Από γεωπολιτική άποψη, οι προεδρικές εκλογές αύριο Κυριακή στην Τουρκία μπορεί να φαίνονται ως ένα από τα πιο κρίσιμα μη βίαια πολιτικά γεγονότα του τρέχοντος έτους. Αλλά τα φαινόμενα μπορεί να είναι παραπλανητικά στην τουρκική πολιτική (στη φωτογραφία του Reuters/Yves Herman), επάνω, προεκλογική συγκέντρωση του Κιλιτσντάρογλου στην Αγκυρα).
«Δύση εναντίον Υπολοίπων»
Στην αυξανόμενη διεθνή πόλωση με βάση το δίλημμα «Δύση εναντίον Υπολοίπων», τα δυτικά μέσα ενημέρωσης υποστηρίζουν την ήττα του προέδρου Ρετζέπ Ερντογάν, θεωρώντας ότι ένας από τους κορυφαίους υποστηρικτές της πολυπολικότητας και της στρατηγικής αυτονομίας στην αναδυόμενη παγκόσμια τάξη πραγμάτων, που τον εμφανίζουν ως άθλιο παράδειγμα για τον Παγκόσμιο Νότο, βαδίζει προς τη δύση του.
Πραγματικά, η βαρύτητα του Ερντογάν συνίσταται στο ότι, σε αντίθεση με τόσους πολλούς αυτοαποκαλούμενους υποστηρικτές του Παγκόσμιου Νότου που έχουν ξεφυτρώσει ως μανιτάρια τον τελευταίο καιρό, εφαρμόζει αυτό που κηρύττει, γράφει σε ανάλυσή του ο M.K. Bhadrakumar (επί 30ετία στέλεχος του υπουργείου Εξωτερικών της Ινδίας, πρώην πρεσβευτής και στην Aγκυρα, βαθύς γνώστης της περιοχής και σήμερα γεωπολιτικός αναλυτής μεγάλου διεθνούς κύρους).
Ο ενθουσιασμός των δυτικών μέσων ενημέρωσης πηγάζει από μια απλοϊκή αντίληψη που θέλει τον Ερντογάν, έναν χαρισματικό «ισχυρό άνδρα», ο οποίος αξιοποιεί την τεράστια δημοτικότητα και οξυδέρκειά του για να εκμεταλλευτεί τον κατακερματισμό της τουρκικής εκλογικής σκηνής, να βρίσκει τη νέμεσή του στην υποψηφιότητα της ενοποιημένης αντιπολίτευσης υπό τον Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου.
Αν και το αποτέλεσμα των αυριανών εκλογών ίσως φαίνεται δύσκολο να προβλεφθεί, μπορεί κάλλιστα να οδηγήσει σε μια ξεκάθαρη νίκη του Ερντογάν από τον πρώτο κιόλας γύρο (με πάνω από το 50% των ψήφων) που θα αποκλείσει την ανάγκη για επαναληπτική αναμέτρηση.
Η ετερόκλητη συμμαχία
Το γνωστό άγνωστο σήμερα είναι αν η ετερόκλητη πολιτική συμμαχία του Κιλιτσντάρογλου, που τον βοήθησε να κλειδώσει την προεδρική υποψηφιότητα και να καλύψει τις ιδεολογικές διαφορές της που είναι τόσο ιστορικές όσο και πολιτιστικές, θα ήταν αρκετή για να πείσει αρκετούς ψηφοφόρους να τον βοηθήσουν να κερδίσει την κούρσα.
Πορτρέτο του Ερντογάν σε μπαλκόνι διαμερίσματος στην Κωνσταντινούπολη (φωτογραφία Reuters/Dylan Martinez)
Ο Ερντογάν είναι ένας άνθρωπος της ιστορίας, με μια εντυπωσιακή πορεία στην εξουσία και στην εδραίωση της κυριαρχίας των πολιτών σε μια λειτουργική δημοκρατία.
