To 40,7% των ψηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ είναι ικανοποιημένο από τη λειτουργία της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας – όταν εκείνοι των υπόλοιπων αντιπολιτευόμενων κομμάτων που λένε το ίδιο κυμαίνονται από 6,5% ως 11,6%.
Το 56,3% ταυτίζεται ιδεολογικά με τη σοσιαλδημοκρατία. Το 84,7% θεωρεί την ανταγωνιστικότητα καλή. Το 67,6% τον καπιταλισμό κακό. Το 64,1% την οικονομία της αγοράς καλή. Το 50,7% αντιμετωπίζει τις ιδιωτικοποιήσεις αρνητικά.
Το 82,6% τις ξένες επενδύσεις θετικά. Για το 55,6% η θρησκεία είναι σημαντική στη ζωή τους.
Το 61,4% τάσσεται υπέρ της αποποινικοποίησης της κάνναβης για προσωπική χρήση. Το 60,6% στηρίζει τον γάμο μεταξύ ομόφυλων ζευγαριών. Το 44,2% δεν θέλει να τους αναγνωριστεί το δικαίωμα της τεκνοθεσίας.
Το 52% πιστεύει πως οι διαδηλώσεις πρέπει να περιορίζονται όταν απειλείται η δημόσια τάξη. Μόλις 37% κρίνει σημαντική τη διάκριση Δεξιά – Αριστερά. Το 84,5% είναι ευρωπαϊστές.
Ολα τα παραπάνω ποσοστά – από έρευνα του Eteron, η οποία δημοσιεύθηκε πριν από λίγο καιρό – μαρτυρούν αυτό που κεντροαριστερά στελέχη παραδέχονται οφ δε ρέκορντ: είναι δύσκολο για το κόμμα να ψυχογραφήσει την εκλογική του βάση.
Ενδεχομένως είναι τόσο δύσκολο ώστε εκείνο να υιοθετεί προεκλογικές στρατηγικές που μοιάζουν να αγνοούν τα βασικά στοιχεία του ψυχισμού των υποστηρικτών του.
Οπως, ας πούμε, το μότο «ούτε Μητσοτάκης, ούτε Τσίπρας», το οποίο επαναλαμβάνει σχεδόν μονότονα ο αρχηγός του. Σε δημοσκόπηση της GPO στις αρχές Απριλίου, οι ψηφοφόροι του άλλοτε κραταιού Κινήματος δήλωσαν σε ποσοστό 70,1% ότι συμφωνούν και μάλλον συμφωνούν με την άποψη ότι ο αρχηγός του κόμματος που συγκεντρώνει το μεγαλύτερο ποσοστό στις εκλογές πρέπει να είναι ο πρωθυπουργός.
Για έναν έμπειρο αναλυτή, η ομοθυμία τους – αν και πιστεύουν κάτι διαμετρικά αντίθετο από την κομματική γραμμή – είναι απόλυτα εξηγήσιμη.
«Πρώτον, στην Ελλάδα είναι παγιωμένη η αντίληψη πως ο επικεφαλής του πρώτου κόμματος παίρνει την εντολή να ηγηθεί μιας κυβέρνησης ασχέτως της μορφής του κυβερνητικού σχήματος. Και δεύτερον, αυτή η θέση είναι εντυπωμένη στο πασοκικό DNA. Θα μπορούσε πριν από 23 χρόνια να πει κανείς σε έναν πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ, ο οποίος έχει κερδίσει εκλογές, ότι δεν θα είναι πρωθυπουργός;».
Βέβαια, δημοσκόποι και στελεχιακό δυναμικό του κόμματος αναγνωρίζουν ότι η πασοκική βάση είναι τριχοτομημένη.
Το 1/3 της ακούει ευχάριστα το αφήγημα της Χαριλάου Τρικούπη για αυτόνομη πορεία. Το άλλο 1/3 εμφανίζεται στα γκάλοπ θετικό σε μια μετεκλογική συμπόρευση με τη ΝΔ. Το τελευταίο 1/3 είναι αριστερόστροφο και εξαιτίας των αντιδεξιών ανακλαστικών του θα προτιμούσε μια συνεργασία του ΠΑΣΟΚ με τον ΣΥΡΙΖΑ την επομένη των εκλογών.
