Πειραιάς. 25 Αυγούστου 1922. Το «Υπεροχή» φέρνει στον Πειραιά από την Σμύρνη 800 πρόσφυγες. 26 Αυγούστου. Με τα πλοία «Ατρόμητος» και «Αντίσα» έρχονται 2.500. 27 Αυγούστου .Με το «Τοκευ Μάρου» φτάνουν από την πρωτεύουσα της Ιωνίας 1.600 και με το «Αμπασιέ» 629… Η εικόνα των καραβιών που ξεφορτώνουν καθημερινά στον Πειραιά και στα άλλα μεγάλα ελληνικά λιμάνια χιλιάδες πρόσφυγες, σύντομα γίνεται ρουτίνα που δεν ξενίζει κανένα. Μέχρι τις 25 Αυγούστου 1923 περισσότεροι από 1.000.000 απελπισμένοι, πεινασμένοι, κουρελιασμένοι και πανικόβλητοι Έλληνες και Αρμένιοι από την Ανατολική Θράκη, την Μικρά Ασία, τον Πόντο και την Κωνσταντινούπολη, φτάνουν με κάθε πρόσφορο μέσο στην Ελλάδα.
Το μυθιστόρημα του Γιάννη Σιώτου «Μάνα πατρίδα, κακιά μητριά» που εκδόθηκε από τις «εκδόσεις Καστανιώτη» εστιάζει στη ζωή των προσφύγων, στην Αθήνα και στον Πειραιά, από τον Αύγουστο του 1922 μέχρι τον Αύγουστο του 1923.
Ο ρεαλισμός του συγκλονίζει, καθώς αναπαριστά το χάος αυτού του χρόνου στο οποίο κυριαρχούν η εκμετάλλευση, η απόρριψη, η περιθωριοποίηση, η κερδοσκοπία, το εμπόριο ανθρώπων , η απληστία και οι πολιτικοί χειρισμοί .Περιγράφει τα κύματα των προσφύγων που καθημερινά αποβιβάζονται στο λιμάνι του Πειραιά. Καταγράφει τα πλοία που τους μεταφέρουν. Αποκαλύπτει τις απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης (υπαίθριοι καταυλισμοί, σχολεία, εκκλησίες, αποθήκες, σταθμοί…) που προκαλούν θανατηφόρες επιδημίες και ευθύνονται για εκατοντάδες θανάτους από αρρώστιες, πείνα και κρύο.
Αποτυπώνει την αβάστακτη απελπισία της δυστυχίας που οδηγεί στην παραφροσύνη, στην αυτοκτονία και στην εγκατάλειψη των βρεφών στις πόρτες των πλουσιόσπιτων. Ξεσκεπάζει την αδιάφορη στάση –η οποία σύντομα μετατρέπεται σε εχθρική– της «καλής κοινωνίας». Παρουσιάζει την απροκάλυπτη εκμετάλλευση των προσφύγων από τους κερδοσκόπους της δυστυχίας –περίβλεπτους αστούς, ισχυρούς επιχειρηματίες, απλούς νοικοκυραίους και αδίστακτους εγκληματίες– οι οποίοι αναζητούν υπηρέτριες, εργάτες και υπαλλήλους που θα αμείβονται με ένα πιάτο φαγητό και πειθήνιες «κοπέλες» που θα διαθέτουν το κορμί τους στα πέρατα της οικουμένης. Φωτίζει πτυχές της εξαθλιωμένης καθημερινότητας των μεροκαματιάρηδων της «παλιάς Ελλάδας» που αντιμετωπίζουν την ακρίβεια, την ανεργία, τη φτώχεια και τις κάθε μορφής στερήσεις. Παρακολουθεί τις μεθοδεύσεις των Μεγάλων Δυνάμεων να αξιοποιήσουν την προσφυγική βοήθεια που προσφέρουν το ελληνικό δράμα, για να ισχυροποιήσουν την παρουσία τους στη χώρα.
Τα στοιχεία των εφημερίδων
Ο συγγραφέας αντλεί το υλικό του από τις εφημερίδες της περιόδου 1922-1925 , τα αρχεία της Βουλής, τους φορείς που διατηρούν στατιστικά στοιχεία για την οικονομία , την υγεία και την εγκληματικότητα, τις μεταγενέστερες επιστημονικές έρευνες, τις δημοσιεύσεις σε έγκυρα επιστημονικά έντυπα του εξωτερικού και ς από την πλούσια ελληνική και διεθνή βιβλιογραφία, για να γράψει ένα συνταρακτικό ιστορικό μυθιστόρημα που όμως μπορεί να διαβαστεί ως ντοκουμέντο αλλά και ως νουάρ πεζογράφημα.
Οι κεντρικοί ήρωες του βιβλίου δεν είναι ούτε κάτοικοι της «Μητρόπολης» ούτε δυστυχισμένοι πρόσφυγες, αλλά τρείς έμπειροι ξένοι δημοσιογράφοι εξοικειωμένοι με εικόνες τρόμου και εξαθλίωσης οι οποίοι μπορούν να ερευνούν , να ανακαλύπτουν, να κρίνουν, να συγκρίνουν και να αποκαλύπτουν. Από το σμίξιμο της ιστορική έρευνας με τη μυθοπλασία προκύπτει ένα λογοτέχνημα στο οποίο αναμετρώνται οι «αλήθειες» των ισχυρών και των εφησυχασμένων με αυτές των ξεριζωμένων προσφύγων, των αποστρατευμένων στρατιωτών του μετώπου και των μεροκαματιάρηδων που αγωνίζονται να επιβιώσουν με τα γλισχρά μεροκάματα. Η αποτύπωση της θλιβερής καθημερινότητας, που έναν αιώνα μετά πολλές πτυχές της εξακολουθούν να παραμένουν σκοτεινές, δυσδιάκριτες και ανομολόγητες και η αντιπαραβολή της με τις «αλήθειες» της εποχής βοηθά τον αναγνώστη του «Μάνα πατρίδα, κακιά μητριά» να διακρίνει τις διαχρονικές ομοιότητες που χαρακτηρίζουν τον αγώνα των απλών ανθρώπων, για μία καλύτερη ζωή και την προσπάθεια των ισχυρών να διευρύνουν ακόμα περισσότερο την εξουσία τους .