Ο Κιλιτσντάρογλου, αντίθετα, δεν έχει τίποτα να επιδείξει και δεν κατείχε ποτέ εκλεγμένο αξίωμα. Ομως, το ότι οι δυτικές πρωτεύουσες ονειρεύονται μια νίκη του Κιλιτσντάρογλου, υπογραμμίζει το υψηλό διακύβευμα στις αυριανές εκλογές.
Ωστόσο, το παράδοξο είναι πως, ακόμη και αν ο ηγέτης της αντιπολίτευσης είναι ο νικητής, οι δυτικές δυνάμεις δεν πρέπει να περιμένουν μια πλήρη ευθυγράμμιση της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής με τις απαιτήσεις τους.
Ο ίδιος ο Κιλιτσντάρογλου παρατήρησε πρόσφατα ότι η τουρκική εξωτερική και αμυντική πολιτική «διευθύνονται από το κράτος» και είναι «ανεξάρτητες από πολιτικά κόμματα».
Μην κάνετε λάθος
Τι εννοεί μ’ αυτή την περίεργη παρατήρηση; Μην κάνετε λάθος, ο Κιλιτσντάρογλου είναι ένας «κεμαλιστής» του παλιού κόσμου, ένας σοσιαλδημοκράτης αφοσιωμένος με πάθος στα ιδεολογικά θεμέλια του τουρκικού κράτους που ίδρυσε ο Ατατούρκ, και πιστεύει στις βασικές αρχές του εθνικισμού, της εκκοσμίκευσης και του κρατισμού.
Η δυτική ελπίδα είναι ότι, δεδομένης της αλχημείας του ετερόκλητου συνασπισμού που μπορεί να ωθήσει τον Κιλιτσντάρογλου στη νίκη, αυτός θα ηγηθεί μιας αδύναμης κυβέρνησης – σ’ αντίθεση με τη δυναμική, σταθερή κυβέρνηση του Ερντογάν.
Πράγματι, η Δύση έχει τεράστια εμπειρία στη χειραγώγηση αδύναμων συμμάχων και εταίρων, σε κατευθύνσεις που ταιριάζουν στις απαιτήσεις της δυτικής ηγεμονίας.
Ομως, όπως μαρτυρούν τα τρέχοντα γεγονότα στην περιοχή της Δυτικής Ασίας, ειδικά στον Κόλπο, τα πρώην υποτελή κράτη των Ηνωμένων Πολιτειών αντιστέκονται στον εκφοβισμό, διεκδικούν τη στρατηγική τους αυτονομία και σχεδιάζουν συστηματικά την προώθηση των εθνικών συμφερόντων τους σε μακροπρόθεσμη προοπτική.
Ο αποκλεισμός της δυτικής ηγεμονίας
Η ύφεση στις σχέσεις Σαουδικής Αραβίας – Ιράν, η συμφιλίωση Σαουδικής Αραβίας και Εμιράτων με τον πρόεδρο Μπασάρ Αλ-Ασαντ, οι εκκολαπτόμενες ειρηνευτικές συνομιλίες για την Υεμένη και το Σουδάν – όλα αυτά δείχνουν ότι τα περιφερειακά κράτη είναι απολύτως ικανά ν’ ανταποκριθούν στα εθνικά τους συμφέροντα και ότι ο αποκλεισμός της δυτικής ηγεμονίας μπορεί να έχει στην πραγματικότητα παραγωγικά αποτελέσματα αντί για αέναες συγκρούσεις και διαμάχες.
Οι εξωτερικές πολιτικές της Τουρκίας έχουν τις ρίζες τους στην ιστορία, τη γεωγραφία, τα εθνικά της συμφέροντα και τον χαρακτήρα ενός κλασικού «πολιτισμικού κράτους». Η Αγκυρα ακολούθησε σε μεγάλο βαθμό μια αδέσμευτη ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική με έμφαση στη διατήρηση της στρατηγικής της αυτονομίας στο εξαιρετικά ασταθές εξωτερικό περιβάλλον της.
