Είναι η πρώτη φορά που διευθύνετε «Μαντάμα Μπατερφλάι»;
Το περασμένο φθινόπωρο, στο πλαίσιο του διαγωνισμού για την πλήρωση του μουσικού διευθυντή στην Οπερα του Γκρατς, μία από τις δοκιμασίες που είχα ήταν να διευθύνω το έργο αυτό χωρίς πρόβα με την ορχήστρα και τη χορωδία. Οπότε τη συγκεκριμένη όπερα τη μελέτησα πάρα πολύ. Επρεπε να είμαι σε θέση ν’ ανταποκριθώ, χωρίς καμία πρόβα, όπως είπα.
Οπότε ξεκλειδώσατε και τα μυστικά της κατά κάποιο τρόπο.
Ασχολήθηκα σε βάθος αναζητώντας το νόημα της μουσικής και πώς μπορεί κανείς να το μεταδώσει στην ορχήστρα ως μαέστρος, με τον αποτελεσματικότερο τρόπο, χωρίς να έχει τη δυνατότητα να τους εξηγήσει κάτι προφορικά. Αντιλήφθηκα, για μία ακόμη φορά, ότι ο Πουτσίνι είναι ένας συνθέτης ο οποίος γράφει με τρομακτική λεπτομέρεια τι θέλει από τον ερμηνευτή σε κάθε μέτρο, με πολλούς τρόπους. Οταν λοιπόν δεν υπάρχει οδηγία, δεν πρέπει, θεωρώ, να προστίθεται τίποτα. Ο υπερβολικός συναισθηματισμός και το «micromanagement» της κάθε κίνησης βλάπτουν τη μουσική. Η μουσική χρειάζεται μεγάλη πνοή, ροή.
Βάζετε ένα σημαντικό ζήτημα στην κουβέντα: ποια είναι τα όρια της ελευθερίας ενός ερμηνευτή, ειδικά όταν υπάρχουν, όπως είπατε, λεπτομερείς οδηγίες από τον συνθέτη;
Εξαρτάται από τον τρόπο που γράφει ο κάθε συνθέτης. Οταν έχεις έναν δημιουργό ο όποιος έχει ασχοληθεί για να δώσει λεπτομερείς οδηγίες σε μικροκλίμακα, εκεί που δεν σημειώνει τίποτα, καλό είναι να μην παρεμβαίνεις, να μην προσθέτεις, γιατί έτσι το αποτέλεσμα κινδυνεύει να γίνει πολύ πεποικιλμένο. Θέλουμε ελευθερία στη διαχείριση του χρόνου. Μια επιβράδυνση, μια επιτάχυνση ή μια αναπνοή σ’ ένα οργανικό σημείο μπορεί να μας κάνουν να νοσταλγούμε τη λύση μιας αρμονίας. Ή να εντείνουν την αγωνία μας για την κατάληξη της φράσης, να συμπάσχουμε με έναν τρόπο. Δεν θέλουμε όμως να παραγίνει. Αρα συνθέτες όπως ο Πουτσίνι, οι οποίοι γράφουν λεπτομερώς τι θέλουν, όταν δεν σημειώνουν κάτι θα πρέπει να αφήνουμε τη μουσική φράση να κυλάει. Σε αντίθεση μ’ έναν κλασικό συνθέτη όπως ο Μότσαρτ, ο οποίος είναι πιο φειδωλός στις οδηγίες και αφήνει μεγαλύτερα περιθώρια ερμηνείας.
Αρα πώς προσεγγίζεται το έργο έχοντας τόσο σαφείς οδηγίες από τον συνθέτη;
Κατ’ αρχάς, υπάρχει το δικό μου συναίσθημα ως αρχιμουσικού σε αυτή την παραγωγή, καθώς επίσης το συναίσθημα του ερμηνευτή στο συγκεκριμένο έργο. Ως μαέστρος χαίρομαι πάρα πολύ που για πρώτη φορά ύστερα από 24 χρόνια στον χώρο της όπερας θα διευθύνω σε έναν εμβληματικό χώρο όπως το Ηρώδειο. Εχω μια μικρή αγωνία διότι ο τρόπος που σκηνοθέτη Πι στη συγκεκριμένη παράσταση είναι διαφορετικός απ’ ό,τι έχουμε δει μέχρι τώρα στο Ηρώδειο. Επιπλέον έχει αυτό μία επιπλέον πρόκληση: πώς αυτή η υπέροχη μουσική θα φωτίσει αυτή τη φρικώδη ιστορία αποπλάνησης, εγκατάλειψης, βίας, προδοσίας. Η Μαντάμα Μπατερφλάι ήταν 15 ετών. Ακόμη και για εκείνη την εποχή ήταν σοκαριστικό. Υπάρχουν όμως πάντα σημεία που με συγκινούν και μ’ αναστατώνουν. Οπως στην αρχή της Τρίτης Πράξης – όπου ακούγεται η κανονιά, όταν έρχεται το καράβι – με πόση χαρά περιμένει τον Πίνκερτον. Από τα ουράνια όπου πετά, πέφτει, καταρρέει. Αυτός ο θρίαμβος πριν από την καταστροφή με αγγίζει πάντα με έναν ιδιαίτερο τρόπο.
