Σε μια εκλογή όπου η ΝΔ αναδείχτηκε στον μεγάλο νικητή αυξάνοντας ψήφους και ποσοστό ακούγεται λίγο παράδοξο να ξεκινήσουμε από τις… απώλειές της. Ωστόσο, έχει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον ότι σε μια σειρά από επαρχιακούς νομούς όπου η ΝΔ είχε σημαντικά αποτελέσματα στις προηγούμενες εκλογές σε αυτές είχε στασιμότητα ή πτώση.
Αρκεί να αναλογιστούμε ότι το ποσοστό της ΝΔ υποχώρησε σε περιφέρεις από η Αιτωλοακαρνανία (39,49% από 40,95%), την Αρκαδία (40,73% από 42,56%), την Άρτα (36,64% από 38,99%), τη Δράμα (39,41% από 43,90%), τον Έβρο (43,31% από 44,99%), την Ημαθία (40.92% από 41,92%), την Α΄ Θεσσαλονίκης (34,15% από 35.52%), τη Β΄ Θεσσαλονίκης (40,67% από 43,02%), την Κοζάνη (38,63% από 39.39%), τη Χαλκιδική (39,92% από 42,59%). Ακόμη και στην Α’ Αθήνας, μια περιοχή όπου παραδοσιακά έχει ισχυρές δυνάμεις, παρουσίασε υποχώρηση στο 42,18% από 43,32%). Αλλά και σε άλλες περιοχές έχει στασιμότητα ή μικρή άνοδο. Για παράδειγμα στην κατεξοχήν «μικροαστική – μεσοαστική» περιφέρεια του Β1’ Βορείου Τομέα Αθηνών, η άνοδος ήταν πολύ μικρή 46.02% από 45.081%
Αυτό ακριβώς κάνει πιο εντυπωσιακό να δει κανείς ποιες ήταν οι περιοχές όπου η ΝΔ παρουσίασε μια σημαντική άνοδο. Αναφέρουμε ενδεικτικά: Στη Β2΄Δυτικού Τομέα Αθηνών, η ΝΔ ανέβηκε σχεδόν 5% και από το 29, 69% βρέθηκε στο 34,46%. Στη Β’ Πειραιώς ανεβαίνει πάνω από 7% και από 30.19% πηγαίνει στο 37,44%. Και στη Β’ Δυτικής Αττικής ανεβαίνει πάνω από 13% και από 21,4% φτάνει το 34,28%. Αντίστοιχα, πάνω από 5% ανεβαίνει στον Ν. Ηρακλείου όπου από 30.15% πηγαίνει στο 35,47%.
Αυτό που έχει ενδιαφέρον είναι επομένως ότι η ΝΔ κατορθώνει να έχει τη μεγαλύτερη συγκριτικά άνοδό της σε περιφέρειες που θεωρούνται παραδοσιακά πιο λαϊκές ως προς την κοινωνική σύνθεση και που είχαν αποτελέσει προπύργια του ΣΥΡΙΖΑ.
Αυτό επιβεβαιώνεται και από το ότι σε αυτές τις περιφέρειες παρατηρούμε και ιδιαίτερα εντυπωσιακή υποχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι λοιπόν στη Β2 Δυτικού Τομέα Αθηνών ο ΣΥΡΙΖΑ υποχωρεί στο 22,71% από το 38,60%, στη Β’ Πειραιά υποχωρεί από το 38,22% στο 20.75%, στη Β’ Δυτικής Αττικής υποχωρεί από 36,24% στο 18,2% και στον Ν. Ηρακλείου από 43,22% στο 22,93%). Και μπορεί σε κάποιες περιπτώσεις αυτό να μεταφράζεται σε ενίσχυση του ΠΑΣΟΚ, όπως π.χ. στον Ν. Ηρακλείου, όμως υπάρχουν και μετακινήσεις προς τη Νέα Δημοκρατία. Αλλά και εντός της Β1 Βορείου Τομέα αξίζει κανείς να δει ορισμένους δήμους. Για παράδειγμα στη Νέα Ιωνία η ΝΔ ανεβαίνει από 29,02% στο 33,11% την ώρα που ο ΣΥΡΙΖΑ από το 38,04% υποχωρεί στο 23,91%, ενώ στη Νέα Φιλαδέλφεια η ΝΔ ανεβαίνει από το 33,04% στο 36,29%, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ υποχωρεί από το 36,47% στο 22.57%. Αντίστοιχα στο B3’ Νοτίου Τομέα Αθηνών, στην Καισαριανή η ΝΔ ανεβαίνει από το 31,48% στο 35,08%, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ υποχωρεί από 36,55% στο 24,08%, στον Δήμο Μοσχάτου-Ταύρου η ΝΔ ανεβαίνει από το 34,25% στο 39,23% την ώρα ο ΣΥΡΙΖΑ υποχωρεί από το 35,08% στο 20,32%, ενώ στον Βύρωνα η ΝΔ ανεβαίνει από το 34, 12% στο 36,57%, με τον ΣΥΡΙΖΑ να υποχωρεί από το 36,40% στο 23,82%
Τι αλλάζει στις λαϊκές περιοχές;
Τι είναι, όμως, αυτό που συμβαίνει σε αυτές τις περιοχές που δείχνουν να είναι καθοριστικές και για την άνοδο της ΝΔ και – κυρίως – για τη σημαντική υποχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ;
Οι περιοχές που σχολιάσαμε είναι αυτό που συνήθως περιγράφουμε ως «λαϊκές». Μια πιο ακριβής περιγραφή θα ήταν ότι είναι εργατικές και μικροαστικές, με μικρή παρουσία μεσοαστικών και ανώτερων αστικών στρωμάτων. Δεν είναι πια «εργατουπόλεις» με τον τρόπο που μπορεί να ίσχυε στη δεκαετία του 1950 καθώς υπήρξαν αλλαγές σημαντικές στην ελληνική κοινωνία, αναβαθμίστηκαν τα στρώματα της διανοητικής εργασίας, επεκτάθηκε από πού λέμε «αυτοαπασχόληση» ακόμη και μορφές «μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας».