Ελληνοτουρκικές σχέσεις
Χαρακτηριστικά, πριν μισό αιώνα, ο πρωθυπουργός Μπουλέντ Ετζεβίτ διακινδύνευσε τις αμερικανικές κυρώσεις και διέταξε στρατιωτική επέμβαση στη Βόρεια Κύπρο για να διαφυλάξει την ασφάλεια και την ευημερία της εθνοτικής τουρκικής κοινότητας. Καμία διάδοχη κυβέρνηση δεν απέσυρε αυτή την απόφαση και οι Τούρκοι έμαθαν να ζουν με το βέτο της Κύπρου και της Ελλάδας στην ένταξή τους στην ΕΕ.
Προεκλογική συγκέντρωση του Κιλιτσντάρογλου στην Προύσα (φωτογραφία Reuters/Murad Sezer)
Ο Κιλιτσντάρογλου θα τηρήσει την κυπριακή πολιτική (και στρατηγική). Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο πρόεδρος Μπάιντεν βρίσκεται πλήρως στην τροχιά του ελληνικού λόμπι με επιρροή στην πολιτική των ΗΠΑ (το οποίο χρηματοδότησε αφειδώς την πολιτική του καριέρα επί δεκαετίες), ο Κιλιτσντάρογλου δεν θα έχει αυταπάτες ενώ θα υποστηρίζει τους ισχυρισμούς για θαλάσσια σύνορα, αποκλειστικές οικονομικές ζώνες ή εξερεύνηση αποθεμάτων φυσικού αερίου στην Ανατολική Μεσόγειο.
Κατά ειρωνικό τρόπο
Το μεγαλύτερο εμπόδιο στις τουρκοαμερικανικές σχέσεις είναι το έλλειμμα εμπιστοσύνης και αυτό μπορεί ν’ αποδοθεί κατά κύριο λόγο στις προθέσεις της Ουάσιγκτον όσον αφορά τη θέληση της Τουρκίας να είναι εθνικά ασφαλές κράτος.
Δεν πρόκειται μόνο για την αποτυχία της υποστηριζόμενης από τη CIA απόπειρας πραξικοπήματος το 2016 για την ανατροπή του Ερντογάν, αλλά συγκεκριμένα για τη συμμαχία της Ουάσιγκτον με αυτονομιστικές κουρδικές ομάδες στη Συρία και το Ιράκ (που έχουν επίσης μακροχρόνιους δεσμούς με τις ισραηλινές υπηρεσίες πληροφοριών), που αποσταθεροποιούν την Τουρκία (και το Ιράν).
Κατά ειρωνικό τρόπο, ο ίδιος ο Κιλιτσντάρογλου είναι ένθερμος υπέρμαχος της εξομάλυνσης των σχέσεων με την κυβέρνηση Ασαντ. Θα ευνοούσε την αναζωογόνηση της Συμφωνίας των Αδάνων (1998), η οποία προέβλεπε διμερή συνεργασία μεταξύ Αγκυρας και Δαμασκού σε αντιτρομοκρατικές δραστηριότητες, κάτι που θα σοκάριζε την Ουάσιγκτον, το Παρίσι και το Βερολίνο.
Η ουσία είναι, βέβαια, η στενή, φιλική, αμοιβαία επωφελής σχέση που δημιούργησε ο Ερντογάν με τη Ρωσία. Τώρα, αυτό έχει μια παλιά ιστορία. Τα νέα παιδιά στο μπλοκ δεν ξέρουν ότι ο ίδιος ο Ατατούρκ είχε φιλικές σχέσεις με τους Μπολσεβίκους.
Κινητήριος δύναμη η γεωοικονομία
Στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου, επίσης, η Αγκυρα, παρά την ένταξή της στο ΝΑΤΟ, διατήρησε σ’ ένα βαθμό αδέσμευτη πολιτική. Συνοπτικά, ο Ερντογάν όχι μόνο επέστρεψε σ’ αυτό το παρελθόν, αλλά το έκανε ανοιχτά, και έχτισε πάνω σ’ αυτό πολύ γρήγορα, επιδιώκοντας να εντάξει την Τουρκία στην αναδυόμενη πολυπολική παγκόσμια τάξη πραγμάτων.