Φανταζόσασταν, όταν αποφασίσατε ν’ ασχοληθείτε με τη μουσική, τον τρόπο με τον οποίο θα είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη ζωή;
Πάντα έχουμε μια άγνοια κινδύνου – αλλιώς δεν θα μπορούσαμε να πάρουμε αποφάσεις. Πολλοί μου λένε «τι ωραία που έχεις κάνει το χόμπι σου επάγγελμα, πόσο τυχερός είσαι!». Πράγματι έχει μια αλήθεια αυτό, αλλά υπάρχουν δυσκολίες και σκοτεινές πτυχές, όπως σε όλα τα επαγγέλματα: σωματική κόπωση, εντάσεις, τριβές, απογοητεύσεις, ανταγωνισμός, ίντριγκες.
Ιδιαίτερα στο διεθνές πεδίο όπου κινείστε εσείς. Πώς δραπετεύετε;
Στην τέχνη – εν αντιθέσει με τον αθλητισμό ή την επιστήμη – τα πράγματα είναι μη μετρήσιμα. Ναι, χρειάζεται τύχη και σκληρή δουλειά για να σε εντοπίσει κάποιος. Από εκεί και πέρα, κατά τεκμήριο, θα έλεγα ότι αυτοί που εξελίσσονται και γίνονται σταρ είναι οι καλύτεροι. Στην τέχνη τα πράγματα είναι πιο αεριτζίδικα. Μπορεί το σταρ σίστεμ ν’ αποφασίσει να προβάλει κάποιους ανθρώπους, οι οποίοι για τους γνωρίζοντες μπορεί να είναι πιο μέτριοι από άλλους αλλά να ξεσηκώνουν το κοινό και να έχουν τεράστια επιτυχία. Τελικά όμως η δουλειά σε συνδυασμό με την ικανότητα και την τύχη επιβραβεύονται.
Ηταν πάντα όνειρό σας ν’ ακολουθήσετε αυτό το επάγγελμα;
Δεν νομίζω ότι υπάρχει απολύτως ελεύθερη επιλογή. Την απόφαση συνειδητά την έλαβα στην εφηβεία όταν αντιλήφθηκα ότι δεν μπορούσα να ζήσω μόνο ως φιλόμουσος. Είχε όμως προηγηθεί η επιθυμία μου να σταματήσω τη μουσική.
Γιατί;
Γιατί, τότε, δεν ήταν μόνο πηγή χαράς αλλά και καταπίεσης. Χρειάζεται τρομερή πειθαρχία και αν έχει κανείς σκοπό να προχωρήσει θα πρέπει να στερηθεί.
Προέρχεστε από μουσικό περιβάλλον. Αυτό σας ασκούσε πίεση;
Ναι, υπήρχε στην παιδική μου ηλικία σχετικά με την πειθαρχία και τη μελέτη για να προοδεύω. Είχα μια κλίση, ένα ταλέντο, αλλά αυτό πολλές φορές αποτελεί και το μεγαλύτερο εμπόδιο. Είναι πιο δύσκολο να υπερνικάς τις ευκολίες σου, παρά τις δυσκολίες σου. Είναι μεγάλη πρόκληση να προσπαθείς να εμβαθύνεις και να εξελιχθείς.
