Να προετοιμάζεται για τον χειμώνα του 2023-2024 έχει ξεκινήσει η Ευρωπαϊκή Ένωση, στη λήξη ενός χειμώνα του οποίου οι αφύσικα υψηλές θερμοκρασίες βοήθησαν αποφασιστικά τη γηραιά ήπειρο να αποφύγει την ενεργειακή κατάρρευση.
Με τα επίπεδα πλήρωσης των αποθηκών φυσικού αερίου να φτάνουν το 61% στις αρχές Μαΐου, πολύ πάνω από το 37% έναν χρόνο πριν, στις εαρινές προβλέψεις της Κομισιόν παρατίθενται εκτιμήσεις για το πώς αναμένεται να διαμορφωθεί η επάρκεια αερίου στην Ένωση τον επόμενο χειμώνα, καθώς και για το εύρος εντός του οποίου αναμένεται να κυμανθούν οι τιμές.
Έμφαση στην εξοικονόμηση
Iδιαίτερη σημασία δίνεται στην εξοικονόμηση ενέργειας, με τους «27» να έχουν ήδη συμφωνήσει να παρατείνουν ως τις 31 Μαρτίου 2024 τον στόχο μείωσης της ζήτησης αερίου κατά 15%. Κατά την Κομισιόν, η συμμόρφωση των κρατών μελών με τον κανονισμό θα στηρίξει την πλήρωση των αποθηκών φυσικού αερίου, διατηρώντας τις τιμές σε χαμηλά επίπεδα και εξασφαλίζοντας επαρκή ενεργειακό εφοδιασμό.
Εάν η παρατηρούμενη μείωση στη ζήτηση αερίου διατηρηθεί, το βασικό σενάριο της Επιτροπής εκτιμά ότι τα επίπεδα αποθήκευσης θα φθάσουν τα 95 δισ. κυβικά μέτρα μέχρι το τέλος Οκτωβρίου 2023, και συνεπώς θα είναι πάνω από τον στόχο αποθήκευσης του 90%. Στο τέλος Μαρτίου του 2024 τα αποθέματα υπολογίζεται ότι θα ανέρχονται στα 43 δισ. κυβικά μέτρα, αποτελώντας μία καλή βάση και για τον χειμώνα του 2024-2025.
Εάν όμως τα κράτη μέλη του μπλοκ δεν τηρήσουν τις δεσμεύσεις τους για μείωση της κατανάλωσης αερίου κατά 15%, οι δεξαμενές θα μπορούσαν να είναι σχεδόν άδειες στο τέλος του χειμώνα του 2024.
Αβεβαιότητα για τις τιμές
Όπως τονίζεται στην έκθεση της Κομισιόν, αν και η απειλή ενεργειακής κατάρρευσης του μπλοκ με απόλυτη έλλειψη φυσικού αερίου έχει μειωθεί σημαντικά, η εξέλιξη των τιμών παραμένει εξαιρετικά αβέβαιη. Σήμερα, τα υψηλά επίπεδα αποθήκευσης και η διαφοροποίηση των πηγών εφοδιασμού έχουν μειώσει τον κίνδυνο νέου κύματος πίεσης στις ευρωπαϊκές αγορές αερίου, στα πρότυπα του Αυγούστου του 2022. Η αγορά εκτιμά ότι μέχρι το τέλος του χειμώνα του 2022-2023 οι τιμές θα παραμένουν σταθεροποιημένες λίγο πάνω από τα 50 ευρώ ανά μεγαβατώρα, περιοριζόμενες στο ένα έκτο της μέγιστης τιμής του 2022 – αν και κινούμενες πάνω από δύο φορές ψηλότερα από τα προ κρίσης επίπεδα.
Τυχόν αύξηση της ζήτησης, όμως, θα μπορούσε να επαναφέρει τις πιέσεις. «Αυτό μπορεί να προκληθεί από ένα συνδυασμό π.χ. ενός κρύου χειμώνα ή ενός ζεστού καλοκαιριού», εξηγεί η Κομισιόν, προειδοποιώντας ότι οι χαμηλότερες τιμές μειώνουν τα κίνητρα για εξοικονόμηση φυσικού αερίου και χρήση εναλλακτικών καυσίμων για την ηλεκτροπαραγωγή. Ταυτόχρονα, η αυξημένη ζήτηση για LNG σε παγκόσμιο επίπεδο, καθώς και τα προβλήματα στην παραγωγή ενέργειας από πυρηνικούς και υδροηλεκτρικούς σταθμούς, θα μπορούσαν να ασκήσουν πιέσεις στις τιμές. Από την άλλη, τυχόν ευνοϊκές καιρικές συνθήκες που θα συνέβαλλαν, συν τοις άλλοις, στην αύξηση της παραγωγής ενέργειας μέσω ΑΠΕ, θα μπορούσαν να πιέσουν τις τιμές κάτω από τα σημερινά επίπεδα των συμβολαίων μελλοντικής εκπλήρωσης.
