντό και την Αμερικανίδα φωτογράφο και ακτιβίστρια, Ναν Γκόλντιν, την υπερηφάνεια της που πρωταγωνίστησε σε ταινίες όπως στο «Επάγγελμα Ρεπόρτερ» του Μικελάντζελο Αντονιόνι και τη μετέπειτα υπεράσπισή της για τις γυναίκες στον κινηματογράφο.
«Ανησυχώ συχνά ότι δεν θα εγκρίνεις την ιστορία που λέω, Μαρία»
Η Βανέσα είναι επίσης, σε στιγμές, αμείλικτη, περιγράφοντας τους αγώνες της Μαρία Σνάιντερ με τον εθισμό, τα οικονομικά προβλήματα και άλλα ενοχλητικά, οικογενειακά δράματα. Κάποια στιγμή η Βανέσα Σνάιντερ αναρωτιέται αν θα άρεσε στην ξαδέρφη της μια τόσο απροκάλυπτη απεικόνιση της ζωής της. «Ανησυχώ συχνά ότι δεν θα εγκρίνεις την ιστορία που λέω, Μαρία», εξηγεί. «Δεν θα σου αρέσει που μιλάω για τα ναρκωτικά, για τη μητέρα σου, τον πατέρα σου και τα αδέλφια σου».
Ωστόσο, σε αυτή τη μετά-#MeToo εποχή, η αμερόληπτη απεικόνιση της Μαρία Σνάιντερ, αυτής της τολμηρής ηθοποιού της δεκαετίας του 1970 είναι αναζωογονητική. Για μια φορά, μια νεαρή γυναίκα δεν τοποθετείται σε ένα απίστευτα υψηλό βάθρο, όπου λατρεύεται άδικα για την ομορφιά της και στη συνέχεια βεβηλώνεται σκληρά για την ψυχαγωγία μας.
Αντίθετα, παρουσιάζεται τόσο με τα ελαττώματά της όσο και με τη γοητεία της. Με αυτόν τον τρόπο, πρόκειται για μια γενναιόδωρη περιγραφή μιας σπάνιας και περίπλοκης κινηματογραφικής σταρ.
*Με στοιχεία από newyorker.com και nytimes.com