Στις επικείμενες εκλογές στην Ελλάδα την Κυριακή 21 Μαΐου αναφέρεται με νέο άρθρο της η συντακτική ομάδα των Financial Times και κυρίως στην επιστροφή της ελληνικής οικονομίας στην επενδυτική βαθμίδα.
Άλλωστε ο τίτλος του άρθρου αυτό ακριβώς θέλει να υποδείξει, ότι η ανάκαμψη της Ελλάδας από την κρίση χρέους ναι μεν είναι εντυπωσιακή, ωστόσο η επόμενη κυβέρνηση πρέπει να παραμείνει προσηλωμένη στον στόχο αυτό και να μην παρεκκλίνει από την πορεία προς την επιστροφή στην επενδυτική διαβάθμιση.
Η πορεία από το 2015 έως σήμερα
Οι συντάκτες του άρθρου επιχειρούν να κάνουν μια αναδρομή της ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας από το 2015 έως σήμερα.
Μια χρονιά (το 2015), κατά την οποία σύμφωνα με τους FT η Ελλάδα βρέθηκε στο χείλος της οικονομικής κατάρρευσης. Έχοντας περάσει η φουρτούνα της χρηματοπιστωτικής κρίσης και της κρίσης χρέους, τα απόνερα τους «ταρακουνούσαν» ακόμη την ελληνική οικονομία. Το χρέος της Ελλάδας διογκώθηκε και η οικονομία της υποβαθμίσθηκε πέφτοντας στην κατηγορία «junk».
Η αποκαλούμενη τρόικα των θεσμών (το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα) προσπαθούσαν απεγνωσμένα να διασώσουν την ελληνική οικονομία, εν μέσω έντονου προβληματισμού ότι είναι θέμα χρόνου η Ελλάδα να αποχωρήσει από την ευρωζώνη.
Οι όροι που έθεσαν οι θεσμοί έφεραν τα πακέτα διάσωσης και μαζί τους τα σκληρά μέτρα λιτότητας. Αυξήσεις στους φόρους, περικοπές στους μισθούς του Δημοσίου, αλλαγές στο συνταξιοδοτικό σύστημα (περικοπές και εκ νέου υπολογισμός του ύψους τους).
Μέσα σε αυτό το ιδιαιτέρως πιεστικό περιβάλλον για τους Έλληνες φορολογούμενους, η Ελλάδα καταφέρνει το 2018 να βγει από το τρίτο και τελευταίο μνημόνιο και το καλοκαίρι του 2022 εξέρχεται και από το καθεστώς της ενισχυμένης εποπτείας.
Το σήμερα
Επί του παρόντος, η οικονομία της Ελλάδας είναι μία από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες οικονομίες στην Ευρωζώνη και η αίσθηση ότι θα ανακτήσει έως το τέλος του έτους την επενδυτική διαβάθμιση είναι έντονη. Αυτό το σενάριο το θεωρεί πολύ πιθανό και ο κεντρικός τραπεζίτης της χώρας.
Από το 2019, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης -ηγέτης του κυβερνώντος κόμματος της Νέας Δημοκρατίας-, έχει υιοθετήσει μια πολιτική που είναι φιλική προς τις επιχειρήσεις και τις επενδύσεις και έχει επίσης εφαρμόσει μια σχετικά ορθόδοξη διαχείριση της οικονομίας. Οι άμεσες ξένες επενδύσεις και οι εξαγωγές έχουν αυξηθεί αισθητά, με αποτέλεσμα η ελληνική οικονομία να βρίσκεται 6,4% υψηλότερα σε σχέση με τα προ πανδημίας επίπεδα.
Αν και κατά τη διάρκεια της πανδημίας το χρέος της Ελλάδας ως προς το ΑΕΠ εκτινάχθηκε υψηλότερα από το 200%, πέρυσι ο λόγος αυτός υποχώρησε κατά περισσότερες από 20 ποσοστιαίες μονάδες και η κυβέρνηση πέτυχε ένα μικρό πρωτογενές πλεόνασμα στον προϋπολογισμό. Η ενισχυμένη δημοσιονομική σύνεση σημαίνει ότι τα spreads των ελληνικών ομολόγων έναντι των γερμανικών έχουν καταγράψει ευρείας κλίμακας συρρίκνωση σε σχέση με την κορύφωση της κρίσης χρέους στην ευρωζώνη και το ελληνικό χρέος διαπραγματεύεται πλέον σχεδόν στα ίδια επίπεδα με αυτό της Ιταλίας.