Υπερδιπλασιάστηκαν οι εισαγωγές LNG από τις ΗΠΑ
Σε κάθε περίπτωση η σημασία του φυσικού αερίου παραμένει μεγάλη για το μπλοκ καθώς, όπως τονίζεται στην έκθεση της Κομισιόν, παρά τις κινήσεις απεξάρτησης της ΕΕ από τα ορυκτά καύσιμα το φυσικό αέριο «θα συνεχίσει να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στο ενεργειακό μείγμα κατά την επόμενη δεκαετία και μετά». Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίον «η ασφάλεια του εφοδιασμού και η προσιτή τιμή του φυσικού αερίου παραμένουν βασική προτεραιότητα για την ΕΕ».
Μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, αναφέρεται στην έκθεση, η ΕΕ επιδόθηκε σε έναν αγώνα δρόμου για τη διαφοροποίηση του ενεργειακού της εφοδιασμού και την αντιμετώπιση των δυσχεριών στην παράδοση LNG. «Ενώ οι συνολικές εισαγωγές φυσικού αερίου από τη Ρωσία μειώθηκαν κατά 80 δισεκατομμύρια κυβικά μέτρα, η ΕΕ ενίσχυσε τη συνεργασία της με άλλες χώρες για την ενίσχυση των εισαγωγών φυσικού αερίου. Ειδικότερα, οι εισαγωγές LNG από τις ΗΠΑ υπερδιπλασιάστηκαν, σε περίπου 50 δισ. κυβικά μέτρα το 2022. Νέοι πλωτοί τερματικοί σταθμοί υγροποιημένου φυσικού αερίου τέθηκαν σε λειτουργία στη Φινλανδία, τη Γερμανία και τις Κάτω Χώρες». Περαιτέρω, το 2022 εγκαταστάθηκε στην ΕΕ ένας αριθμός ρεκόρ άνω των 56 γιγαβάτ αιολικής και ηλιακής ισχύος, που ενδεχομένως θα οδηγήσει σε μείωση της ζήτησης φυσικού αερίου στον τομέα της ενέργειας κατά 11 δισ. κυβικά μέτρα.
Η μείωση κατανάλωσης σε αριθμούς
Η μείωση της ζήτησης φυσικού αερίου ήταν θεμελιώδους σημασίας για την αποφυγή της ενεργειακής κατάρρευσης τον προηγούμενο χειμώνα. Από τον Αύγουστο του 2022 έως τον Μάρτιο του 2023, τα νοικοκυριά και οι επιχειρήσεις μείωσαν την κατανάλωση φυσικού αερίου κατά 18% σε σύγκριση με τον μέσο όρο της περιόδου 2017- 21, ξεπερνώντας τον στόχο της Ένωσης για μείωση 15%.
Για τη συγκράτηση της ζήτησης, καθοριστικό παράγοντα αποτέλεσαν οι εξαιρετικά υψηλές τιμές του φυσικού αερίου, που τον Αύγουστο του 2022 ξεπέρασαν τα 300 ευρώ ανά μεγαβατώρα. Αν και κατά κανόνα η ζήτηση αερίου είναι σχετικά ανελαστική και τείνει να μην επηρεάζεται από τις τιμές, οι κολοσσιαίες αυξήσεις συνέβαλαν αυτή τη φορά στη μείωση της κατανάλωσης.
