Πριν από δεκατρία χρόνια, στις 24 Απριλίου, έφυγε από τη ζωή ο Δημήτρης Τσάτσος, ο οποίος εκλεγόταν ευρωβουλευτής με το ΠΑΣΟΚ από το 1994 έως το 2004 και ήταν ένας από τους κορυφαίους συνταγματολόγους της μεταπολεμικής Ελλάδας. Παρόμοιου «βάρους» ήταν και τα βιογραφικά της πλειονότητας των προσώπων που επέλεγαν τα κόμματα για την Ευρωβουλή ήδη από τις πρώτες ευρωεκλογές του 1981: δικαστικοί, πρεσβευτές, διπλωμάτες, συνταγματολόγοι, ήρωες πολέμου, φιγούρες που συμβόλιζαν την αντίσταση στον φασισμό, πολιτικές φυσιογνωμίες με διεθνή αναγνώριση, επιστήμονες και ακαδημαϊκοί.
Με αφορμή την πρόσφατη υπόθεση του ευρωβουλευτή Αλέξη Γεωργούλη, η πολιτική αναλύτρια της RASS Μαρία Καρακλιούμη και ο πολιτικός επιστήμονας και σύμβουλος στρατηγικής και επικοινωνίας Ηλίας Τσαουσάκης περιγράφουν στα «ΝΕΑ» ποιοι παράγοντες συνετέλεσαν ώστε να οδηγηθούν τα κόμματα, ως προς τη σύνθεση των ευρωψηφοδελτίων, από την αφρόκρεμα της κοινωνίας σε πορτιέρηδες νυχτερινών κλαμπ (βλ. Γιάννης Λαγός) και από προσωπικότητες όπως ο Δημήτρης Τσάτσος σε lifestyle επιλογές όπως αυτή του Αλέξη Γεωργούλη.
«Η σύνθεση των ψηφοδελτίων για την Ευρωβουλή είναι η επιτομή της σύγχρονης πολιτικής ιστορίας. Αντανακλά τη στάση των κομμάτων και τη διάθεση των πολιτών προς την ΕΕ. Τα πρώτα χρόνια, που συμπίπτουν με την άνθηση της Μεταπολίτευσης, κόμματα και πολίτες περιέβαλαν την ΕΕ (τότε ΕΟΚ), με μεγάλη εμπιστοσύνη και πίστευαν στις αξίες, τα ιδανικά και τις πολιτικές της. Ετσι η εκπροσώπησή μας ήταν υψηλού επιπέδου και συμβολισμού, με στελέχη διακεκριμένα είτε στον στίβο της ζωής είτε της πολιτικής (λ.χ. Γιάγκος Πεσμαζόγλου, Ευάγγελος Αβέρωφ, Λεωνίδας Κύρκος, Σπύρος Πλασκοβίτης κ.ά.).
Οσο τα χρόνια περνούσαν και η εικόνα της ΕΕ θόλωνε, η σύνθεση των ευρωψηφοδελτίων εξελίχθηκε σε προνόμιο του αρχηγού κάθε κόμματος υποκείμενο στην κομματική ποσόστωση των τάσεων. Οι λίστες ήταν αμάλγαμα προσώπων που ικανοποιούσαν την κομματική ιεραρχία, χωρίς έρεισμα στην κοινωνία που έχανε την εμπιστοσύνη της στους ευρωπαϊκούς θεσμούς» σημειώνει η Μαρία Καρακλιούμη και συνεχίζει: «Η κατάρρευση του αρχηγικού κομματικού μοντέλου, με την ταυτόχρονη απομάκρυνση των πολιτών από τα κόμματα, έφερε την ανάδειξη των ευρωβουλευτών με σταυροδοσία, επιλογή που προβλήθηκε ως καινοτομία, αλλά απέβλεπε στη μετάθεση της ευθύνης από την ηγεσία στους πολίτες. Αποτιμώντας τις δύο αναμετρήσεις με σταυροδοσία, δεν είδαμε αναβάθμιση της πολιτικής εκπροσώπησης, ούτε αύξηση της συμμετοχής των πολιτών, αντιθέτως διαπιστώσαμε τη δύναμη της αναγνωρισιμότητας. Προβεβλημένα πρόσωπα, κατά κανόνα χωρίς πολιτική συγκρότηση, αλλά με υψηλή δημοφιλία, εκλέχθηκαν να μας εκπροσωπήσουν, αναδεικνύοντας έτσι το αβαθές των θεσμών, τη δυσλειτουργία του πολιτικού συστήματος και την πολιτική μας ανωριμότητα».
Πρέπει να γίνει μάθημα
Από την πλευρά του, ο Ηλίας Τσαουσάκης κάνει λόγο για ένα πάθημα που πρέπει να γίνει μάθημα. «Οι πρώτες ευρωεκλογές στην Ελλάδα διεξάγονται στις 18 Οκτωβρίου 1981 με το σύστημα της απλής αναλογικής και τη διαδικασία της λίστας χωρίς σταυρό προτίμησης, κάτι που εφαρμόστηκε μέχρι τις ευρωεκλογές του 2014. Τότε, ήταν η πρώτη φορά που μπήκε στη ζωή μας ο σταυρός προτίμησης. Μια διαδικασία που αλλάζει σε έναν σημαντικό βαθμό και την ανθρωπογεωγραφία των νέων ευρωβουλευτών. Και αν έως τότε τα κριτήρια ήταν το πολιτικό βάρος, το κύρος, η επαγγελματική καταξίωση ή η ακαδημαϊκή πορεία των προτεινόμενων ευρωβουλευτών, από το 2014 και μετά βλέπουμε αυτό να αλλάζει με βασικό επιχείρημα της εποχής τη «λιποβαρή» νομιμοποίηση των ευρωβουλευτών. Η πανελλαδική σταυροδοσία όμως σε μια ενιαία εκλογική περιφέρεια προϋποθέτει αποκλειστικά και μόνο αναγνωρισιμότητα.
Ο υποψήφιος πρέπει να είναι γνωστός, «διάσημος», είτε για την πολιτική του σταδιοδρομία είτε για κάποιον άλλο λόγο που τον έχει φέρει στην επιφάνεια της δημοσιότητας. Ετσι σε μια εποχή όπου κυριαρχεί η εικόνα, τα κόμματα αλλάζουν στρατηγική και συγκροτούν τα ψηφοδέλτιά τους με τελείως διαφορετικά κριτήρια. Υποτάσσονται στο μοναδικό προσόν που απαιτείται, τη δημοφιλία, με αποτέλεσμα η συζήτηση για την Ευρώπη και τα τεράστια θέματα που την απασχολούν, τότε και τώρα, να περνάει σε δεύτερη μοίρα. Σήμερα, σε μια περίοδο που οι φωνές αμφισβήτησης και απαξίωσης της Ευρωπαϊκής Ενωσης εντείνονται, σε μια εποχή ανόδου του αντισυστημισμού, το πολιτικό σύστημα χρειάζεται να βρει ασφαλιστικές δικλίδες προστασίας. Μια από αυτές επιβάλλεται να είναι και η αλλαγή του τρόπου εκλογής των ευρωβουλευτών. Πάθαμε και ελπίζω να μάθαμε».