Συνηθίσαμε να θεωρούμε ότι οι εκλογές κρίνονται στην επικοινωνία ή στο «μήνυμα» και παραβλέπουμε ότι στην πραγματικότητα η εκλογική συμπεριφορά είναι κάτι πολύ πιο σύνθετο και στην πραγματικότητα αρκετά πιο καθορισμένο από τον ίδιο τρόπο με τον οποίο αρθρώνονται οι κοινωνικές πρακτικές, διαμορφώνονται οι κοινωνικές ιεραρχίες, αναδεικνύονται αιτήματα και αποτυπώνονται συμφέροντα.
Αυτό εξηγεί επίσης και την αυξανόμενη τάση τόσο των κομμάτων όσων και των μέσων ενημέρωσης να «εκπλήσσονται» από αποτελέσματα ή τη δυστοκία να ερμηνευτούν.
Ο τρόπος που η ΝΔ διαμόρφωσε μια κοινωνική συμμαχία
Η Νέα Δημοκρατία φάνηκε να συγκρούεται με αρκετά τμήματα της κοινωνίας το διάστημα που διακυβέρνησε. Ίσως το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η αντιπαράθεση με τη φοιτητική νεολαία, με αφορμή την Πανεπιστημιακή Αστυνομία (όπου ήταν και μία από τις μεγαλύτερες υποχωρήσεις που έκανε).
Φάνηκε επίσης να εισπράττει μεγάλα κύματα δυσαρέσκειας για ζητήματα όπως ήταν ο αστυνομικός αυταρχισμός ή η τραγωδία στα Τέμπη. Και βέβαια υπάρχει το στίγμα από την υπόθεση των παρακολουθήσεων που είχαν ως αφετηρία το ίδιο το Μέγαρο Μαξίμου
Παράλληλα, υπήρχε μια διάχυτη δυσαρέσκεια για τα ζητήματα που αφορούν την έκρηξη των τιμών, το κόστος των ενοικίων, τις τιμές της ενέργειας, τα προβλήματα στην προμήθεια φαρμάκων.
Όμως, μια πιο προσεκτικά ανάγνωση θα διαπιστώσει δύο βασικά στοιχεία. Το ένα είναι ότι η ΝΔ συχνά επέλεξε να συγκρουστεί με τα κοινωνικά κομμάτια που ούτως ή άλλως δεν θα τη στήριζαν. Δηλαδή, η ΝΔ ουδέποτε επένδυσε στο να είναι πλειοψηφική δύναμη στη νεολαία των πανεπιστημίων, ήξερε ότι εκεί οι αριστερές αναγνωρίσεις ήταν ισχυρότερες. Ακόμη περισσότερο, θεωρούσε ότι στο δικό της κοινό μπορούσε να «πουλήσει» ότι είχε αυταρχική στάση απέναντι στα «Εξάρχεια». Ούτε η ΝΔ πίστευε ότι θα κέρδιζε το κομμάτι της κοινωνίας που αισθάνεται αλληλεγγύη στους μετανάστες και τους πρόσφυγες, εξοργίζεται με τα pushbacks και πιστεύει ότι κάτι πρέπει να γίνει με τις δολοφονίες Ρομά από αστυνομικούς. Αντιθέτως, στο δικό της κοινό μπορούσε να προβάλλει τον φράχτη στον Έβρο ως κυβερνητικό έργο.
Από την άλλη, το ζήτημα των υποκλοπών, θα μπορούσε να είναι σοβαρό πολιτικό πλήγμα, μόνο εάν δεν υπήρχε ένας διάχυτος κυνισμός σε κομμάτια της κοινωνίας που θεωρεί ότι ούτως ή άλλως οι κυβερνήσεις δεν σέβονται θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα και κατά βάση π.χ. παρακολουθούν τους πάντες.
Επένδυσε στους ψηφοφόρους της
Την ίδια στιγμή, η ΝΔ επένδυσε στη σχέση με το δικό της ακροατήριο και μάλιστα με τρόπο που φαίνεται να απέσπασε ψηφοφόρους και από τον ΣΥΡΙΖΑ. Ακολούθησε στη διάρκεια της πανδημίας αλλά και στη διάρκεια της ενεργειακής κρίσης μια πολιτική παροχών που ευνόησαν στρώματα της μεσαίας και μικρής επιχειρηματικότητας, τους αυτοαπασχολούμενους και τους ελεύθερους επαγγελματίες, την ώρα που είχε ούτως ή άλλως ισχυρή παρουσία τους αγρότες. Την ίδια στιγμή μπόρεσε να διευρύνει επιρροή στους εργαζόμενους στο δημόσιο (ένα ακροατήριο πολύ σημαντικό για τον ΣΥΡΙΖΑ), αλλά και σε ένα μέρος της μισθωτής εργασίας στον ιδιωτικό τομέα (που βέβαια παρέμεινε πλειοψηφικά επιφυλακτική απέναντι στην κυβέρνηση) μέσα από την αύξηση της απασχόλησης και την αύξηση των μισθών (ακόμη και εάν υπολείπονται της αύξησης του κόστους ζωής).
