Απέδειξε για άλλη μια φορά ότι είναι ένας πολιτικός που ξέρει να δίνει εκλογικές μάχες. Άλλωστε, είχε το συγκριτικό πλεονέκτημα (αλλά και ταυτόχρονα μειονέκτημα) να είναι αυτός που διαμόρφωσε την εικόνα της χώρας του τις τελευταίες δύο δεκαετίες, οικοδομώντας μια κοινωνική συμμαχία που ακόμη δεν έχει αποδιαρθρωθεί. Σίγουρα, αυτή τη φορά βγαίνει από τη μάχη πιο λαβωμένος από την προηγούμενη φορά, αλλά όρθιος και ικανός να δώσει και να κερδίσει και την επόμενη.
Ο Ερντογάν κατάφερε σε αυτές τις εκλογές αυτό που ήθελε: να αντιστρέψει ένα κλίμα που υπήρχε και που έδειχνε μια δυναμική αλλαγής και να καταφέρει να πάει στον δεύτερο γύρο έχοντας έναν σχετικό αέρα νίκης.
Η υπαρκτή δυσαρέσκεια και η αντοχή της κοινωνικής συμμαχίας του Ερντογάν
Οι δημοσκοπήσεις που έδειχναν μια πρωτιά του Κιλιτσντάρογλου κατόρθωναν να πιάνουν ένα υπαρκτό ρεύμα δυσαρέσκειας και πόλωσης που υπάρχει στην τουρκική κοινωνία ύστερα από δύο δεκαετίες κυριαρχίας του Ερντογάν και του AKP, ιδίως στην εκδοχή της συμπόρευσης με τους εθνικιστές του MHP. Δεν κατόρθωσαν να πιάσουν ότι η κοινωνική συμμαχία που διαμόρφωσε ο Ερντογάν όλα αυτά τα χρόνια και που περιλαμβάνει τόσο τα «νέα» επιχειρηματικά στρώματα που ενίσχυσε, όσο και μεγάλο μέρος αγροτικών αλλά και λαϊκών στρωμάτων που βίωσαν την εποχή του ως εποχή βελτίωσης της θέσης του, δεν έχει ακόμη πλήρως διαρραγεί.
Βεβαίως αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι αυτή τη φορά η συσπείρωση εναντίον του ήταν μεγαλύτερη παρά ποτέ. Και δεν αναφερόμαστε μόνο στην εικόνα του εκλογικού χάρτη που εγώ και χρόνια αποτυπώνει την κυριαρχία του AKP στον «κορμό» της Τουρκίας, με το CHP να έχει τα δυτικά παράλια και τις παραλλαγές του HDP τις κουρδικές περιοχές. Κυρίως αναφερόμαστε στο ότι κατάφερε να διευρύνει μια επιρροή σε όλους εκείνους που σήμερα ανησυχούν για μια οικονομία που μπορεί να διαψεύδει τις κατά καιρούς προσδοκίες για κατάρρευση όμως έχει ιδιαίτερα έντονες αντιφάσεις που τη διαπερνούν, σε νέους που νιώθουν πιο ανασφαλείς αλλά και σε όσους ασφυκτιούν σε μια συνθήκη που είναι πιο αυταρχική παρά ποτέ. Ακόμη και το γεγονός ότι για πρώτη φορά υπήρξε μια ρητή συμπόρευση του κουρδικού στοιχείου με τον υποψήφιο της αντιπολίτευσης ήταν μια τομή στην προσπάθεια να συσπειρωθεί το σύνολο των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων που δεν «χωρούν» στα χαρακτηριστικά της «εποχής Ερντογάν». Όμως, δεν κατάφερε – μέχρις στιγμής τουλάχιστον – αυτό να το κάνει μια απόλυτα πλειοψηφική δυναμική.
Η επιβίωση του αφηγήματος
Ας μην ξεχνάμε ότι ο Ερντογάν – σε πείσμα μιας εικόνας που συχνά παρουσιάζεται στη Δύση – εξακολουθεί να έχει ένα αρκετά συνεκτικό αφήγημα. Μπορεί να ισχυρίζεται ότι κατάφερε να αλλάξει την εικόνα της Τουρκίας, να την κάνει ισχυρότερη, να της προδώσει στοιχεία «περιφερειακής δύναμης» και ταυτόχρονα να βελτιώσει τουλάχιστον μέχρι την έκρηξη του πληθωρισμού το 2021-2022 και την οικονομική θέση του μέσου Τούρκου. Μπορεί να αποξενώθηκε οριστικά από μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, που αναζητούν μια πιο δημοκρατική και προοδευτική κατεύθυνση, μετά τη σκληρή καταστολή που επέδειξε ενάντια στο κίνημα γύρω από το Πάρκο Γκεζί το 2013, όμως κατόρθωσε να αρθρώσει μια ένα συντηρητικό και εθνικιστικό πρόταγμα που διατήρησε μια απήχηση. Αυτό του επέτρεψε να αντέξει τους κραδασμούς που κατά καιρούς συνεπαγόταν η εμπλοκή της Τουρκίας στον εμφύλιο πόλεμο στη Συρία, ή τα αλλεπάλληλα κρούσματα διαφθοράς της διακυβέρνησης. Και βέβαια είχε ήδη αξιοποιήσει το πραξικόπημα του 2016 για να αποκτήσει πολύ μεγαλύτερο έλεγχο στους κρατικούς μηχανισμούς.
