Οι λεπτομέρειες κάνουν τη διαφορά και για αυτό η Κομισιόν, στις εαρινές της προβλέψεις, δεν παραλείπει να αναφερθεί στους μισθούς στην Ελλάδα. Προβλέπει λοιπόν και προσγειώνει το εκλογικό σώμα – στον απόηχο των προεκλογικών εξαγγελιών– προβλέποντας, στην τελευταία έκθεσή της για την ελληνική οικονομία, ότι δεν αναμένεται αύξηση των πραγματικών μισθών πριν από το 2024. Παρά, δηλαδή, την αναμενόμενη ανάκαμψη των ονομαστικών μισθών εφέτος.
Ακόμα και αν αργήσουν οι αυξήσεις των μισθών, το επίσημο και ανεπίσημο μήνυμα του μέσου έλληνα πολίτη προς το πολιτικό σύστημα- και σε όποιον αναλάβει τα ηνία- επικεντρώνεται στα εισοδήματα. Σε πάρα πολλούς κλάδους η μεγάλη πλειονότητα εργάζεται με τον κατώτατο μισθό. Ταυτόχρονα, σημαντικό ποσοστό εργαζομένων, ειδικά σε κάποιους κλάδους, δουλεύουν με ελαστικές συμβάσεις εργασίας.
Στις φετινές εκλογές, τα κόμματα έχουν για σημαία τους το θέμα των χαμηλών μισθών και στην προεκλογική τους μάχη παίζουν το χαρτί των εισοδημάτων, τα οποία παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα σε σχέση με το μέσο ευρωπαϊκό μισθό.
O μέσος ονομαστικός μικτός μισθός το 2022, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, αυξήθηκε κατά 1,5% αλλά ο μέσος πραγματικός μισθός μειώθηκε κατά 7,4% λόγω του πληθωρισμού 9,7%. Η ακρίβεια ροκάνισε εισοδήματα και άνοιξε μία μεγάλη κουβέντα για τη μείωση των έμμεσων φόρων, γεγονός που αποτελεί ένα πάγιο αίτημα της κοινωνίας, όπως επίσης η μείωση των τελών σε κάποιες κατηγορίες επαγγελματιών (τέλος επιτηδεύματος). Ενδεικτικά, μία μείωση στο ΦΠΑ στα τρόφιμα έχει κόστος 1,4 δισ. Ευρώ.
Τι ζητούν οι πολίτες
Οι δημοσκοπήσεις περιγράφουν τις προτεραιότητες της νέας κυβέρνησης και οι πολίτες απαντούν καταρχάς ότι πρέπει να βελτιωθεί το σύστημα υγείας, να αυξηθούν οι μισθοί και μειωθούν οι φόροι.
Συγκεκριμένα, οι ερωτηθέντες – στην έρευνα της ΚΑΠΑ Research, με τίτλο: «Η διακυβέρνηση 2019-2023 και η επόμενη μέρα»- ζητούν από την επόμενη κυβέρνηση:
- Να βελτιώσει το σύστημα υγείας (67%).
- Να αυξήσει μισθούς και συντάξεις (54%).
- Να βελτιώσει το σύστημα Παιδείας (43%).
- Να μειώσει τους φόρους (42%).
- Να λάβει μέτρα στήριξης για τη νέα γενιά (31%).
- Να δημιουργήσει νέες θέσεις εργασίας (29%).
- Να ενισχύσει τη δημοκρατική λειτουργία των θεσμών (24%).
- Να ενισχύσει την παραγωγή και την παραγωγικότητα της χώρας (23%).
ΝΔ VS ΣΥΡΙΖΑ
Τα δύο μεγάλα κόμματα έχουν ξεδιπλώσει τις πολιτικές τους επιδιώξεις σχετικά με την αύξηση των εισοδημάτων. Έτσι, έχουν επικεντρωθεί σε αυξήσεις αφορολόγητου και σε μία σειρά από αλλά δεσμεύσεις. Βάσει των εξαγγελιών, η Νέα Δημοκρατία υπόσχεται αφορολόγητο κατά 1.000 ευρώ για κάθε παιδί. Αυτό μεταφράζεται σε ένα όφελος από 90 ευρώ έως 220 ευρώ το χρόνο.
Αν εφαρμοστεί το ενιαίο αφορολόγητο που περιλαμβάνεται στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ το κέρδος θα είναι λίγο μεγαλύτερο. Το ελάχιστο αφορολόγητο θα ξεκινάει από τις 10.000 ευρώ, από τα 8.636 ευρώ σήμερα, και στη συνέχεια θα υπάρχει προσαύξηση του αφορολόγητου ορίου ανάλογα των αριθμών των τέκνων του φορολογούμενου.
Ως προς του μισθούς, η Νέα Δημοκρατία ανεβάζει τον πήχη και υπόσχεται ότι σε βάθος τετραετίας να αυξήσει τον κατώτατο μισθό στα 950 ευρώ, από 780 ευρώ σήμερα. Για το μέσο μισθό δεσμεύεται αύξηση κατά 25%, στα 1.500 ευρώ το μέσο μισθό από 1.170 ευρώ και πως θα μειώσει κατά μία ποσοστιαία μονάδα τις εισφορές. Στον ΣΥΡΙΖΑ δεσμεύονται ότι θα αυξήσει άμεσα τον κατώτατο μισθό στα 880 ευρώ και θα προχωρήσει σε αυτόματη ετήσια τιμαριθμική αναπροσαρμογή όλων των μισθών. Σχετικά με τους Δημοσίους υπαλλήλους το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ προβλέπει αύξηση κατά 10%.
Φόροι και κόμματα
Ως προς τα τεκμήρια, η Νέα Δημοκρατία εξήγγειλε μεσοσταθμική μείωση κατά 30% εντός της επόμενης 4ετίας, ενώ σύγκλιση προθέσεων με το ΣΥΡΙΖΑ υπάρχει στο ζήτημα του τέλους επιτηδεύματος. Η Νέα Δημοκρατία προτείνει κατάργησή του σταδιακά (από το 2025 με μείωση 20%, το 2026 κατά 30% και το 2027 το υπόλοιπο 50%) και ο ΣΥΡΙΖΑ άμεσα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, η Ελλάδα βρίσκεται στην 5η θέση από το τέλος καθώς κατά μέσο όρο ο εργαζόμενος πλήρους απασχόλησης εισπράττει 15.800 ευρώ το χρόνο. Οι αποδοχές στην Ελλάδα είναι κάτω από το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης καθώς είναι 33.500 ευρώ.
Η συνολική φορολογική επιβάρυνση των μισθωτών μειώθηκε οριακά κατά 0,02 ποσοστιαίες μονάδες για τους άγαμους μισθωτούς χωρίς παιδιά με μέσο εισόδημα και διαμορφώθηκε στο 37,1%. Για το σύνολο των χωρών του ΟΟΣΑ, ο μέσος συντελεστής για την παραπάνω κατηγορία νοικοκυριών παρέμεινε αμετάβλητος στο 34,6%.