Η τουρκική ουδετερότητα στη σύγκρουση της Ουκρανίας δεν μπορεί να γίνει κατανοητή ως «αυτόνομο» ζήτημα. Στην πραγματικότητα, η γεωοικονομία υπήρξε κινητήριος δύναμη στη σχέση Τουρκίας – Ρωσίας.
Το αν ο Κιλιτσντάρογλου μπορεί ή όχι να χρησιμοποιήσει το ρωσικό αντιπυραυλικό σύστημα S-400 είναι αμφισβητήσιμο, αλλά σίγουρα δεν μπορεί να κάνει χωρίς τον πυρηνικό σταθμό Ακούγιου των 20 δισεκατομμυρίων δολαρίων, τον οποίο η ρωσική Rosatom όχι μόνο κατασκευάζει αλλά επίσης θα διαχειρίζεται στο μέλλον.
Η ανοησία των «διατλαντικών» ηγετών
Η τουρκική οικονομία βασίζεται εν μέρει στο «γερμανικό μοντέλο» – οι τουρκικές εταιρείες χρησιμοποιούν φθηνή ενέργεια από τη Ρωσία για να παράγουν βιομηχανικά προϊόντα σε ανταγωνιστικές τιμές για την ευρωπαϊκή αγορά.
Συνάντηση Ερντογάν – Πούτιν (φωτογραφία Sputnik/Vyacheslav Prokofyev/via Reuters)
Γιατί ο Κιλιτσντάρογλου θα μιμηθεί την ανοησία των σημερινών «διατλαντικών» ηγετών στο Βερολίνο που διακόπτουν τις φτηνές μακροπρόθεσμες προμήθειες ενέργειας από τη Ρωσία με κόστος την αποβιομηχάνιση;
Ο Σολτς έχει βαθιές τσέπες και μπορεί πιθανώς ν’ αντέξει οικονομικά, αντικαθιστώντας το ρωσικό αέριο στο πλαίσιο μακροπρόθεσμων συμβάσεων με το LNG από την Αμερική σε εκπληκτικά υψηλές τιμές, αλλά η Ρωσία έχει αποδειχθεί ότι είναι μια εξαιρετικά αξιόπιστη πηγή άφθονης ενέργειας μέσω αγωγών που διατρέχουν τη Μαύρη Θάλασσα προς την Τουρκία.
Ο λόγος ύπαρξης του διπλού προσανατολισμού της – προς την ανατολή και τη δύση – αντιστοιχεί σε μια παλιά παράδοση της εξωτερικής πολιτικής της. Η χώρα έχει τη δική της κατανόηση για τη Ρωσία, που προέρχεται από μια μακρά, δύσκολη κοινή ιστορία.
Ο φετιχισμός της κοσμικότητας
Ως εκ τούτου, δεν μπορεί κανείς να θεωρήσει παράλογη την τεράστια σκοπιμότητα και τα κοινά συμφέροντα που εμπλέκονται όταν ο Ερντογάν και ο Πούτιν, ο καθένας μια περίπλοκη προσωπικότητα με τον δικό του τρόπο, καταβάλλουν τόσες προσπάθειες για να κατανοήσουν ο ένας τον άλλον και να συνεργαστούν.
Οι δυτικές δυνάμεις φαντασιώνονται ότι χειραγωγώντας τα δεξιά, φιλοδυτικά κόμματα που ευθυγραμμίζονται με τον Κιλιτσντάρογλου, στη συμφωνία με τον διάβολο για να κρατήσουν τον σημερινό τούρκο πρόεδρο εκτός εξουσίας, μπορούν να γονατίσουν τον αυστηρό κεμαλιστή.
Στην πραγματικότητα, όμως, ο Ερντογάν, επίσης, ακολούθησε σε μεγάλο βαθμό μια εξωτερική πολιτική που έχει τις ρίζες της στην ιδεολογία του τουρκικού κράτους που ίδρυσε ο Ατατούρκ, συμπεριλαμβανομένου του φετιχισμού της κοσμικότητας που είναι χαρακτηριστικός ενός αρχετυπικού κεμαλιστή όπως ο Κιλιτσντάρογλου.