Εντός του καλοκαιριού τίθεται σε εφαρμογή το πρόγραμμα Κατ’ Οίκον Νοσηλεία, αλλάζοντας τα δεδομένα για εκατοντάδες ασθενείς – ενηλίκους αλλά και παιδιά – με σοβαρά νοσήματα, προσφέροντάς τους τη δυνατότητα ιατροφαρμακευτικής παρακολούθησης στο οικείο περιβάλλον του σπιτιού τους. Στο πλαίσιο αυτό, ήδη εξετάζεται η δυνατότητα άμεσης έναρξης πιλοτικής λειτουργίας στα νοσοκομεία Ιπποκράτειο Θεσσαλονίκης (παιδιατρικά περιστατικά), ΠΑΓΝΗ (περιστατικά ενηλίκων, πλην ογκολογικών) και «Αγιος Σάββας» (κατ’ οίκον χορήγηση ανοσοθεραπείας).

Σταδιακά εντούτοις προβλέπεται η δημιουργία συνολικά 12 Κέντρων Αναφοράς σε όλη τη χώρα, με το καθένα από αυτά να εξυπηρετεί 100-120 ασθενείς ετησίως στην πλήρη εξέλιξη του προγράμματος. Αναφορικά, δε, με τους ογκολογικούς ασθενείς, στόχος είναι να βρίσκονται υπό την «ομπρέλα» του 800-850 ωφελούμενοι κατ’ έτος.

«Η Νοσοκομειακή Φροντίδα στο σπίτι είναι ένα καινοτόμο πρόγραμμα που απευθύνεται σε συγκεκριμένες ομάδες ασθενών που χρήζουν συχνής ή παρατεταμένης φροντίδας στο νοσοκομείο και θα μπορούν να λάβουν στο εξής την ίδια φροντίδα στην οικία τους από εξειδικευμένες ομάδες γιατρών και νοσηλευτών» σημειώνει στα «ΝΕΑ» ο γενικός γραμματέας Υπηρεσιών Υγείας του υπουργείου Υγείας, Ιωάννης Κωτσιόπουλος.

Και προσθέτει ότι «με τη βοήθεια της τεχνολογίας θα είναι εφικτή η παρακολούθησή τους απομακρυσμένα ώστε να διασφαλίζονται οι συνθήκες ασφαλούς νοσηλείας τους. Μέσα από αυτό το πρόγραμμα αποσυμφορούμε τα ήδη βεβαρημένα νοσοκομεία και εξασφαλίζουμε καλύτερες συνθήκες νοσηλείας για τους πλέον ευάλωτους, χωρίς τα έξοδα και την ταλαιπωρία που αντιμετωπίζουν σήμερα οι ίδιοι και οι οικογένειές τους».

Πιο συγκεκριμένα, οι κατηγορίες των ωφελούμενων ασθενών – όπως αναφέρονται ενδεικτικά στην ΚΥΑ που καθορίζει τους όρους και τις προϋποθέσεις – είναι οι εξής: α) ασθενείς, παιδιά και ενήλικοι, με

– χρόνια αναπνευστικά αποφρακτικά ή περιοριστικά νοσήματα,

– νευρολογικές παθήσεις ταχέως ή βραδέως εξελισσόμενες όπως νόσος κινητικού νευρώνα, μυασθένεια, κυστική ίνωση, χρόνια καρδιακή ανεπάρκεια,

– άλλα χρόνια νοσήματα,

– ογκολογικούς ασθενείς που χρειάζονται εξειδικευμένη μακροχρόνια φροντίδα,

– ογκολογικούς ασθενείς για την υπό προϋποθέσεις χορήγηση ογκολογικής θεραπείας κατ’ οίκον. Πάντως και σύμφωνα με τα όσα προβλέπει ο νομοθέτης, τα βασικά κριτήρια ένταξης ενός ασθενούς σε πρόγραμμα κατ’ οίκον νοσηλείας βασίζονται κυρίως στην πολυπλοκότητα και τη χρονιότητα της νόσου, καθώς και στην ανάγκη τεχνολογικής -εξειδικευμένης υποστήριξής του. Αναμένεται άλλωστε να ακολουθήσει περαιτέρω εξειδίκευση των κατηγοριών και των κριτηρίων ένταξης, που θα προκύψει από τη μελέτη του Εργου του RRF και την ανάπτυξη επιπλέον κέντρων αναφοράς σε όλη τη χώρα, με τους σχετικούς διαγωνισμούς να έχουν ήδη ξεκινήσει.

Αξίζει πάντως να σημειωθεί πως το πρόγραμμα έχει σημαντική απήχηση στο κοινό, εκπληρώνοντας ένα πάγιο αίτημα, γεγονός που αποτυπώνεται από τα τηλέφωνα που δέχεται το υπουργείο Υγείας σχετικά με την ημερομηνία έναρξής του.

Στελέχωση

Εν τω μεταξύ, για την στελέχωση των πιλοτικών Κέντρων Αναφοράς θα ανακοινωθούν άμεσα από τον υπεύθυνο φορέα υλοποίησης του έργου, δηλαδή τον   Οργανισμό Διασφάλισης της Ποιότητας στην Υγεία (ΟΔΙΠΥ), προσλήψεις προσωπικού με καθεστώς ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου. Αναλυτικότερα, στη λίστα των ειδικών που κρίνονται αναγκαίοι για να «τρέξει» το πρόγραμμα είναι γιατροί, νοσηλευτές, φυσικοθεραπευτές, ψυχολόγοι και διοικητικοί υπάλληλοι.

Στόχος τους θα είναι η παροχή φροντίδας στον ασθενή στο σπίτι, σε συνθήκες ανάλογες της ενδονοσοκομειακής φροντίδας, ιατρονοσηλευτική υποστήριξη και συνεχής παρακολούθηση με παράλληλη στήριξη από εκπαιδευόμενους φροντιστές (γονείς και άλλα μέλη της οικογένειας τα οποία έχουν εκπαιδευτεί σχετικά με τις ανάγκες του ασθενή τους) και εξασφάλιση ιατρονοσηλευτικής υποστήριξης όταν το επιβάλλουν οι ανάγκες.

Παράλληλα όμως εξασφαλίζεται και η δυνατότητα άμεσης πρόσβασης και εισαγωγής στο νοσοκομείο-κέντρο αναφοράς ή σε διασυνδεδεμένη προκαθορισμένη δομή, σε περίπτωση που επιδεινωθεί η υγεία του ασθενή.

Είναι σημαντικό να υπογραμμιστεί πως το έργο χρηματοδοτείται με 14 εκατ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης και μετά τη λήξη του RRF σχεδιάζεται η συνέχισή του από πόρους του ΕΣΠΑ.