Η μεγάλη αναταραχή στη ΝΔ άρχισε το τρίτο δεκαήμερο του Νοεμβρίου (σ.σ. 1981), όταν, σε συνεδρίαση της ΚΟ, ο Γ. Ράλλης ζήτησε ανανέωση της εμπιστοσύνης προς το πρόσωπό του. Βρισκόταν στο βήμα και είπε: «Θα κάνουμε ένα μικρό διάλειμμα, και σε μισή ώρα θα στηθούν οι κάλπες για να απαντήσετε με ένα “ναι” ή ένα “όχι” στο ερώτημα κατά πόσο το κόμμα με εμπιστεύεται να εξακολουθήσω να είμαι ο αρχηγός του». Δεν γνωρίζω αν η κίνηση αυτή του τότε αρχηγού της ΝΔ ήταν προσχεδιασμένη. Ο ίδιος όμως αντιλαμβανόταν ότι η ευθεία και συνεχής αμφισβήτηση της ηγεσίας του, ήδη από το βράδυ των εκλογών και την ήττα της ΝΔ, ζημίωνε το κόμμα και έβλαπτε το κύρος του.
Ο Ευ. Αβέρωφ, που είχε αποφασίσει να διεκδικήσει την ηγεσία της παράταξης, αιφνιδιάστηκε από την πρωτοβουλία Ράλλη και υποπτεύθηκε ότι με την κίνησή του αυτή θα μπορούσε να αναβαπτιστεί στην ΚΟ. Γι’ αυτό και αποχώρησε από τη συνεδρίαση, προκειμένου η ψηφοφορία να μη γίνει την ημέρα εκείνη.
[…]
Τελικά συμφωνήθηκε να διεξαχθεί ψηφοφορία στις 7 Δεκεμβρίου 1981. Όμως «ο χορός των διαβόλων» είχε ήδη ξεκινήσει. Το παρασκήνιο, οι ομάδες, τα τηλεφωνήματα και τα ξενύχτια «έδιναν κι έπαιρναν».
[…]
Στη συνεδρίαση της ΚΟ, στις 7 Δεκεμβρίου 1981, ο Γ. Ράλλης καταψηφίστηκε με 61 ψήφους, έναντι 41 ψήφων υπέρ του, 9 λευκών και 1 άκυρου. Στην ψηφοφορία εκείνη είχα ψηφίσει υπέρ της παραμονής του Γ. Ράλλη στην ηγεσία της ΝΔ.
Αφού ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα από τον Κωνσταντίνο Παπακωνσταντίνου, ο Γ. Ράλλης ζήτησε τον λόγο και απευθυνόμενος προς την ΚΟ είπε: «Το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας αποδεικνύει πως είχα δίκιο όταν επέμενα να θέσω θέμα εμπιστοσύνης, καθώς μόνο το 1/3 του συνόλου με στήριζαν, και αυτό σημαίνει ότι δεν θα ήταν δυνατόν να ανταποκριθώ αποδοτικά στα καθήκοντά μου». Ο Κ. Παπακωνσταντίνου τότε σηκώθηκε από τη θέση του και του πρότεινε μεγαλοφώνως να δεχθεί την ανακήρυξή του σε επίτιμο πρόεδρο του κόμματος. Ο Γ. Ράλλης όμως του απάντησε: «Συνηθίζω να καταπίνω τα χάπια αζαχάρωτα». Καθώς μάλιστα αποχωρούσε από τη συνεδρίαση, λέγεται ότι είπε σε στενό συνεργάτη του: «Βρήκαν κάποιον άλλο να τους πηγαίνει καλύτερα. Ελπίζω να μην το μετανιώσουν».
Σε μία από τις μακρές συζητήσεις που είχα αργότερα με τον Γ. Ράλλη, μου είπε:
Γιάννη, ο πραγματικός λόγος για τον οποίο με καταψήφισε η ΚΟ, τον Δεκέμβριο του 1981, δεν ήταν μόνο ο εσωκομματικός κλεφτοπόλεμος που είχε ξεκινήσει από τη στιγμή που εκλέχθηκα αρχηγός, ήταν και η μετριοπάθεια με την οποία απάντησα στις προγραμματικές δηλώσεις της Κυβερνήσεως Παπανδρέου. Αδιαφόρησαν βέβαια για την πληρότητα των επιχειρημάτων. Οι οπαδοί και οι περισσότεροι βουλευτές εννοούν να συμπεριφέρονται απέναντι στους αντιπάλους τους όπως οι «χούλιγκανς» στα ποδοσφαιρικά γήπεδα. Έτσι έφτασαν οπαδοί της ΝΔ να με βρίζουν χυδαία, διότι είχα συγχαρεί τον Παπανδρέου για τη νίκη του στις εκλογές του 1981 και είχα ευχηθεί κάθε επιτυχία για το καλό του τόπου.
