Το μεσημέρι της Δευτέρας 24 Απριλίου, οι τρεις πρώην πρόεδροι της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Οργανισμού για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη, ο Πορτογάλος Ζοάο Σοάρες, ο Γεωργιανός Τζορτζ Τσερετέλι και ο υπογράφων, που στέκονταν μπροστά στην υποδοχή κεντρικού ξενοδοχείου στο Κίεβο, είχαμε συμπληρώσει ο καθένας πάνω από συνεχόμενες 36 ώρες ταξιδιού, με αεροπλάνο και τρένο, προκειμένου να βρεθούμε εκεί. Χρειάζονταν απελπισμένα ατομική υγιεινή και κάποια τροφή.
Ωστόσο, οι ευγενέστατοι υπάλληλοι της υποδοχής ήταν κατηγορηματικοί. Δεν θα παίρναμε τα κλειδιά των δωματίων μας, πριν μας υποδειχθούν οι κανόνες ασφαλείας και ενημερωθούμε πού είναι το καταφύγιο του ξενοδοχείου στο οποίο έπρεπε να μετακινηθούμε μόλις ακούγαμε τις σειρήνες.
Η καθυστέρηση μας φάνηκε λίγο υπερβολική. Πολλούς μήνες είχαν να ακουστούν σειρήνες στο Κίεβο. Το μέτωπο έμοιαζε ήδη μακρινό. Ομως, μια εβδομάδα μετά την αναχώρησή μας, από την Τετάρτη 3 Μαΐου, το Κίεβο βρίσκεται και πάλι σε συναγερμό, και ίσως την ώρα που διαβάζετε αυτές τις γραμμές, να «έχουν πάρει φωτιά όλα τα μέτωπα», είτε από την ουκρανική αντεπίθεση, είτε από την ρωσική επίθεση, μετά τα drones που εξουδετερώθηκαν πάνω από το Κρεμλίνο.
Ο επικεφαλής του κυβερνώντος κόμματος στο Κοινοβούλιο και ένας από τους από τους στενότερους ανθρώπους του Ζελένσκι, ο Ντέιβιντ Αρακαμία, μας βεβαιώνει πολύ ήρεμα, ότι «αν χρειαστεί», προετοιμάζουν τη χώρα τους για έναν πόλεμο που μπορεί να διαρκέσει ακόμα και δέκα χρόνια. Ο Ντέιβιντ είναι για μένα η πρώτη ένδειξη γιατί ο Πούτιν έκανε τόσα λάθη εκτίμησης στην εξαπόλυση και τον χειρισμό αυτού του πολέμου. Αυτή είναι η πέμπτη επίσκεψή μου στην Ουκρανία. Για τον Σοάρες η έβδομη, ο Τσερετέλι έχει πολλές περισσότερες αποστολές του ΟΑΣΕ στο ενεργητικό του.
Ολοι, στο τέλος της επίσκεψής μας, συμπέσαμε σε μια κοινή εκτίμηση: στην Ουκρανία έχει αλλάξει ριζικά η ανθρωπογεωγραφία της εξουσίας. Ολο το διάστημα, από το 1991 ως την εκλογή Ζελένσκι το 2019, οι ηγεσίες της Ουκρανίας, είτε φιλορώσοι, είτε φιλοδυτικοί, ήταν – στην πραγματικότητα – κλασικές περιπτώσεις «μετασοβιετικών ηγετών». Με λίγα λόγια, πρόσωπα που κουβαλούσαν όλη τη φθορά της στασιμότητας της σοβιετικής περιόδου και τη διαφθορά του καπιταλισμού Φαρ Ουέστ που ακολούθησε.
