Η βιαιότητα των δολοφονιών του Σεχίδη είχε συγκλονίσει το πανελλήνιο, καθώς παρόμοιές τους δεν είχαμε ξαναδεί στην Ελλάδα.
Ο Θεόφιλος Σεχίδης ήταν Έλληνας κατά συρροή δολοφόνος και έγινε γνωστός για τη δολοφονία και τον τεμαχισμό πέντε μελών της οικογένειάς του.
Στις 8 Αυγούστου του 1996 και σε ηλικία 24 χρόνων, έγινε γνωστό ότι σκότωσε και τεμάχισε μέλη της οικογένειάς του, διότι πίστευε πως εκείνοι είχαν συνωμοτήσει εναντίον του με σκοπό να τον σκοτώσουν. Οι φόνοι διεπράχθησαν στις 19 και 20 Μαΐου του 1996 στη Θάσο.
Τους σκότωσε και τους τεμάχισε
Ο πρώτος του φόνος ήταν αυτός του 58χρονου θείου του, τον οποίο αρχικά έσπρωξε από γκρεμό, έπειτα από λογομαχία διότι πίστευε ότι ήθελε να τον σκοτώσει. Έπειτα, έκοψε το κεφάλι του «για να μην βασανίζεται άλλο». Έπειτα, πυροβόλησε τον 55χρονο πατέρα του, Δημήτρη, επειδή ο δεύτερος κρατούσε μαχαίρι, φοβούμενος ότι ήθελε να τον δολοφονήσει. Έκοψε την καρωτίδα αρτηρία του.
Στη συνέχεια, σκότωσε την 48χρονη μητέρα του, Μαρία, αποκεφαλίζοντάς τη χρησιμοποιώντας δύο μαχαίρια, καθώς και αυτή κρατούσε μαχαίρι, και έπειτα την 27χρονη αδερφή του, Έμμυ (Ερμιόνη) Σεχίδη, με τον ίδιο τρόπο. Ο Σεχίδης αφαίρεσε τους εγκεφάλους των θυμάτων και τους διατήρησε στο ψυγείο, για «μεταγενέστερη μελέτη». Την επόμενη ημέρα, η 75χρονη γιαγιά του Σεχίδη, Ερμιόνη, πήγε στο σπίτι της οικογένειας και εκείνος τη σκότωσε επίσης με τον παραπάνω τρόπο. Ισχυρίστηκε ότι εκείνη ήθελε να τον τραυματίσει με ένα μαχαίρι.
Την επόμενη μέρα, τεμάχισε όλα τα πτώματα με αλυσοπρίονα, εκτός από αυτό του θείου του, τα τοποθέτησε σε σακούλες σκουπιδιών και τα πέταξε στη χωματερή της Καβάλας.
«Από τα κεφάλια του πατέρα μου, της αδερφής μου και της γιαγιάς μου έβγαλα τα μυαλά και τα έβαλα στην κατάψυξη, μέσα σε πιάτο, με σκοπό να τα μελετήσω και να τα φάω για να τους τιμωρήσω και να ικανοποιήσω την περιέργειά μου. (…) Ό,τι έκανα το έκανα βρισκόμενος εν αμύνη και γι’ αυτό δεν μετανιώνω και ό,τι σας έχω πει είναι αλήθεια πέρα για πέρα» είχε πει.
Τα εγκλήματα άρχισαν να ερευνώνται, έπειτα από καταγγελία στη βελγική αστυνομία από την Ελένη Σεχίδη, η οποία κατοικούσε στο Βέλγιο και ήταν σύζυγος του θείου του Θεόφιλου Σεχίδη, για εξαφάνιση των μελών της οικογένειας Σεχίδη αλλά και του ίδιου. Όταν η αστυνομία δεν μπόρεσε να συγκεντρώσει επαρκή στοιχεία ώστε να συνεχίσει την έρευνα, η Σεχίδη ταξίδευσε στη Θάσο για να βρει τον σύζυγό της. Ο ίδιος, προσποιούνταν ότι δεν γνώριζε που βρίσκονται οι συγγενείς του και ότι τους έψαχνε και αυτός.
Η πολύκροτη δίκη
Ο Σεχίδης δικάστηκε στις 20 Ιουνίου του 1997 στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Δράμας. Νωρίτερα, δήλωσε στην αστυνομία ότι διέπραξε τους φόνους σε άμυνα και όντας θύμα οικογενειακής συνωμοσίας, για το λόγο ότι του «έκαναν ψυχολογικό πόλεμο», επειδή ήξερε ότι ήταν «παιδί άλλης μάνας» και δεν του έλεγαν την αλήθεια.
Καταδικάστηκε σε πέντε φορές ισόβια. Μεταφέρθηκε στο Ψυχιατρείο Κρατουμένων των Φυλακών Κορυδαλλού. Παρότι κατέθεσε αίτηση αποφυλάκισης από το 2016 αυτή δεν έγινε δεκτή από το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο (έχει το δικαίωμα να ασκεί μία αίτηση αποφυλάκισης κάθε χρόνο από τη συμπλήρωση ορισμένου αριθμού χρόνων στη φυλακή, κατά τα οριζόμενα από το άρθρο 105 του Ποινικού Κώδικα).
Η σχιζοφρένεια
Έπειτα από 5μηνη παρακολούθηση της συμπεριφοράς του Σεχίδη, επιστήμονες ψυχιατρικής συμπέραναν ότι ο Σεχίδης πάσχει από σχιζότυπη διαταραχή προσωπικότητας, χωρίς όμως να χρήζει περίθαλψης, και του καταλογίστηκε «πλήρης ευθύνη και επίγνωση των πράξεών του».
Ωστόσο, τονίστηκε η οικογενειακή του κατάσταση, η οποία είχε ιδιαιτερότητες και είχε ως αποτέλεσμα ο Σεχίδης να έχει βιώσει πολύ δύσκολες καταστάσεις.
Στις 2 Ιουνίου του 1992, ο Σεχίδης υποβλήθηκε σε αξονική τομογραφία, στην οποία φάνηκε ότι είχε εγκεφαλικές ανωμαλίες.
Μετά τη φυλάκισή του, υποβλήθηκε στην ίδια εξέταση, φέροντας ξανά ως αποτέλεσμα «μη φυσιολογικά ευρήματα». Το 2010, ο ψυχίατρος του Οργανισμού Κατά των Ναρκωτικών του Αττικού Νοσοκομείου, Γεώργιος Τζεφεράκος, δήλωσε ότι ο Σεχίδης πάσχει από σχιζοφρένεια, και όχι από σχιζότυπη διαταραχή.