Ο Γ. Ράλλης συνέχισε την πολιτική του σταδιοδρομία ως απλός βουλευτής της ΝΔ, για μερικά χρόνια ακόμη. Ο λόγος του στη Βουλή ήταν πάντοτε σοβαρός, υπεύθυνος και μετριοπαθής και όλες οι πτέρυγες της αίθουσας τον άκουγαν με σεβασμό. Σε μια συνεδρίαση μάλιστα έγινε το εξής περιστατικό: ο Γ. Ράλλης ανέβηκε στο βήμα της Βουλής για να τοποθετηθεί επί κάποιου θέματος και, πριν ακόμα αρχίσει να μιλάει, όλοι οι βουλευτές της ΝΔ αρχίσαμε να τον χειροκροτούμε. Γύρισε τότε προς το μέρος μας και είπε: «Τώρα με χειροκροτείτε; Ακούστε με τουλάχιστον πρώτα…»
Με τον Γ. Ράλλη μάς συνέδεε στενός φιλικός δεσμός. Ο πατέρας μου, γνωστός δικηγόρος της Αθήνας, είχε υπάρξει μαζί με τον ίδιο συνήγορος του πατέρα του, Ιωάννη Ράλλη, ο οποίος κατηγορείτο για συνεργασία με τους κατακτητές, διότι κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής ανέλαβε, με τη σύμφωνη γνώμη ολόκληρου του πολιτικού κόσμου, την πρωθυπουργία.
Μάλιστα, στη δίκη εκείνη, εξετάστηκαν περισσότεροι από τριακόσιοι μάρτυρες υπεράσπισης, και μεταξύ αυτών και ολόκληρη η πολιτική ηγεσία του τόπου: Γεώργιος Παπανδρέου, Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Κωνσταντίνος Τσάτσος, Θεμιστοκλής Σοφούλης κ.ά., οι οποίοι κατέθεσαν ότι πίεσαν ασφυκτικά τον Ι. Ράλλη να δεχθεί την πρωθυπουργία, διότι στο πρόσωπό του έβλεπαν τον άνθρωπο που θα μπορούσε να σώσει τον τόπο από τον επερχόμενο κομμουνιστικό κίνδυνο.
[…]
Το σπουδαιότερο έργο του Γ. Ράλλη ήταν η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1976. Μια από τις βασικότερες καινοτομίες της υπήρξε η καθιέρωση της νεοελληνικής μας γλώσσας, χωρίς ιδιωματισμούς και ακρότητες, σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, και αργότερα στη δημόσια διοίκηση. Έτσι άρχισε η σταδιακή εξάλειψη της διγλωσσίας (καθαρεύουσα και δημοτική) που ταλαιπωρούσε τον τόπο μας επί πενήντα και πλέον χρόνια. Και τα άλλα μέτρα όμως που καθιερώθηκαν τότε με την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του Γ. Ράλλη έδωσαν νέα πνοή στην εκπαίδευση των μαθητών όλων των εκπαιδευτικών βαθμίδων.
[…]
Τον Μάρτιο του 1993 –πριν ακόμη αποχωρήσει από την Κυβέρνηση Μητσοτάκη ο Α. Σαμαράς–, ο Γ. Ράλλης αποφάσισε να παραιτηθεί από βουλευτής και να τερματίσει την πολιτική του σταδιοδρομία. Η ριζική διαφωνία του με τους χειρισμούς της Κυβέρνησης Μητσοτάκη και του υπουργού Εξωτερικών Α. Σαμαρά για το θέμα της ονομασίας του κράτους των Σκοπίων τον οδήγησαν σε αυτή του την απόφαση.
Ο Γεώργιος Ράλλης, ο επονομαζόμενος και «δημοκράτης Πρωθυπουργός», ο άνθρωπος που δίδαξε εντιμότητα, ήθος και αυτό που σήμερα ονομάζουμε «πολιτικό πολιτισμό» –τόσο σπάνιο δυστυχώς στις εποχές που διανύουμε– έφυγε από τη ζωή τις απογευματινές ώρες της 15ης Μαρτίου 2006, σε ηλικία 88 ετών. Εκείνη την ημέρα, μετά την καθιερωμένη πρωινή του βόλτα, που συνήθιζε να κάνει χωρίς καμία συνοδεία ακόμη και όταν ήταν πρωθυπουργός, γύρισε στο σπίτι του. Αφού έφαγε μαζί με τη γυναίκα του, την πολυαγαπημένη του Λένα, ξάπλωσε για τον μεσημεριανό του υπνάκο, από τον οποίο δεν ξύπνησε ποτέ. Έφυγε χωρίς πόνους, χωρίς αρρώστιες, χωρίς νοσοκομεία. Τον αγαπούσε ο Θεός.
*Αποσπάσματα από το βιβλίο του Γιάννη Μ. Βαρβιτσιώτη Όπως τα έζησα (Βιβλίο Β’, 1981-1993, εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 2017). Τα χωρία προέρχονται από το πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου που φέρει τον τίτλο «Η συντριβή μας το 1981 και τα επακόλουθά της», και ειδικότερα από την υποενότητα που επιγράφεται «Η πτώση του Γ. Ράλλη».
Ο νομικός και πολιτικός Γεώργιος Ράλλης, πρωθυπουργός της Ελλάδας από το Μάιο του 1980 έως τον Οκτώβριο του 1981, γεννήθηκε στις 26 Δεκεμβρίου 1918 και απεβίωσε στις 15 Μαρτίου 2006.
Στις 9 Μαΐου 1980 ο Ράλλης είχε λάβει την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης από τον τότε Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας, Κωνσταντίνο Τσάτσο (η κυβέρνησή του είχε ορκιστεί την επομένη, 10η Μαΐου).