Τι φταίει για την άνοδο του ακροδεξιού εξτρεμισμού σε όλο τον κόσμο; «Είναι ο… ταξικός πόλεμος, ηλίθιε». Αυτή είναι η απάντηση του Νόαμ Τσόμσκι σε μια παράφραση της γνωστής αμερικανικής φράσης για την οικονομία ως πηγή πολλών δεινών.
Κληθείς να σχολιάσει τα δύο χρόνια από την αιματηρή εισβολή στο Καπιτώλιο τον Ιανουάριο της οριακής ήττας του Ντόναλντ Τραμπ και της πύρρειας νίκης του Τζο Μπάιντεν, ο διάσημος καθηγητής, γλωσσολόγος και ακτιβιστής ξεκαθάρισε ότι η άνοδος της ακροδεξιάς είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο.
«Παρότι κάθε έθνος έχει τη δική του ξεχωριστή γεύση ακροδεξιού εθνικισμού, ο ανερχόμενος εξτρεμισμός συμβαίνει σε όλο τον κόσμο», δήλωσε χαρακτηριστικά ο ίδιος σε εκδήλωση Q&A στο πανεπιστήμιο Λεχάι της Πενσυλβάνια.
Ο Φάραντζ, η Λεπέν και οι άλλοι
Και έφερε ως απόδειξη αυτού την αυξανόμενη δημοτικότητα του Νάιτζελ Φάραντζ στο Ηνωμένο Βασίλειο, της Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία, του κόμματος Εναλλακτική για τη Γερμανία (AFD) στη Γερμανία, του Ζαΐρ Μπολσονάρου στη Βραζιλία, του Βίκτορ Όρμπαν στην Ουγγαρία και των θρησκευτικών εθνικιστών στο Ισραήλ.
Ο Τσόμσκι τόνισε τον ρόλο του νεοφιλελευθερισμού ως μια δύναμη που τροφοδοτεί την ακροδεξιά, τον απολυταρχισμό και τον φασισμό, γράφει η ιστοσελίδα znetwork.org.
Ο ίδιος μίλησε συγκεκριμένα για την αυξανόμενη ανισότητα και την ανασφάλεια των εργαζομένων σε ολόκληρο τον κόσμο τα τελευταία 40 με 45 χρόνια, κάνοντας ιδιαίτερη μνεία στον «πικρό, άγριο ταξικό πόλεμο» που διεξάγεται από τα δύο μεγάλα κόμματα στις ΗΠΑ, για λογαριασμό των πλουτοκρατικών ελίτ, και εναντίον της μεγάλης πλειοψηφίας των Αμερικανών, που έχουν δει την οικονομική τους κατάσταση να τελματώνει ή να φθίνει στη διάρκεια αυτής της χρονικής περιόδου.
Επικαλούμενος μια έκθεση της Rand Corporation, που συμπεραίνει ότι οι επιχειρηματικές ελίτ στις ΗΠΑ έχουν αποσπάσει πρόσθετο πλούτο ύψους 50 τρισ. δολαρίων τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, σε βάρος των εργαζομένων, της μεσαίας τάξης και των φτωχών Αμερικανών, ο Αμερικανός καθηγητής στο Τμήμα Γλωσσολογίας και Φιλοσοφίας του Τεχνολογικού Ινστιτούτου της Μασαχουσέτης εξήγησε πως αυτός ο ταξικός πόλεμος «άνοιξε τις πόρτες για την καθαρή ληστεία του αμερικανικού κοινού» για λογαριασμό των πλουτοκρατικών ελίτ.
Επιχειρηματολόγησε συγκεκριμένα ότι ο εντεινόμενος ταξικός πόλεμος είναι το τέλειο περιβάλλον για έναν απολυταρχικό δημαγωγό να ανέλθει στην εξουσία, παίζοντας με τους φόβους και τις ανησυχίες μιας ολοένα και πιο ανασφαλούς κοινωνίας πολιτών.
Δημαγωγοί, σαν τον Τραμπ, που ο Τσόμσκι παρουσίασε ως πειστήριο Α, λένε στους υποστηρικτές τους ότι τους αγαπούν, ενώ τους μαχαιρώνουν πισώπλατα εντείνοντας περαιτέρω τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, όπως είναι η απορρύθμιση των επιχειρήσεων και οι φοροαπαλλαγές των πλουσίων, που τροφοδοτούν όχι μόνο την αυξανόμενη ανισότητα, αλλά και την παγκόσμια περιβαλλοντική κρίση.
Η δύναμη της προπαγάνδας
Επισημαίνοντας την απίστευτη δύναμη της προπαγάνδας, ο Τσόμσκι επίσης έκανε λόγο για τους «έμπορους αμφιβολίας», που θολώνουν τα νερά του δημόσιου λόγου και αποπροσανατολίζουν την κοινή γνώμη από τα σημαντικά, για να καταλήξει σε δύο βασικά μαθήματα.
Το πρώτο είναι ότι η άνοδος του εξτρεμισμού και της πλουτοκρατίας δεν είναι αναπόφευκτες. «Αν θέλουμε μια πιο δίκαιη κοινωνία, πρέπει να οργανωθούμε και να αγωνιστούμε γι’ αυτήν. Δεν θα πέσει μόνη της στην αγκαλιά μας. Τα κοινωνικά κινήματα έχουν προκαλέσει αλλαγές στο παρελθόν και μπορούν να το κάνουν ξανά. Αλλά είναι στο χέρι μας να κάνουμε αυτό το όνειρο πραγματικότητα» είπε ο Αμερικανός καθηγητής χαρακτηριστικά.
Το δεύτερο μάθημα είναι ότι η βία δεν είναι η απάντηση στην καταπολέμηση της αυξανόμενης ανισότητας και της επίθεσης στη δημοκρατία. «Θα βοηθούσε η βία να ξεπεραστούν αυτά τα προβλήματα; Δεν υπάρχει λόγος να πιστεύουμε κάτι τέτοιο. Καταφεύγοντας στη βία μεταφερόμαστε στην αρένα στην οποία ο εχθρός έχει τη δύναμη. Και δεν μπαίνουμε στην αρένα μέσα στην οποία ο αντίπαλος είναι ισχυρός, αλλά στην αρένα όπου ο αντίπαλος είναι αδύναμος», πρόσθεσε.
Η βία είναι «ένα δώρο στον εχθρό», κατέληξε ο Τσόμσκι, τονίζοντας ότι «η αλλαγή πρέπει να έρθει από την ενεργό οργάνωση και τον ακτιβισμό».