Αν και οι περισσότερες δημοσκοπήσεις στην Τουρκία έδειχναν προβάδισμα του Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, τελικά επιβεβαιώθηκαν εκείνες που εμφάνιζαν την εντελώς αντίθετη εικόνα, δηλαδή νίκη Ερντογάν, τουλάχιστον στη πρώτη μάχη. Πως εξηγείται όμως, αυτή η ανακολουθία;
Ο Αμερικανός Ταϊβανοαμερικανός νευροεπιστήμονας στο Πανεπιστήμιο του Πρίνστον, καθηγητής Σαμ Γουάνγκ, έχει καταδείξει ότι οι δημοσκοπήσεις δεν πέφτουν έξω μόνο σε χώρες σαν την Τουρκία, αλλά και στην ίδια την υπερδύναμη, τις ΗΠΑ.
Ο Σαμ Γουάνγκ είχε τραβήξει τη δημόσια προσοχή πριν μερικά χρόνια, όταν αναγκάστηκε να φάει ένα έντομο, ενώ ήταν καλεσμένος στο CNN! Είχε στοιχηματίσει ότι θα το έκανε εάν ο υποψήφιος τότε Ντόναλντ Τραμπ κέρδιζε πάνω από 240 εκλεκτορικές ψήφους στις εκλογές του 2016. Τελικά, έπεσε έξω και έφαγε ένα έντομο!
Αρκετά χρόνια μετά από εκείνη την έντιμη πράξη παραδοχής του λάθους του, ο ακαδημαϊκός εξήγησε στο Scientific American πως «είναι καλύτερο να μην τραβάμε από τα μαλλιά μια δημοσκόπηση για να βγάλουμε ντε καλά νόημα.
«Εάν σε εκλογική μάχη η διαφορά είναι στις 3-4 μονάδες, θα πρέπει απλώς να πούμε ότι είναι μια αμφίρροπη μάχη και να μην αναγκάζουμε τα δεδομένα να πουν ντε και καλά κάτι που δεν μπορούν».
Τι συνέβη με τον Τραμπ
Ειδικά για τις ενδιάμεσες αμερικανικές εκλογές του 2020, ο Σαμ Γουάνγκ, ρωτήθηκε μήπως είναι πιθανό οι δημοσκόποι να μην επικοινωνούσαν επαρκώς τηλεφωνικά με τους υποστηρικτές του Τραμπ, δεδομένου ότι οι περισσότερες δημοσκοπήσεις έδειχναν προβάδισμα του Μπάιντεν.
Ο Σαμ Γουάνγκ επικαλέστηκε τον Αμερικανό επιστήμονα δεδομένων και αναλυτή πολιτικών δημοσκοπήσεων Ντέιβιντ Σορ, ο οποίος είχε επισημάνει την πιθανότητα οι άνθρωποι που απαντούν στις δημοσκοπήσεις να μην αποτελούν αντιπροσωπευτικό δείγμα.
Όσοι απαντούν σε δημοσκοπήσεις «είναι αρκετά περίεργοι με την έννοια ότι είναι πρόθυμοι να σηκώσουν το τηλέφωνο και να παραμείνουν στο τηλέφωνο με έναν δημοσκόπο».
Ο Ντέιβιντ Σορ απέδειξε ότι οι άνθρωποι είναι πιο πιθανό να σηκώσουν τηλέφωνο αν είναι Δημοκρατικοί, πιο πιθανό να σηκώσουν το τηλέφωνο υπό συνθήκες πανδημίας και πιο πιθανό να σηκώσουν το τηλέφωνο εάν έχουν υψηλή βαθμολογία στον τομέα της κοινωνικής εμπιστοσύνης.
«Είναι συναρπαστικό. Το θέμα είναι ότι οι ερωτηθέντες στη δημοσκόπηση βαθμολογούνται υψηλότερα στην κοινωνική εμπιστοσύνη από τον γενικό πληθυσμό, και λόγω αυτού, δεν αποτελούν αντιπροσωπευτικό δείγμα του πληθυσμού. Αυτό μπορεί να παραμορφώνει τα αποτελέσματα», λέει ο Γουάνγκ.
