Αντικειμενικά είναι μια μεγάλη πολιτική επιτυχία για τη ΝΔ και τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Από τη μια κατάφερε σε εκλογές με ανάλογη συμμετοχή με την προηγούμενη φορά να έχει μια ελαφρά αύξηση του ποσοστού του και να περνάει το συμβολικό κατώφλι του 40%, δηλαδή να δείχνει ότι δεν έχει φθορά, και αυτό να συμβαίνει την ώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ έχει μια πραγματική εκλογική συντριβή.
Ταυτόχρονα, η ΝΔ και ο Κυριάκος Μητσοτάκης μπορούν να λένε ότι όχι μόνο πήγαν καλά στις εκλογές αλλά και το συνολικό αποτέλεσμα των εκλογών να είναι δεξιόστροφο. Δηλαδή αυτή τη στιγμή οι παραλλαγές της δεξιάς και της ακροδεξιάς είναι μάλλον πλειοψηφικές στο εκλογικό σώμα.
Αντίθετα, παρά την άνοδο του ΠΑΣΟΚ, το κεντροαριστερό άθροισμα ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ υποχωρεί από τις προηγούμενες εκλογές, όπου ήταν ισοδύναμο περίπου με τη ΝΔ, την ώρα που αριστερότερα η αποτυχία του ΜέΡΑ25, παρά τη σχετική διεύρυνσή του, αφήνει μόνο το ενισχυμένο ΚΚΕ στη θέση της αριστερής κοινοβουλευτικής αντιπολίτευσης.
Αντιφατικές δυναμικές στην κοινωνία
Το αποτέλεσμα αυτό αντανακλά την ίδια την αντιφατικότητα των κοινωνικών και πολιτικών δυναμικών στη χώρα.
Η ελληνική κοινωνία ήταν δυσαρεστημένη το τελευταίο διάστημα. Η πανδημία είχε μεγάλο κόστος, ο αστυνομικός αυταρχισμός αποξένωνε τη νεολαία. Η ακρίβεια υπερκάλυπτε την αύξηση της απασχόλησης. Τα Τέμπη βιώθηκαν ως τραγική έκφραση της αδυναμίας του κράτους να κάνει αυτά που πρέπει. Οι υποκλοπές ανέδειξαν ένα σοβαρό πρόβλημα δημοκρατίας.
Όλα αυτά αποτελούσαν πραγματικούς λόγους δυσαρέσκειας απέναντι στην κυβέρνηση και κατά συνέπεια εκλογικής φθοράς.
Όμως, την ίδια στιγμή κανένα κόμμα δεν έπεισε ότι θα μπορούσε να τα κάνει καλύτερα. Προφανώς και τα κόμματα της αντιπολίτευσης έδωσαν «σχήμα» και «λόγο» σε αυτή τη δυσαρέσκεια. Όμως, δεν παρουσίασαν ένα σαφές αφήγημα και μια πολιτική μεθοδολογία για το πώς τα πράγματα θα ήταν διαφορετικά. Αυτό σήμαινε ότι στην πραγματικότητα αποσπούσαν σημαντικά κομμάτια από την επιρροή της κυβέρνησης. Δεν δημιουργούσαν την αναγκαία πολιτική «αιμορραγία» στη ΝΔ που θα οδηγούσε σε αλλαγή συσχετισμού.
Αντιθέτως, ο ΣΥΡΙΖΑ διαπίστωσε ότι έχει χάσει ένα μεγάλο μέρος της εκλογικής του επιρροής, συμπεριλαμβανομένης και των σημαντικών προσβάσεων που είχε σε λαϊκές περιοχές. Με έναν τρόπο αυτή η εκλογική καταβαράθρωση του ΣΥΡΙΖΑ σε ένα τοπίο που φαινόταν να του επιτρέπει μια κάποια συσπείρωση ή και ενίσχυση, είναι ο πραγματικός «πολιτικός σεισμός» αυτών των εκλογών.
Η ΝΔ οικοδόμησε τη συμμαχία της
Την ίδια στιγμή μια επικέντρωση στα κομμάτια της κοινωνίας που ήταν δυσαρεστημένα δεν πρέπει να μας κάνει να ξεχάσουμε ότι η ΝΔ οικοδόμησε συστηματικά τις δικές της κοινωνικές συμμαχίες. Τα μέτρα ενίσχυσης στη διάρκεια της πανδημίας κατάφεραν να διατηρήσουν τους δεσμούς με τη μεσαία και μικρή επιχειρηματικότητα, που στη συνέχεια είδε και το οφέλη της ανάπτυξης. Η άνοδος του τουρισμού διαμόρφωσε ένα φάσμα συμφερόντων που ένιωθαν ότι τα πράγματα πήγαν καλύτερα. Οι παρεμβάσεις στο ενεργειακό από ένα σημείο και μετά καθησύχασαν κομμάτια της κοινωνίας, ενώ επιλογές όπως η αύξηση του κατώτατου μισθού και ως ένα βαθμό των συντάξεων επίσης έδιναν και σε κομμάτια των λαϊκών τάξεων την αίσθηση ότι τα πράγματα δεν επιδεινώνονται. Τα αγροτικά στρώματα δεν είχαν μεγάλες αντιδράσεις ούτως ή άλλως.