Μια πραγματικά δύσκολη στιγμή στην πορεία σας ποια ήταν;
Μετά τη συνειδητή απόφασή μου να συνεχίσω στη μουσική αρχίζει μια πορεία μ’ έναν σχεδιασμό: θα κάνω όμποε, θα παίξω με την Ορχήστρα της ΕΡΤ, θα πάω στο εξωτερικό να σπουδάσω διεύθυνση ορχήστρας κ.λπ. Εξελίσσονταν όλα πολύ καλά. Αρχισα να διευθύνω στην Ελλάδα, έγινα μουσικός διευθυντής στη Γερμανία και έπειτα στην Κρατική Ορχήστρα Αθηνών. Η θητεία μου δεν ανανεώθηκε στην ΚΟΑ και την ίδια χρονική περίοδο τελείωσε το συμβόλαιό μου στη Γερμανία. Ξαφνικά βρέθηκα μετέωρος, άνεργος, χωρίς άμεση προοπτική.
Πώς αντιδράσατε;
Επρεπε να επαναπροσδιορίσω την πορεία μου. Τότε στράφηκα προς τη διδασκαλία. Φάνηκε, από αυτή την επιλογή μου, ότι είχα έφεση για το παιδαγωγικό τμήμα αυτής της δουλειάς. Αυτό πραγματικά αποτέλεσε τη σωτηρία μου. Εξελέγην καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μουσικής και Παραστατικών Τεχνών της Φρανκφούρτης από το 2016 και χάρη στη διδασκαλία εξελίχθηκα ως μαέστρος και ως άνθρωπος.
Με τι επακόλουθο;
Συνήθως όποιος στρέφεται προς την ακαδημαϊκή καριέρα κατά κάποιο τρόπο παραμερίζεται από την αγορά, υποχωρεί ή και ατονεί τελείως η καλλιτεχνική του πορεία. Στη δική μου περίπτωση, από τη στιγμή που ανέλαβα τη θέση του καθηγητή, η καριέρα μου εκτοξεύθηκε. Αρχισα να διευθύνω πολύ περισσότερο. Ο Γιώργος Κουμεντάκης μού έδειξε εμπιστοσύνη και μου ανέθεσε τα εγκαίνια της νέας Εθνικής Λυρικής Σκηνής, αλλά και από το εξωτερικό είχα προτάσεις από μεγάλες ορχήστρες: Σαν Φρανσίσκο, Απω Ανατολή κ.λπ.
Και από τον Σεπτέμβριο θ’ αναλάβετε την Οπερα του Γκρατς.
Αναλαμβάνω τα καθήκοντά μου επισήμως. Φεύγω από τη Φρανκφούρτη και πάω στην Αυστρία.
Θα εγκαταλείψετε, άρα, τη διδασκαλία.
Θέλω να συγκεντρωθώ στη νέα δραστηριότητα. Το συμβόλαιό μου είναι τριετές με δυνατότητα ανανέωσης.
Αυτή τη θέση την κατακτήσατε μέσα από τη διαδικασία ενός διαγωνισμού, όπως μου εξηγήσατε στην αρχή, και ίσως σε κάποιους που γνωρίζουν την πορεία σας ν’ ακούγεται περίεργο.
Κι όμως, στον τομέα μας θα πρέπει συνεχώς ν’ αποδεικνύουμε ότι είμαστε σε φόρμα, ότι μπορούμε ν’ αντεπεξέλθουμε στις προκλήσεις. Σκέφτηκα, όταν ήρθε η στιγμή της δοκιμασίας, ότι το έργο αυτό θα το ερμηνεύσω το καλοκαίρι. Οπότε το απόλαυσα που δοκιμαζόμουν με μια ορχήστρα χωρίς πρόβα.
Η επιδίωξή σας να αποκτήσετε μια σταθερά – εν προκειμένω, τη θέση σας στην Οπερα του Γκρατς – ήταν ο τρόπος για να υπερνικήσετε τα ασταθή πεδία όπου κινείται η πλειονότητα των καλλιτεχνών; Να έχετε μια ασφάλεια, δηλαδή;
Μόνο μεσοπρόθεσμα μπορείς να έχεις ασφάλεια στον χώρο μας.
Τουλάχιστον αντλείτε την ίδια χαρά με εκείνη που είχατε όταν κάνατε τα πρώτα σας βήματα;
Ο ενθουσιασμός για τις νέες εμπειρίες παραμένει. Πάντοτε υπάρχουν μεγάλα έργα ν’ αντιμετωπίσει κανείς για πρώτη φορά, τα οποία προκαλούν θαυμασμό και πλούτο συναισθημάτων. Επίσης νέοι σολίστ, νέες ορχήστρες σε διαφορετικά μέρη του κόσμου. Οπότε δεν έχουν μειωθεί στο παραμικρό ο ενθουσιασμός και η χαρά που μου δίνει αυτή η δουλειά.