Ο Ντέιβιντ, όπως και η αναπληρώτρια πρωθυπουργός, αρμόδια για τις Ευρωπαϊκές Υποθέσεις, Ολγα Στεφανίσινα – και τόσοι άλλοι σε άλλες θέσεις εξουσίας που συναντήσαμε – αντιπροσωπεύουν μια διευθυντική πολιτική γενιά «νέας τεχνολογίας». Είτε με σπουδές – ή και επαγγελματική σταδιοδρομία – σε ΗΠΑ και Ευρώπη, είτε λόγω ηλικίας, απαλλαγμένοι από το βάρος μιας παράδοσης πολύπλοκων πελατειακών αλλά και βιωματικών σχέσεων, αυτή η διευθυντική ομάδα, άδραξε τη ρωσική εισβολή ως μια λαμπρή ευκαιρία να λύσει το άλυτο επί 1.000 χρόνια πρόβλημα της ουκρανικής ταυτότητας.
Το νόημα που δίνει στον πόλεμο αυτή η νέα γενιά, είναι ότι τώρα γεννιέται και προσδιορίζεται οριστικά το ουκρανικό έθνος και η ουκρανική ταυτότητα, ως αυτοτελής υπόσταση απέναντι στη ρωσική κουλτούρα, γλώσσα και παράδοση. Στην Ουκρανία σήμερα, η «γραμμή» της εθνικής αναγέννησης ταυτίζεται με το «Ανήκουμε στη Δύση».
Οι βαρβαρότητες του πολέμου, και ειδικά η σφαγή των αμάχων στην Μπούτσα, επιτάχυναν αυτές τις διαδικασίες σε χώρους και ανθρώπους που ως τότε θα μπορούσαν να θεωρηθούν στηρίγματα της φιλορωσικής μερίδας. Ενα αντίστοιχο της θηριωδίας των Γερμανών στα Καλάβρυτα ή των Αμερικανών στο Μι Λάι του Βιετνάμ. Εκατοντάδες πολίτες πυροβολούνταν στους δρόμους σαν μπεκάτσες. Ακόμα και μικρά παιδιά, που ανέβαζαν το στοίχημα των σκοπευτών, λόγω του ότι αποτελούσαν μικρότερο – άρα δυσκολότερο – στόχο.
Είμαι στην Μπούτσα. Βρίσκομαι μπροστά στον ναό του Αγίου Ανδρέα, στην πίσω μεριά του οποίου ανακαλύφθηκε ο ομαδικός τάφος 116 δολοφονημένων πολιτών. Η εκκλησία είναι πολυβολημένη με εκατοντάδες σφαίρες, ενώ ποτέ δεν υπήρξε πεδίο μάχης.
Περιμένω τους άλλους δύο συναδέλφους μου, όταν ξαφνικά περνάει μπροστά μου μια γλυκύτατη γυναίκα, γύρω στα 75. Τη σταματώ, τη ρωτάω αν είχε εμπειρία της κατοχής της πόλης σχεδόν επί ένα μήνα από τους επίλεκτους ρώσους αλεξιπτωτιστές και με φτωχά αγγλικά μου απαντά καταφατικά. Μου δείχνει το σπίτι της και ευγενικά με καλεί για τσάι. Ερχεται ο Τσερετέλι και με τα ρωσικά του η συζήτηση γίνεται ουσιαστική. Η Βίρα είναι συνταξιούχος καθηγήτρια Μαθηματικών. Η συζήτηση μαζί της ισοδυναμεί με τόμους αναλύσεων.
Με πίκρα περιγράφει τη διάψευση μιας ζωής. «Μας έλεγαν ότι είμαστε σοβιετικοί πολίτες. Οτι δεν έχει σημασία αν είσαι Ουκρανός ή Ρώσος. Και τώρα, πώς θα ζήσουν αυτοί με αυτά που έκαναν; Και πώς θα ξεχάσουμε εμείς αυτά που πάθαμε;».
Ο πατέρας Ανδρέας, ο εφημέριος του ναού, μόλις ακούει ότι είμαι Ελληνας, μου λέει με περηφάνια: «Ανήκω στην Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Ουκρανική Εκκλησία, με Πατριάρχη τον Βαρθολομαίο Κωνσταντινουπόλεως». Μακροπρόθεσμα, η επιλογή του Φαναρίου, με τον «Τόμο» απόδοσης της Αυτοκεφαλίας, πέρα από την εκκλησιαστική της διάσταση, θα αποδειχθεί πολύ σημαντική γέφυρα σχέσεων.