Οι μελετητές των μετρήσεων επισημαίνουν ότι διαχρονικά – από τότε που καλούνται να απαντήσουν σε ερωτήματα για το ποιον κορμό θα ήθελαν να έχει μια κυβέρνηση συνεργασίας – το ποσοστό των πράσινων ψηφοφόρων που προκρίνει τη συμμαχία με τη ΝΔ είναι πάντα μεγαλύτερο εκείνων που επιλέγουν την προτεινόμενη από τον ΣΥΡΙΖΑ προοδευτική διακυβέρνηση. «Τα νούμερα πηγαινοέρχονται αλλά η ισορροπία δυνάμεων δεν αλλάζει», αναφέρει χαρακτηριστικά ένας.
Ο «νούμερο ένα» αντίπαλος
Η εξήγηση γι’ αυτό κρύβεται σε άλλες μπάρες και πίτες των δημοσκοπήσεων. Κατά τα λεγόμενά του, «το αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο παραμένει ακόμη πολύ ισχυρό στη βάση του ΠΑΣΟΚ. Ισως είναι το ισχυρότερο που συναντάμε πλέον».
Ταυτόχρονα, οι ψηφοφόροι άνω των 60, εκείνοι που έχουν ζήσει το ένδοξο παρελθόν του κόμματος, δεν έχουν πάψει να οραματίζονται την επιστροφή του στην εξουσία, προσθέτει. «Ετσι, ο ΣΥΡΙΖΑ εκλαμβάνεται ως ο νούμερο ένα αντίπαλος, αυτός που πρέπει να νικηθεί ώστε το κόμμα να επανακαταλάβει τη θέση του στον δικομματισμό».
Στην ανάγνωσή του, λοιπόν, η πλειονότητα όσων ψηφίζουν ΠΑΣΟΚ δεν ψηφίζουν κόμμα διαμαρτυρίας. Το αντίθετο. «Παραπάνω από το 1/3 προσδοκούν να γίνει δεύτερο κόμμα». Οι πολέμιοι του ΣΥΡΙΖΑ μέσα στους κόλπους του επιμένουν επίσης ότι πολλοί – οι αποκαλούμενοι δεξιόστροφοι – το επιλέγουν διαλέγοντας μια πολιτική δύναμη η οποία θέλουν να αναλάβει κυβερνητικές ευθύνες άμεσα, σαν μικρός κυβερνητικός εταίρος, δηλαδή.
Ακόμη κι ο πιο καχύποπτος απέναντι στον ηγετικό πυρήνα του Κινήματος, άρα, οφείλει να αναγνωρίσει πως η εξίσωση που έχουν να λύσουν όσοι χαράσσουν την κομματική γραμμή δεν έχει προφανή ρίζα. Βέβαια, ούτε οι δημοσκόποι, οι οποίοι παρατηρούν προσεκτικά τις τάσεις των πράσινων δειγμάτων τους, έχουν καταλάβει τι ακριβώς θέλουν οι ψηφοφόροι του ΠΑΣΟΚ.
«Ο κόσμος μπορεί να είναι μπερδεμένος. Η ηγεσία, όμως, είναι εκείνη που θέτει τους στρατηγικούς στόχους ενός κόμματος», επισημαίνει ένας γνωστός πολιτικός αναλυτής όταν του ζητείται να σχολιάσει την πολυπλοκότητα των προβλημάτων του τρίτου κόμματος.
Οι ρεαλιστές υπενθυμίζουν ότι αυτά προϋπάρχουν του σημερινού του προέδρου – τα αντιμετώπιζε το ΠΑΣΟΚ από τη στιγμή που συρρικνώθηκε σε μικρομεσαία πολιτική δύναμη. Οντως. Εξάλλου, το κόμμα, σαν τον άνθρωπο, είναι οι επιλογές του.