Αυτό σήμαινε μια στρατηγική που δεν αποξένωνε τον σκληρό πυρήνα της κοινωνικής βάσης της ΝΔ και μπορούσε να αξιοποιήσει τόσο ιδεολογικά σημεία αναφοράς όπως η αντιμεταναστευτική πολιτική ή τα φοβικά ή συντηρητικά αντανακλαστικά που προκάλεσαν διαδοχικά η πανδημία, ο πόλεμος και η ενεργειακή κρίση. Αυτό φαίνεται στον τρόπο που παραμένει κυρίαρχη σε κοινωνικές κατηγορίες όπως οι συνταξιούχοι ή οι νοικοκυρές.
Ακόμη και στο ζήτημα της πανδημίας, όπου η χώρα μας είχε, με βάση τις στατιστικές από τις χειρότερες επιδόσεις παγκοσμίως, η κυβέρνηση δεν είχε μεγάλο κόστος κυρίως γιατί στην ανάδειξη ευθυνών η αντιπολίτευση κυρίως επικέντρωνε σε αιτήματα έντασης των πιο αντιδημοφιλών μέτρων (λοκντάουν).
Προφανώς και η κοινωνική συμμαχία της ΝΔ δεν είναι «πλατιά», ούτε αποτελεί ένα πλειοψηφικό κοινωνικό μπλοκ. Όμως, είναι πολύ πιο συμπαγής από αυτή οποιουδήποτε άλλου σχηματισμού και ταυτόχρονα, έχει κυρίως «διαρροές» προς τα δεξιά με τρόπο όμως και κλίμακα που μπορεί να το αξιοποιεί ως στοιχείο που ενισχύει ένα δεξιόστροφο, συντηρητικό-αυταρχικό-φοβικό κλίμα.
Η αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ να φτιάξει ηγεμονικό μπλοκ
Ένα από τα χαρακτηριστικά που είχε ο ΣΥΡΙΖΑ ήδη από το 2012 ήταν μια δυσκολία να έχει πραγματική εικόνα και σχέση εκπροσώπησης με το εκλογικό ακροατήριο. Δεν είχε τον κομματικό μηχανισμό που θα μπορούσε να διατηρεί αυτή τη σχέση, δεν είχε τις συνδικαλιστικές και αυτοδιοικητικές εκπροσωπήσεις που θα διαμόρφωναν αυτή τη σχέση και δεν είχε τα πολιτικά στελέχη που μπορούσαν να λειτουργούν ως «ιμάντες μεταβιβάσης» της γραμμής στην κοινωνία αλλά και των διαθέσεων της κοινωνίας στο κόμμα.
Αυτό διαμόρφωνε μια αρκετά επισφαλή κοινωνική συμμαχία. Σε μια πρώτη φάση φάνηκε να είναι ανθεκτική ακόμη και στις εκλογές του 2019. Μπορεί η πολιτική να ήταν περισσότερο «επιδοματική» όμως μπορούσε να έχει στη Δυτική Αθήνα ή τη Β’ Πειραιώς ή μεγάλους επαρχιακούς νομούς ισχυρές «πληβειακές» εκπροσωπήσεις.
Όμως, στο διάστημα που ακολούθησε ούτε οικοδόμησε ούτε επέκτεινε αυτή την εκπροσώπηση. Ακόμη χειρότερα, θεώρησε ότι θα υλοποιούσε αυτό το καθήκον η δυσαρέσκεια απέναντι στην κυβέρνηση.
Αυτό που δεν αποτίμησε ήταν ότι όντως η κυβέρνηση δυσαρέστησε αυτά τα στρώματα, αλλά ταυτόχρονα προσπάθησε να αποσπάσει κάποια, είτε με κάποιες παροχές σε συνδυασμό με την αύξηση της απασχόλησης και την αύξηση των ονομαστικών μισθών, είτε με την επένδυση σε ιδεολογικά στοιχεία (συντηρητικά ή φοβικά) που μπορεί και να τα άγγιζαν. Ούτε κατάφερε να εξηγήσει σε διάφορες στιγμές τι διαφορετικό θα έκανε, ή εάν έχει μια εναλλακτική πολιτική πρόταση που θα τα φέρει όντως σε καλύτερη κατάσταση.
Αυτό είχε μια επιπλέον συνέπεια: ακριβώς επειδή αυτά ήταν στρώματα που είχαν μια παραδοσιακή αναφορά στο ΠΑΣΟΚ, με τη σχέση να διαρρηγνύεται βίαια με τα μνημόνια, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έδινε κάποιο σοβαρό επιχείρημα για να μην επιστρέψουν προς τα εκεί κάποια από αυτά, ιδίως από τη στιγμή που το ΠΑΣΟΚ είχε έναν ηγέτη που μπορεί να μην προσέφερε κάποια προγραμματική σαφήνεια, αλλά τουλάχιστον δεν ήταν ταυτισμένος με τα μνημόνια.