Στη Μπούτσα βλέπει κανείς ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα των αντιλήψεων μιας νέας γενιάς ενός αναγεννώμενου έθνους. Στη φάση της αποχώρησης των Ρώσων κατά μήκος κεντρικών οδών, υπήρξαν πολλές καταστροφές σπιτιών. Ο αντιδήμαρχος της πόλης, Dmytro Cheichuk, ένα ρωμαλέο παλικάρι, μας εξηγεί ότι πολλοί πρότειναν να παραμείνουν τα ερείπια ως διαρκής κατάδειξη της ρωσικής βαρβαρότητας. Αντίθετα όμως, το δημοτικό συμβούλιο αποφάσισε ότι τα πάντα θα ανακατασκευαστούν, καλύτερα από πριν, γιατί το νόημα του πολέμου είναι ότι «μια νέα Ουκρανία θα γεννηθεί από αυτόν τον πόλεμο». Και ήδη, η αποκατάσταση αποπερατώνεται…
Και κάποια συμπεράσματα για τα καθ’ ημάς. Είναι φανερό πως όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά. Παράταση του πολέμου ή μια ανακωχή που μπορεί να διαρκέσει δεκαετίες, όπως στην Κορέα, καθώς είναι δύσκολο να υπάρξει νίκη της μιας ή της άλλης πλευράς. Από κάθε
άποψη, η Ουκρανία θα είναι στο διεθνές επίκεντρο για μακρό χρόνο. Η Ελλάδα πρέπει να είναι παρούσα, ειδικά καθώς η Τουρκία αναδεικνύεται στον πιο ισχυρό, ίσως, «παίκτη» μετά τις ΗΠΑ. Με μια από τις πιο πολυάριθμες διπλωματικές αποστολές, με συμφωνίες «στρατηγικής συνεργασίας» σε όλα τα επίπεδα. Αλλά και κάτι ακόμα περισσότερο: γίνεται όλο και πιο συχνό, τα αγόρια να βαφτίζονται «Μπαϊρακτάρ», προς τιμήν του όπλου και της βοήθειας που θεωρούν ότι άλλαξε τους συσχετισμούς.
Η Ελλάδα έχει ως επιτετραμμένο στο Κίεβο έναν σύμβουλο πρεσβείας Β, δύο υπαλλήλους και έναν στρατιωτικό ακόλουθο. Τυχαίνει βέβαια ο επιτετραμμένος να είναι ο Μανόλης Ανδρουλάκης, ο πρόξενός μας στη Μαριούπολη, που με διαρκή κίνδυνο της ζωής του, οργάνωσε την ασφαλή αποχώρηση της ομογένειας. «Τυχαίνει» να είναι ένας από τους πιο ικανούς και αποτελεσματικούς έλληνες διπλωμάτες. Οπως ιδιαίτερα συγκροτημένος είναι ο στρατιωτικός μας ακόλουθος, συνταγματάρχης ΠΖ Αργύρης Χατζηαθανασίου. Αλλά είναι δυνατόν τρεις προκηρύξεις θέσεων του υπουργείου Εξωτερικών για το Κίεβο να έχουν κηρυχθεί άγονες, γιατί κανένας νέος διπλωμάτης δεν θέλει να υπηρετήσει σε αυτό το δύσκολο πόστο; Την ώρα που σε αντίστοιχη προκήρυξη δύο θέσεων για την ιρλανδική πρεσβεία παρουσιάστηκαν πέντε υποψήφιοι;
Αν η Ελλάδα θέλει να είναι παρούσα για τα συμφέροντά της, όσοι καλούνται να την υπηρετήσουν οφείλουν τουλάχιστον να ξεβολευτούν. Και η Ουκρανία δεν θα είναι «βολική» για πολύ καιρό ακόμα…