Η βιομηχανία
«Η βιομηχανία (εκτός από την ηλεκτροπαραγωγή) συνέβαλε περίπου κατά το ήμισυ στη μείωση της κατανάλωσης φυσικού αερίου, εν μέρει μέσω περικοπών στην παραγωγή», αναφέρει η Κομισιόν. «Τους καλοκαιρινούς μήνες, η συνολική μείωση της ζήτησης φυσικού αερίου προήλθε κυρίως από τη βιομηχανία, καθώς οι μεταποιητικές εταιρείες ήταν οι πρώτες που μείωσαν την κατανάλωση φυσικού αερίου». Πάντως η μείωση της χρήσης αερίου δεν φαίνεται να οδήγησε σε συνολική μείωση της παραγωγής, καθώς το 2022 η συνολική μεταποιητική παραγωγή βρέθηκε στο υψηλότερο σημείο της πενταετίας 2017-2022. Πλέον, η μείωση των τιμών αναμένεται να οδηγήσει σε ανάκαμψη της ζήτησης από τις επιχειρήσεις.
Τα νοικοκυριά
«Ο οικιακός και ο εμπορικός τομέας εκτιμάται ότι συνέβαλαν περίπου το υπόλοιπο ήμισυ της μείωσης της ζήτησης φυσικού αερίου στην ΕΕ, και σε μεγάλο βαθμό χάρη στις ηπιότερες θερμοκρασίες. Η θέρμανση χώρων αντιπροσωπεύει, κατά μέσο όρο, περίπου το 63% της τελικής ενέργειας που καταναλώνουν τα νοικοκυριά στην ΕΕ. Η μείωση της θέρμανσης είναι, επομένως, ένας αποτελεσματικός τρόπος για τα νοικοκυριά να μειώσουν την ενεργειακή τους κατανάλωση», σημειώνει η Κομισιόν.
Οι μήνες-«κλειδιά» για την ενεργειακή επάρκεια
«Καθώς το χρονικό διάστημα μεταξύ Αυγούστου και Δεκεμβρίου 2022 είχε περίπου 8,3% λιγότερες βαθμοημέρες θέρμανσης σε σύγκριση με τον μέσο όρο του 2017-21, η Επιτροπή εκτιμά ότι από τη συνολική μείωση της ζήτησης φυσικού αερίου περίπου το ένα έκτο προκλήθηκε από ηπιότερες καιρικές συνθήκες (δηλαδή η ζήτηση φυσικού αερίου ήταν 5 δισ. κυβικά μέτρα ή 3,0-3,2% χαμηλότερη).» Οι μήνες που κυρίως βοήθησαν στην επίτευξη αυτού του αποτελέσματος ήταν ο Οκτώβριος και ο Νοέμβριος.
Μεικτή εικόνα στην ηλεκτροπαραγωγή
Όσον αφορά την ηλεκτροπαραγωγή, ενώ ορισµένα κράτη µέλη εγκατέλειψαν το φυσικό αέριο για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας (επιστρέφοντας στον άνθρακα), άλλα κράτη µέλη είδαν την κατανάλωση φυσικού αερίου στον τοµέα της ενέργειας να αυξάνεται σηµαντικά. «Για παράδειγμα, στην Ισπανία, η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από φυσικό αέριο αυξήθηκε σημαντικά λόγω ενός συνδυασμού παραγόντων, συμπεριλαμβανομένου του ιβηρικού πλαφόν στην τιμή. Το πλαφόν περιόρισε την αύξηση της τιμής του φυσικού αερίου που χρησιμοποιείται από τους σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής και αύξησε τις εξαγωγές ηλεκτρικής ενέργειας προς τη Γαλλία, η οποία έπρεπε να αντισταθμίσει τη χαμηλότερη διαθεσιμότητα της πυρηνικής ισχύος και τη χαμηλότερη υδροηλεκτρική παραγωγή που προκλήθηκε από την ξηρασία που έπληξε την Ευρώπη το καλοκαίρι του 2022», σημειώνει η Κομισιόν.
Το πλαφόν
Τέλος, η Επιτροπή αναφέρεται στη συμφωνία για την επιβολή «δυναμικού» πλαφόν στις τιμές, που επετεύχθη με χαρακτηριστική καθυστέρηση και μετά από πολύμηνες διαπραγματεύσεις στα αρμόδια όργανα της ΕΕ, σε επίπεδο υπουργών Ενέργειας αλλά και σε επίπεδο ηγετών του μπλοκ, σημειώνοντας ότι «οι πρωτοβουλίες για τη μείωση της ζήτησης και τη διασφάλιση της προσφοράς υποστηρίχθηκαν από μέτρα για τη βελτίωση της λειτουργίας και διαφάνειας της διαμόρφωσης των τιμών στην αγορά φυσικού αερίου της ΕΕ».
Πηγής: ΟΤ