Όμως…
Η αναστροφή αυτής της εικόνας σαφώς και πρέπει να αναδειχθεί σύμφωνα με τους FT. Όμως όπως επισημαίνει η συντακτική ομάδα, στην τελική ευθεία για τις βουλευτικές εκλογές την ερχόμενη Κυριακή, είναι ζωτικής σημασίας οποιαδήποτε κυβέρνηση προκύψει, να συνεχίσει την πρόοδο αυτή που έχει επιτευχθεί τα προηγούμενα χρόνια.
Ναι μεν η ανάκαμψη είναι όμως εντυπωσιακή, ωστόσο απαιτούνται ακόμη μεταρρυθμίσεις. Η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει το υψηλότερο ποσοστό χρέους στην ευρωζώνη και η οικονομία της παραμένει κατά ένα πέμπτο περίπου μικρότερη από ό,τι το 2008.
Η συρρίκνωση του χρέους οφείλεται και στον υψηλό πληθωρισμό. Η σημερινή κρίση στο κόστος διαβίωσης επιβαρύνει για άλλη μια φορά τα οικονομικά των νοικοκυριών μετά από χρόνια λιτότητας: η Ελλάδα έχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στην Ευρωπαϊκή Ένωση του πληθυσμού που κινδυνεύει από τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό.
Το πρόσφατο σκάνδαλο με τις υποκλοπές, αφενός στοίχισε στην εικόνα του Έλληνα πρωθυπουργού, αφετέρου ανάδειξε τα προβλήματα της Ελλάδας με το κράτος δικαίου.
Το θανατηφόρο δυστύχημα στα Τέμπη, έφερε στο φως με τον πιο τραγικό τρόπο την ανεπάρκεια των δημοσίων υπηρεσιών και των υποδομών.
Επίσης η κυβέρνηση κατηγορείται για παράνομες επαναπροωθήσεις προσφύγων στα σύνορά της και έλεγχο των μέσων ενημέρωσης.
Η επόμενη ημέρα μετά τις εκλογές
Μετά τις εκλογές της Κυριακής η πολιτική αβεβαιότητα θα ανέβει στα ύψη. Το συντηρητικό κόμμα της Νέας Δημοκρατίας δεν αναμένεται να εξασφαλίσει την πλειοψηφία που απαιτείται για τον σχηματισμό κυβέρνησης.
Η Ελλάδα πιθανότατα θα προσφύγει ξανά στις κάλπες το καλοκαίρι και η Νέα Δημοκρατία ενδεχομένως να χρειασθεί να προχωρήσει σε συνεργασία για κυβέρνηση συνασπισμού με το, το ΠΑΣΟΚ. Ο ΣΥΡΙΖΑ, το κόμμα της ριζοσπαστικής αριστερής αντιπολίτευσης, πιέζει για μια πιο επεκτατική δημοσιονομική πολιτική για την αντιμετώπιση των κοινωνικών ζητημάτων -το πόσο μακριά θα φτάσει είναι ασαφές, σύμφωνα με τους FT.
Όποιος κι αν έρθει στην εξουσία θα πρέπει να αξιοποιήσει τα κέρδη της τελευταίας δεκαετίας. Η σχετικά μεγάλη διάρκεια του χρέους της και τα 30,5 δισ. ευρώ που πρόκειται να λάβει από το Ταμείο Ανάκαμψης έως το 2026 δίνουν στην Ελλάδα μια μοναδική ευκαιρία για να ενισχύσει την οικονομία της και να μειώσει περαιτέρω το χρέος της.
«Η διαφοροποίηση της οικονομίας πέρα από την εξάρτησή της από τον τουρισμό, η προώθηση της μακροπρόθεσμης ανάπτυξης των επενδύσεων και οι ευρύτερες μεταρρυθμίσεις των δημόσιων υπηρεσιών και της δικαιοσύνης θα πρέπει να αποτελέσουν προτεραιότητες.
Η Ελλάδα έχει υποφέρει την τελευταία δεκαετία. Όμως οι θυσίες της σημαίνουν ότι τώρα έχει την ευκαιρία να μετατρέψει τα δεινά σε ευημερία. Δεν πρέπει να χάσει από τα χέρια της αυτό το βραβείο», καταλήγει το άρθρο.