Μάλιστα, αυτές οι αλλαγές ήταν εμφανείς και στις μετατοπίσεις της πολιτικής συμπεριφοράς αυτών των περιοχών στη Μεταπολίτευση και τη σταδιακή άνοδο του ΠΑΣΟΚ σε βάρος της κομμουνιστικής αριστεράς. Βεβαίως, η περίοδος της κρίσης και των μνημονίων έπληξε ιδιαίτερα το σύνολο αυτών των στρωμάτων, τόσο της «κλασικής» μισθωτής εργασίας του ιδιωτικού τομέα, όσο και τις μορφές αυτοαπασχόλησης και μικρής επιχειρηματικότητας αλλά και τους εργαζομένους στο δημόσιο. Αυτή η συνθήκη διέλυσε τις προσβάσεις που είχε το ΠΑΣΟΚ σε αυτά τα στρώματα αλλά εν μέρει και της ΝΔ. Άλλωστε, στα μεγάλα αστικά κέντρα το αίσθημα ανασφάλειας ήταν πολύ μεγαλύτερο από ό,τι στην επαρχία. Αυτό εξηγεί την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ και το πώς έφτασε να εκπροσωπεί τα πιο λαϊκά και «πληβειακά» στρώματα σε αυτές τις περιοχές.
Μάλιστα η υποστήριξη αυτή διατηρήθηκε ακόμη και μετά τα μνημόνια. Ήταν αυτές οι περιοχές που έδωσαν ξανά την πρωτιά στον ΣΥΡΙΖΑ τον Σεπτέμβριο του 2015 και του επέτρεψαν να έχει καλό εκλογικό αποτέλεσμα τον Ιούλιο του 2019. Και σε γενικές γραμμές ο ΣΥΡΙΖΑ πίστευε ότι θα κράταγε δυνάμεις σε αυτές τις περιοχές και αυτά τα στρώματα και στις εκλογές του 2023. Άλλωστε, ο ΣΥΡΙΖΑ πίστευε ότι η ΝΔ είχε γενικά ένα «αντιλαϊκό» προφίλ σε αυτά τα στρώματα.
Μόνο που η πραγματικότητα ήταν κάπως πιο σύνθετη. Παράμετροι όπως η ακρίβεια και η μεγάλη αύξηση του κόστους ζωής ή η αίσθηση γενικευμένης κρατικής ανευθυνότητας μετά το δυστύχημα στα Τέμπη επηρέασαν προφανώς τον τρόπο που έβλεπε τα πράγματα μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος, ιδίως στα πιο λαϊκά στρώματα. Όμως, υπήρχαν και άλλα στοιχεία. Η ΝΔ κατάφερε να μην έρθει σε ρήξη με τα στρώματα εκείνα που ανήκουν στην αυτοαπασχόληση ή τη μικρή επιχειρηματικότητα. Δεν ήρθε σε σύγκρουση με τους εργαζομένους του δημοσίου με τον ίδιο τρόπο που για παράδειγμα είχε γίνει στην περίοδο 2010-2015. Δεν ευνόησε ιδιαίτερα τους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα, αλλά ταυτόχρονα μπορούσε να αντιπροτείνει την αύξηση της απασχόλησης ή την τυπική επικύρωση μέσω της αύξησης του κατώτατου μισθού της αυξητικής τάσης των ονομαστικών μισθών. Αντίστοιχα, μπορούσε να πατάει πάνω στην ίδια την αντιφατική κοινωνική συγκρότηση των στρωμάτων αυτών που μπορεί π.χ. να συνδυάζουν την μισθωτή εργασία με την αυτοαπασχόληση.
