Η πιο υποκριτική και σίγουρα αστεία ανάλυση όταν διαβάζουμε τα στοιχεία του πληθωρισμού είναι η αναφορά στη μεγάλη αύξηση που καταγράφει η τιμή του ελαιόλαδου. Παρασυρμένοι οι εγχώριοι ερμηνευτές των στατιστικών, στην ανεξήγητη λαγνεία για τον πληθωρισμό, εντάσσουν από κεκτημένη ταχύτητα στην «εθνική καταστροφή» που έχει χτυπήσει τη χώρα μέσω της ακρίβειας και το ελαιόλαδο. Προφανώς κανείς δεν χαίρεται να πληρώνει κάτι ακριβότερα. Αλλά η περίπτωση του λαδιού είναι αλλιώς, για εμάς τους Ελληνες. Αλλωστε πάνω από ένα εκατομμύριο συμπολίτες μας έχουν άμεσο ή έμμεσο εισόδημα από το ελαιόλαδο. Αυτοί οι πολίτες που έχουν αυτές τις ελιές και οι οικογένειές τους απολαμβάνουν το επιπλέον εισόδημα. Σχεδόν δύο χρόνια ανεβαίνουν οι τιμές και αναμένεται η τάση να συνεχιστεί τουλάχιστον για μία διετία, λόγω της ξηρασίας που έχει χτυπήσει τους ανταγωνιστές μας. Εδώ υπάρχει μια ευκαιρία, που πρέπει να εκμεταλλευτούμε.
Επειδή είμαστε λίγο πριν από τις εκλογές και μας αρέσουν τα ποσοστά, έχουμε και λέμε: Ισπανία -48% στην παραγωγή της, Ιταλία -29% και Πορτογαλία -39%. Αντίθετα η ελληνική παραγωγή είναι αυξημένη κατά 51%, στους 350.000 τόνους, μεγαλύτερη έπειτα από πολλά χρόνια από την ιταλική (235.000 τόνους) και για πρώτη φορά τόσο κοντά στην Ισπανία (780.000, από 1,5 εκατ. τόνους). Από τους 350.000 τόνους περίπου 120.000 θα γίνουν εγχώρια κατανάλωση (11 λίτρα κατανάλωση ανά άτομο τον χρόνο) και οι υπόλοιποι εξαγωγές. Με τιμές αυξημένες κατά 50%-60% σε σχέση με πέρυσι. Από 3,5 στα 5,5 ευρώ και με τάση να δούμε τα 6 ευρώ, τιμή παραγωγού σύντομα. Ηδη τον Ιανουάριο για τον οποίον υπάρχουν επίσημα στοιχεία η αύξηση των εξαγωγών ξεπερνάει το 250%!
Ο καλός μας ο καιρός μας, έφερε το πλεονέκτημα. Το θέμα είναι πώς το εκμεταλλευόμαστε. Πώς θα αλλάξουμε τη μοίρα μας, που μέχρι σήμερα καθοριζόταν από τη χύμα πώληση του προϊόντος. Βυτία γεμάτα με ελληνικό παρθένο ελαιόλαδο έφευγαν και φεύγουν από τα λιμάνια της Κρήτης και της Πελοποννήσου, αγορασμένα από το ιταλικό και το ισπανικό εμπόριο. Βαφτίζονται ιταλικά ή ισπανικά, αναμειγνύονται με άλλης χαμηλότερης ποιότητας λάδια ή σπορέλαια και μεταπωλούνται στις αγορές της Ευρώπης και των ΗΠΑ, με επιπλέον αυξημένη τιμή. Αυτό το επιπλέον όφελος δεν το χάνουν μόνο οι έλληνες παραγωγοί, το χάνει η ελληνική οικονομία. Η υπόθεση ελαιόλαδο και η εκμετάλλευσή του αφορά οπότε όλους τους Ελληνες. Η συζήτηση μονίμως για το θέμα γινόταν με όρους αποκλειστικά ελληνικούς και όχι όπως του αναλογεί με όρους διεθνούς εμπορίου. Εμείς έχουμε μάθει να τσακωνόμαστε για το αν θα πρέπει να γίνεται η διακίνησή του εγχωρίως με τους χύμα τενεκέδες ή θα γίνεται αποκλειστικά με επώνυμο τυποποιημένο προϊόν. Το θέμα ωστόσο δεν είναι πώς θα διακινείται και θα πωλείται στην Ελλάδα. Αυτό λύνεται ή δεν λύνεται, αλλά σίγουρα έχει μικρή επίπτωση.
Το θέμα είναι πώς προσεγγίζουμε τις ξένες αγορές, ώστε να εισπράξουμε όλη αυτή την υπεραξία που σήμερα πάει χαμένη και την εκμεταλλεύονται άλλες χώρες. Μια πρώτη σκέψη είναι, αντί να κυνηγάμε στα πλοία και στις εθνικές οδούς αν θα περάσει ένας τενεκές με λάδι προς την Αττική, να απαγορεύσουμε την πώληση χύμα ελαιόλαδου στο εξωτερικό. Αυτό θα έκανε μια έξυπνη χώρα. Εδώ και τώρα εξαγωγή μόνο ελληνικού επώνυμου ελαιόλαδου με στόχο όχι μόνο την προστασία της ποιότητας, αλλά κυρίως το χτίσιμο φήμης, ειδικά τώρα που όλοι γύρω μας οι ανταγωνιστές βρίσκονται γονατισμένοι…