Σύμφωνα με τον ίδιο, αυτό σχετίζεται επίσης με την ιδέα ότι οι αμερικανικές Πολιτείες με περισσότερους οπαδούς συνομωσιολογικών θεωριών (QAnon) παρουσίασαν πιο ανακριβή δημοσκόπηση. «Το σύστημα πεποιθήσεων αυτών των ανθρώπων σίγουρα συσχετίζεται με χαμηλότερη κοινωνική εμπιστοσύνη» και έτσι «αυτοί μπορεί να είναι άνθρωποι που απλά δεν πρόκειται να σηκώσουν το τηλέφωνο».
«Εάν πιστεύετε σε μια τερατώδη συνωμοσία σεξουαλικής κακοποίησης που περιλαμβάνει ένα από τα μεγαλύτερα πολιτικά κόμματα των ΗΠΑ, τότε μπορεί να είστε παρανοϊκοί. Δεν θα μπορούσε κανείς να αποκλείσει το ενδεχόμενο οι παρανοϊκοί άνθρωποι να είναι επίσης απρόθυμοι να απαντήσουν σε δημοσκοπήσεις».
Πέσανε έξω με τους μετανάστες
Η κομητεία Μαϊάμι-Ντέιντ της Φλόριντα, στην οποία κατοικούν πολλοί Ισπανόφωνοι, ενίσχυσε σημαντικά τον Τραμπ.
Ερωτηθείς ο καθηγητής πώς μπορεί οι δημοσκοπήσεις να μην έχουν λάβει υπόψη μέλη αυτής της δημογραφικής υποστήριξης του Τραμπ, είπε πως οι δημοσκόποι γνωρίζουν ότι οι Ισπανόφωνοι ψηφοφόροι είναι μια δυσπρόσιτη δημογραφική ομάδα.
«Επιπλέον, οι Ισπανόφωνοι δεν είναι μονολιθικός πληθυσμός. Αν κοιτάξετε μερικά από τα exit poll, φαίνεται ότι οι Ισπανόφωνοι ήταν πιο ευνοϊκοί για τον Τραμπ από ό,τι ήταν για την Κλίντον πριν από τέσσερα χρόνια» υποστήριξε ο καθηγητής ενώ παραδέχτηκε ότι «είναι σίγουρα πιθανό η υποστήριξη των Ισπανών να ξέφυγε από τους δημοσκόπους αυτή τη φορά».
Ο ρόλος της πανδημίας
Για τον Σαμ Γουάνγκ, πάντως, η δημοσκόπηση είναι εξαιρετικά σημαντική γιατί είναι ένας τρόπος με τον οποίο μπορούμε να μετρήσουμε το κοινό αίσθημα πιο αυστηρά από οποιαδήποτε άλλη μέθοδο. Οι δημοσκοπήσεις διαδραματίζουν κρίσιμο ρόλο στην κοινωνία μας.
Ωστόσο προειδοποιεί πως «ένα πράγμα που δεν πρέπει να κάνουμε είναι να μετατρέψουμε τα δεδομένα δημοσκοπήσεων σε πιθανότητες. Αυτό κρύβει το γεγονός ότι οι δημοσκοπήσεις μπορεί να απέχουν μερικές μονάδες. Και είναι καλύτερα να αφήσετε τα αναφερόμενα δεδομένα σε μονάδες γνώμης [ως ποσοστό που ευνοεί έναν υποψήφιο] αντί να προσπαθήσετε να τα μετατρέψετε σε πιθανότητα».
«Είναι καλύτερο να μην πιέζετε να βγάλετε και πολύ νόημα από μια δημοσκόπηση. Εάν οι αντίπαλοι μιας προεκλογικής εκστρατείας φαίνεται έχουν τρεις η τέσσερις μονάδες, θα πρέπει απλώς να πούμε ότι είναι μια αμφίρροπη αναμέτρηση και να μην αναγκάζουμε τα δεδομένα να πουν κάτι που δεν μπορούν. Νομίζω ότι οι δημοσκόποι θα λάβουν υπόψιν αυτή την ανακρίβεια και θα προσπαθήσουν να τα πάνε καλύτερα. Αλλά σε κάποιο βαθμό, θα πρέπει να σταματήσουμε να περιμένουμε πάρα πολλά από τα δημοσκοπικά δεδομένα» ακόμα και αν οι «3-4 μονάδες μπορεί να είναι αισιόδοξες».