Η αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με τα λαϊκά στρώματα
Προφανώς και οι μετακινήσεις λαϊκών στρωμάτων από τον ΣΥΡΙΖΑ προς τη ΝΔ σε αυτές τις περιοχές είναι μία από τις παραμέτρους των αποτελεσμάτων. Ο ΣΥΡΙΖΑ δείχνει να έχει διαρροές προς διάφορες κατευθύνσεις (στην Κρήτη για παράδειγμα είναι ενδεικτική μια παλινόστηση προς το ΠΑΣΟΚ) και η απλή μελέτη των εκλογικών αποτελεσμάτων από μόνη της δεν αρκεί μια πλήρη ερμηνεία.
Ωστόσο, κάποιες επισημάνσεις μπορούν να γίνουν. Ενώ ακόμη και το 2019 ένα μεγάλο μέρος αυτών των στρωμάτων θεωρούσε ότι εκπροσωπείτο από τον ΣΥΡΙΖΑ ως ανάχωμα έστω σε κάποιες πολιτικές, πλέον αυτό δεν ισχύει.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατάφερε στην ίδια κλίμακα να φανεί ως το κόμμα που εκπροσωπεί τα φτωχότερα στρώματα της κοινωνίας και ένα μέρος τους διασκορπίστηκε εκλογικά σε διάφορες κατευθύνσεις. Μάλιστα, ένα μέρος τους επηρεάστηκε, «ηγεμονεύτηκε» θα έλεγε κανείς, από τη ρητορική περί «σταθερότητας» και τις υποσχέσεις ανάπτυξης της ΝΔ και στράφηκε προς τα εκεί. Και βέβαια ως ένα βαθμό μέτρηση και η πολιτική «παροχών» της ΝΔ ιδίως στην περίοδο της πανδημίας. Οι επιδοτήσεις σε επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες και μέτρα όπως οι αναστολές συμβάσεων γέννησαν επιπλέον εισόδημα που φαίνεται ότι το στάθμισαν ορισμένοι ψηφοφόροι. Επιπλέον, η ΝΔ κατάφερε ως ένα βαθμό να περάσει το μήνυμα ότι η τρέχουσα οικονομική ανάκαμψη και αύξηση της απασχόλησης προϋποθέτει τη «σταθερότητα» που μπορεί να προσφέρει, ενώ η κυβερνητική αλλαγή θα τη διακινδύνευε. Και βέβαια οι παράμετροι κρίσης και ανασφάλειας όλη αυτή την περίοδο, όπως ήταν η πανδημία ή ο πόλεμος στην Ουκρανία όχι μόνο μπορούσαν να παρουσιαστούν ως «εξωγενείς» αλλά και αξιοποιούνταν ως επιχείρημα υπέρ της αποφυγής «ανατροπών».
Αυτό επιτάθηκε από μερικές ακόμη κρίσιμες παραμέτρους. Η πρώτη είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ανέτρεψε την αίσθηση αναξιοπιστίας που διαμόρφωσε η προηγούμενη διακυβέρνησή του. Η δεύτερη ότι δεν κατάφερε να πείσει ότι τώρα είχε όντως μια πρόταση «αλλαγής» που θα είχε συγκεκριμένα, απτά και μετρήσιμα αποτελέσματα και δεν θα οδηγούσε σε περιττή «αναστάτωση», σε μια περίοδο που η ρητορική της «σταθερότητας» φάνηκε να είχε απήχηση. Η τρίτη ότι ο ΣΥΡΙΖΑ όλο αυτό το διάστημα σε μικρό βαθμό οικοδόμησε δεσμούς με την καθημερινότητα όλων αυτών των στρωμάτων, ώστε να έχει έγκαιρη εικόνα του πώς σκέπτονταν. Και η τέταρτη ότι παρά τον έντονο καταγγελτικό τόνο της ρητορικής του ΣΥΡΙΖΑ εντούτοις σε μικρό βαθμό υπήρχαν αναφορές στη συγκεκριμένη πραγματικότητα αυτών των στρωμάτων και τα συγκεκριμένα προβλήματα που αντιμετωπίζουν και αυτό καθιστούσε αντικειμενικά «γενικόλογες» και τις επικλήσεις για «δικαιοσύνη». Όλα αυτά οδήγησαν ακόμη και σε φαινομενικά παράδοξα σημαντικό μέρος ακόμη και των λαϊκών στρωμάτων να ψηφίζουν «φοβικά», με κριτήριο το να μην επιστρέψει η αντιπολίτευση στη διακυβέρνηση.
Όλα αυτά αποτυπώνουν τα όρια του τρόπου που κάνει πολιτική ο ΣΥΡΙΖΑ. Τον σχετικά ισχνό κομματικό μηχανισμό που δεν λειτουργεί ως «ιμάντας μεταβίβασης» ανάμεσα στο κόμμα και την κοινωνία, την απουσία συγκροτημένων θεσμών μελέτης και καταγραφής της πραγματικότητας των λαϊκών στρωμάτων, την απροθυμία για ουσιαστική επεξεργασία προγραμματικών θέσεων, την υποτίμηση της ανάγκης τα συνθήματα και οι πολιτικές γραμμές να δοκιμάζονται πρώτα στα ίδια τα στρώματα στα οποία αφορούν.