Επιπλέον, δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι τα στοιχεία μιας πολεμικής που ερχόταν συχνά από τη Δύση, κυρίως αυτά που τον κατηγορούσαν ότι ακολουθούσε μια πολιτική που δεν ήταν απόλυτα εναρμονισμένη με τους δυτικούς σχεδιασμούς, δεν ήταν αυτά που θα ήταν ικανά να ανατρέψουν πλήρως έναν συσχετισμό που κατά βάση δεν αφορούσε την εξωτερική πολιτική. Επιπλέον, φρόντισε και ο ίδιος να επιδείξει ταυτόχρονα με την παραδοσιακή υψηλών τόνων ρητορική, να επιδείξει διάφορες πλευρές ρεαλισμού, από την αποκατάσταση σχέσεων με χώρες τις οποίες είχε έρθει σε σύγκρουση, μέχρι τη τρέχουσα προσπάθεια εξομάλυνσης των σχέσεων με τη Συρία, που εκτός των άλλων θα σηματοδοτούσε και μια προοπτική αντιμετώπισης του προσφυγικού ζητήματος εντός της Τουρκίας. Και βέβαια ο Ερντογάν μπορούσε να παρουσιάζει στο εσωτερικό της Τουρκίας αυτά που η Δύση θεωρούσε «επικίνδυνους τυχοδιωκτισμούς» ως προβολή μιας Τουρκίας που διεκδικεί τη θέση που της αναλογεί.
Η σκιά του αυταρχισμού
Από την άλλη μεριά, η σκιά του αυταρχισμού είναι πολύ πιο έντονη. Μεγάλο μέρος της αντίθεσης στον Ερντογάν αφορά ακριβώς την αίσθηση ότι αντιπροσωπεύει ένα «βοναπαρτιστικό» καθεστώς, που περιορίζει σε διάφορα επίπεδα τα πραγματικά δημοκρατικά περιθώρια. Από τους περιορισμούς στην πρόσβαση στο διαδίκτυο, μέχρι τις απολύσεις πανεπιστημιακών και κρατικών λειτουργούν και φυσικά τη διαρκή καταστολή σε βάρος του κουρδικού κινήματος, το στοιχείο αυτό ολοένα και περισσότερο γίνεται στοιχείο της πολιτικής αντιπαράθεσης. Ένα μεγάλο μέρος της τουρκικής κοινωνιάς ασφυκτιά εδώ και χρόνια μέσα στη συνθήκη που διαμορφώνεται.
Το δίλημμα του δεύτερου γύρου
Παρότι τα αποτελέσματα, όπως τουλάχιστον παρουσιάζονται από τα «επίσημα» μέσα ενημέρωσης, του δίνουν ένα προβάδισμα στον δεύτερο γύρο, ιδίως εάν συνυπολογίσουμε ότι η «Συμμαχία του λαού» γύρω από το AKP πήγε καλά και στις βουλευτικές εκλογές, αλλά και το γεγονός ότι ο Ογάν πήρε μια ψήφο δυσαρέσκειας σε εθνικιστική κατεύθυνση, είναι σαφές ότι η μάχη του δεύτερου γύρου θα είναι σκληρή.
Το δίλημμα δηλαδή του δεύτερου γύρου θα είναι πραγματικό και θα αφορά διαιρέσεις που διαπερνούν την τουρκική κοινωνία, ανεξαρτήτως του βαθμού απόκλισης ή σύγκλισης πολιτικών που εκπροσωπούν Ερντογάν και Κιλιτσντάρογλου. Και το ισχυρό σημείο του Ερντογάν, δηλαδή ότι εκπροσωπεί τη «συνέχεια» με τα πράγματα ως έχουν και την εικόνα της Τουρκίας που μεγάλο μέρος του πληθυσμού έχει διαμορφώσει, είναι ταυτόχρονα και η δυνητική «αχίλλειος πτέρνα» ακριβώς επειδή έστω και με τρόπο «μη συνεκτικό» συναντιούνται σήμερα πολλά και διαφορετικά ρεύματα δυσαρέσκειας εναντίον του μαζί με ένα πολύ πραγματικό αίτημα αλλαγής.