Δηλαδή, ο ΣΥΡΙΖΑ ούτε οριοθέτησε την κοινωνική συμμαχία που εκπροσωπούσε, ούτε συστηματικά προσπάθησε να την οικοδομήσει ως σχέση πολιτικής εμπιστοσύνης, ούτε της μίλησε πραγματικά για τα προβλήματα που είχε, ούτε βέβαια προσπάθησε να τη μετασχηματίσει κοινωνικά και ιδεολογικά ώστε να μην «διαρρέει» προς άλλες κατευθύνσεις.
Η προεκλογική εκστρατεία που ταλαντευόταν ανάμεσα στην πόλωση – αλλά περισσότερο με όρους «Ειδικού Δικαστηρίου» και όχι ανάδειξης κοινωνικών διακυβευμάτων – και την προσπάθεια να πειστούν οι «κεντρώοι», μάλλον δεν βοήθησε στο να υπάρξει μια δυναμική.
Τα όρια της ηγεμονίας
Ουσιαστικά, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατάφερε να διατηρήσει μια ηγεμονική σχέση με τα στρώματα που στράφηκαν προς αυτόν στην περίοδο των Μνημονίων. Το τραύμα του 2015 ούτως ή άλλως ποτέ δεν βοήθησε σε αυτό, όμως το βασικό πρόβλημα ήταν η ίδια η αδυναμία του κόμματος αυτού να λειτουργήσει με τον τρόπο που μια ηγεμονική σχέση απαιτούσε. Αυτό φαινόταν και στον τρόπο που φέρονταν και τα στελέχη του, αλλά και στο είδος των στελεχών που προωθούσε. Αποτέλεσμα να μιλά για τον λαό χωρίς λαϊκότητα και να διεκδικεί την κυβέρνηση χωρίς να πείθει ότι έχει κυβερνητικό πρόγραμμα.
Η ΝΔ, αντίθετα, επένδυσε σε αυτό, οικοδόμησε δεσμούς, ακόμη και εάν αυτό έφτανε στα όρια του «χαϊδέματος» ακροδεξιών αντανακλαστικών και λειτούργησε ως ένα κόμμα που μπορούσε να καλύπτει κάποια αιτήματα. Αυτό της επέτρεψε να έχει ηγεμονική σχέση με το δικό της μπλοκ.
Όμως, αυτό δεν σημαίνει ότι αυτή τη στιγμή υπάρχει ένα πολιτικό και κοινωνικό μπλοκ που να αποτυπώνει μια ευρύτερη ηγεμονία. Η πρωτοκαθεδρία της ΝΔ είναι σχετική και στην πραγματικότητα η πλειοψηφία της κοινωνίας δεν αναγνωρίζεται στο πολιτικό και ιδεολογικό πρόταγμά της. Όμως, δεν αναγνωρίζεται και σε κάτι άλλο, την ώρα που η ΝΔ έχει συμπαγέστερη εκπροσώπηση. Και στην κοινοβουλευτική δημοκρατία, ιδίως σε εποχές «μετα-δημοκρατία», αυτό αρκεί.
Αυτό δεν αναιρεί ούτε τα ενεργά κοινωνικά ρήγματα, ούτε τις δυναμικές σύγκρουσης, ούτε καν το ενδεχόμενο κοινωνικών εκρήξεων, παρά την εικόνα πολιτικής σταθεροποίησης. Μάλιστα, θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει ότι με δεδομένη τη σαφώς νεοφιλελεύθερη πολιτική της ΝΔ και το γεγονός ότι πλέον θα χρειαστεί να αναμετρηθεί και με ζητήματα που τέθηκαν σε παρένθεση στην προεκλογική περίοδο, όπως ήταν η δημοσιονομική σταθερότητα, ο μόνος τρόπος να διευρύνει την ηγεμονική της απήχηση θα είναι με ακόμη μεγαλύτερη επένδυση σε μια συντηρητική-αυταρχική-«σκληρή δεξιά» κατεύθυνση για να μειώσει την απήχηση της άκρας δεξιάς.
Από την άλλη, το ερώτημα εάν θα μπορούσε να διαμορφωθεί ένα άλλο ηγεμονικό μπλοκ που να πατάει περισσότερο στο ευρύ φάσμα – και την πραγματική πολυμορφία – των λαϊκών στρωμάτων και των δυνάμεων της εργασίας σήμερα, παραμένει περισσότερο ανοιχτό παρά ποτέ και δείχνει, προς το παρόν τουλάχιστον, αναπάντητο.