Την ίδια στιγμή η ΝΔ μπορούσε να υποστηρίζει ότι απαντάει σε κάποιους από τους «φόβους». Η πολιτική για το μεταναστευτικό ήταν ένα χαρακτηριστικό τέτοιο σημείο στο οποίο επένδυσε συνειδητά και συστηματικά. Και παρότι η αθροιστικά μεγάλη ψήφος των ακροδεξιών σχηματισμών θα μπορούσε να θεωρηθεί τυπικά «διαμαρτυρία» απέναντι στη ΝΔ, στην πραγματικότητα είναι η εγγύηση ότι δεν απειλείται από τα αριστερά, δηλαδή τη πλευρά των κοινωνικών διαμαρτυριών.
Τα πράγματα που μετράνε και τα πράγματα που – δυστυχώς – δεν μετράνε
Όλα αυτά διαμόρφωναν ένα τοπίο όπου η ΝΔ μπορούσε να διατηρεί δεσμούς με στρώματα πιο κοντά σε αυτή και να έχει μια σχετική απήχηση και σε ένα κομμάτι των πιο λαϊκών στρωμάτων που σκεφτόταν «πέντε και στο χέρι».
Από την άλλη πλευρά, αυτά που σε άλλες εποχές θα ήταν λόγοι πολιτικής κατάρρευσης δεν λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο. Να το πούμε απλά, ναι σε άλλες εποχές το να παρακολουθεί το Μέγαρο Μαξίμου πολιτικούς, δημοσιογράφους, επιχειρηματίες και στρατιωτικούς θα ήταν λόγος κατάρρευσης. Όμως, δυστυχώς είμαστε σε εποχές που για σημαντικά τμήματα της κοινωνίας, «η δημοκρατία δεν πληρώνει το νοίκι». Πράγμα που σημαίνει ότι δεν ήταν καθόλου δεδομένο ότι αυτές οι εξελίξεις θα έπαιζαν ρόλο καταλύτη.
Αντίστοιχα, η τραγωδία στα Τέμπη φάνηκε να κοστίζει στη ΝΔ, όμως την ίδια στιγμή δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η διάχυτη αντίληψη ότι «όλοι ίδιοι είναι» και ένας κυνισμός του τύπου «κανείς δεν νοιάζεται για εμάς πραγματικά», εν τέλει οδήγησε σε ψηφοφόρους να σταθμίσουν άλλες παραμέτρους.
Ο βαθύτερος συντηρητισμός
Όπως έχει φανεί και σε άλλες χώρες, σήμερα έχουμε μια ολοένα και μεγαλύτερη πόλωση ανάμεσα σε στρώματα που ψηφίζουν με κριτήρια ενός συντηρητισμού, που συχνά μπορεί να έχει και φοβικά και αυταρχικά χαρακτηριστικά, και στρώματα που θέλουν αλλαγές και συχνά έχουν και στοιχεία ριζοσπαστισμού. Η πόλωση αυτή είναι συχνά και ηλικιακή και κάθε μπλοκ αποτυπώνει τη δυναμική του σε διαφορετικές συγκυρίες. Τα πιο προοδευτικά και ριζοσπαστικά κομμάτια μπορεί να τροφοδοτούν μεγάλα κοινωνικά κινήματα, τα πιο συντηρητικά καθορίζουν εκλογικές μάχες.
Αυτό φυσικά έχει να κάνει και με το εάν μπορούν να υπάρξουν ριζοσπαστικές ή προοδευτικές προτάσεις που να φαντάζουν εφικτές. Εδώ η εμπειρία των περασμένων ετών μέτρησε. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει καταφέρει να απαλλαγεί ούτε από το βάρος της παλινωδίας του 2015, ούτε από την εφαρμογή μνημονιακών πολιτικών, ούτε όμως και από το ότι ακόμη και τώρα φάνταζε στα μάτια μέρους του εκλογικού σώματος σαν «περιπέτεια χωρίς αντίκρισμα».
Αντιθέτως, η Νέα Δημοκρατία εκμεταλλεύτηκε και το γεγονός ότι σε περιόδους πολυκρίσεων, το κόμμα που είναι στην εξουσία, μπορεί να παρουσιαστεί ως το «σταθερό χέρι» απέναντι σε αντιπάλους που δεν μπορούν να δώσουν σχήμα στην «αλλαγή» που πρεσβεύουν.
Το μέλλον είναι πιο σύνθετο
Όμως, εάν έτσι αποτυπώνονται οι εκλογικές δυναμικές, δεν πρέπει να ξεχάσουμε ότι τα πράγματα είναι αρκετά πιο σύνθετα. Η περίοδος που διανύουμε έχει αρκετά ανοιχτά ερωτήματα σε πλανητικό επίπεδο, από την αναμόρφωση των γεωπολιτικών ισορροπιών, μέχρι το εάν και πότε θα ξεσπάει η επόμενη μεγάλη οικονομική κρίση. Η εμπειρία και άλλων χωρών δείχνει ότι συχνά η αίσθηση συναίνεσης ή ακόμη και ηγεμονίας μπορεί να είναι παραπλανητική όταν αλλάζουν βίαια οι όροι ζωής και ύπαρξης των ανθρώπων. Κανείς δεν μπορεί να πει βάσιμα ότι δεν υπάρχει ενδεχόμενο νέων κοινωνικών εκρήξεων που θα μπορούσαν να αναδιατάξουν και πολιτικούς συσχετισμούς. Το ίδιο ισχύει, όμως, και για το ενδεχόμενο παγίωσης ενός φοβικού και αυταρχικού συντηρητισμού μέσα σε ένα τοπίο ανασφάλειας. Σε κάθε περίπτωση το μέλλον διαρκεί πολύ.