Στις ελληνικές εκλογές αναφέρεται η JP Morgan σε νέο σημείωμά της, τονίζοντας ότι στις 21 Μαΐου είναι πολύ πιθανόν να μην υπάρξει αποτέλεσμα, με δεδομένο τον ισχύοντα εκλογικό νόμο.
Υπογραμμίζει ωστόσο ότι, από τη δεύτερη εκλογική αναμέτρηση που αναμένεται στις αρχές Ιουλίου θα προκύψει πιθανότατα μια κυβέρνηση της ΝΔ, είτε μόνη της είτε σε συνασπισμό με το ΚΙΝΑΛ.
Η επενδυτική τράπεζα υπογραμμίζει ότι πρόσφατες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η σημερινή κεντροδεξιά ΝΔ (35%) προηγείται του αριστερού και λαϊκιστικού -όπως τον χαρακτηρίζει- ΣΥΡΙΖΑ (29%), με σταθερή διαφορά 6 έως 6,5 ποσοστιαίων μονάδων. Το κεντροαριστερό ΚΙΝΑΛ συγκεντρώνει περίπου 10,5% και το ακροαριστερό KKE 6,5%. Δύο ακόμη λαϊκιστικά κόμματα, το αντιευρωπαϊκό και αριστερό Mέρα25 και το δεξιό Ελληνική Λύση, που συγκεντρώνουν περίπου 4,5% έκαστο, θα μπορούσαν επίσης να μπουν στο κοινοβούλιο, προσθέτει.
Σενάρια συνεργασίας
Τονίζει μάλιστα, ότι σύμφωνα με τον εκλογικό νόμο, κανένα κόμμα ή συνασπισμός κομμάτων δεν φαίνεται να είναι σε θέση να εξασφαλίσει την πλειοψηφία των εδρών. Σύμφωνα με την JP Morgan θεωρητικά, ένας άκρως αριστερός συνασπισμός υπό την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, με το ΚΙΝΑΛ ως νεότερο εταίρο και ένα ή περισσότερα πρόσθετα αριστερά κόμματα, μπορεί να κερδίσει μια μειοψηφία εδρών.
Σπεύδει ωστόσο να επισημαίνει ότι αυτός «ο κίνδυνος» επί του παρόντος απομακρύνεται: αφενός το ΚΙΝΑΛ απορρίπτει κάθε προοπτική συμφωνίας με τον ΣΥΡΙΖΑ και αφετέρου οιαδήποτε τέτοια απόπειρα εγκυμονεί κινδύνους για το τελευταίο και την ηγεσία του καθώς είναι πιθανή η αποχώρηση στελεχών.
Το ΚΚΕ αρνείται σταθερά τη συμμετοχή σε οποιαδήποτε κυβέρνηση συνασπισμού, ενώ ο έντονος ευρωσκεπτικισμός του ΜέΡΑ25, θα το εμποδίσει να αποτελέσει έναν καλό κυβερνητικό εταίρο.
«Τα παραπάνω δείχνουν ότι μπορεί να οδηγηθούμε σε δεύτερες εκλογές στις 2 Ιουλίου. Σύμφωνα με νόμο που ψηφίστηκε από την τρέχουσα κυβέρνηση της ΝΔ το 2020, αυτές οι δεύτερες εκλογές θα διεξαχθούν με βάση έναν αναθεωρημένο εκλογικό νόμο που προβλέπει πριμοδότηση της πλειοψηφίας στο κόμμα με τις περισσότερες ψήφους. Ένα ποσοστό ψήφων 38% θα είναι αρκετό για να επιτευχθεί το όριο των 151 βουλευτών» τονίζουν οι συντάκτες της έκθεσης.
Δεύτερη κάλπη
Πρόσφατες δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η ΝΔ απέχει λίγες ποσοστιαίες μονάδες από την απαιτούμενη πλειοψηφία σε αυτές τις δεύτερες εκλογές, ως εκ τούτου δύο είναι τα επικρατέστερα σενάρια, σύμφωνα με την JP Mοrgan: μια αυτοδύναμη αλλά με μικρή πλειοψηφία κυβέρνηση της ΝΔ, ή μια κυβέρνηση στην οποία η ΝΔ θα είναι ο βασικός εταίρος σε έναν συνασπισμό με το ΠΑΣΟΚ- ΚΙΝΑΛ.
Η αμερικανική τράπεζα αναφέρει επίσης ότι δεδομένης της υψηλής πόλωσης στο εκλογικό σώμα και των διαφόρων γεγονότων που έχουν πλήξει τη φήμη της ΝΔ, είναι πολύ νωρίς για να διαμορφώσουμε σταθερές απόψεις σχετικά με μια δεύτερη εκλογική αναμέτρηση.
Στην πραγματικότητα, υπάρχει μεγάλη αμφισβήτηση ακόμη και για την εγκυρότητα των πιο πρόσφατων δημοσκοπήσεων, τονίζει.
Οι οικονομικές προοπτικές
«Στην ουσία, πιστεύουμε ότι μετά τις εκλογές της 21ης Μαΐου θα διαπιστωθεί εγκαίρως η αναγκαιότητα των δεύτερων εκλογών. Αν αυτό συμβεί, στη νέα κυβέρνηση κυρίαρχο ρόλο θα διατηρήσει η ΝΔ και θα παραμείνει σε μεγάλο βαθμό συνεπής με την τρέχουσα κυβέρνηση. Παρόλο που η ΝΔ μπορεί να χρειαστεί να διαπραγματευτεί έναν συνασπισμό με το ΚΙΝΑΛ, η συμμαχία αυτή είναι απίθανο να επηρεάσει σημαντικά τους πολιτικούς στόχους, ιδίως εκείνους που σχετίζονται με φιλόδοξες μεταρρυθμίσεις και σημαντικά προγράμματα δημόσιων δαπανών που διευκολύνονται από το Ταμείο Ανάκαμψης της ΕΕ, το οποίο αντιπροσωπεύει ένα σημαντικό μερίδιο του ΑΕΠ της χώρας για τα επόμενα πέντε χρόνια. Ενώ θα μπορούσαν να υπάρξουν κάποιες προσαρμογές στη φορολόγηση των κεφαλαιακών κερδών, δεν αναμένουμε σημαντικές αλλαγές στη συνολική πολιτική ατζέντα», διευκρινίζει η αμερικανική τράπεζα.
«Κατά συνέπεια, η πρόβλεψή μας για μια ανθεκτική και διατηρήσιμη ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας παραμένει αμετάβλητη. Μετά τη σημαντική πτώση κατά 8,1% σε ετήσια βάση το 2020 λόγω της πανδημίας, η ελληνική οικονομία επέδειξε ανθεκτικότητα ανακάμπτοντας κατά 8,1% το 2021 και προβλέπεται να προχωρήσει επιπλέον κατά 6,1% το 2022. Για το έτος 2023 προβλέπουμε συνεχιζόμενη εύρωστη επέκταση της τάξης του 2,5% περίπου σε ετήσια βάση. Ταυτόχρονα, η ουσιαστική επέκταση της οικονομίας, που ενισχύεται από την άνοδο του πληθωρισμού, προκαλεί σημαντική μείωση του υπερβολικού ύψους του δημόσιου χρέους, μειούμενο κατά 23,3 ποσοστιαίες μονάδες έως το έτος 2022, ώστε να φθάσει το 171,3%», καταλήγει.