O ηγέτης του κόμματος των Εργατικών και πιθανότερος επόμενος πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας, σερ Κιρ Στάρμερ, εξετάζει το ενδεχόμενο – εάν αναλάβει την εξουσία – να επεκτείνει το δικαίωμα ψήφου κατά τις βουλευτικές εκλογές στους πολίτες της ΕΕ οι οποίοι έχουν εγκαθιδρύσει δικαίωμα μόνιμης διαμονής (settled status) μετά το Μπρέξιτ, όπως και να ελαττώσει το όριο ηλικίας για συμμετοχή στις εκλογές από τα 18 στα 16 έτη, ανέφερε σε δημοσίευμά της η «Ντέιλι Τέλεγκραφ», με το οποίο και άσκησε δριμεία κριτική στον Στάρμερ, ιδίως ως προς το θέμα του δικαιώματος ψήφου των πολιτών της ΕΕ.
Μία τέτοια αλλαγή θα μεταμόρφωνε συθέμελα τον εκλογικό χάρτη στη Μεγάλη Βρετανία. Με βάση στατιστικά στοιχεία του Δεκεμβρίου του 2022, δικαίωμα μόνιμης διαμονής έχουν ήδη αποκτήσει 3,3 εκατ. πολίτες της ΕΕ, ενώ ακόμη 2,4 εκατ. πολίτες της ΕΕ πληρούν όλες τις προϋποθέσεις και η αίτησή τους έχει ήδη γίνει δεκτή, απλά αναμένουν να συμπληρώσουν το απαραίτητο χρονικό όριο παραμονής στη Βρετανία (πενταετία).
Πρόκειται για 5,7 εκατ. ευρωπαίους πολίτες συνολικά (αν και μπορούμε να μιλάμε για περίπου 6 εκατομμύρια, αφού είναι ακόμη δυνατό να υποβάλει κάποιος αίτηση υπό ορισμένες προϋποθέσεις), οι οποίοι θα αποκτούσαν με τον τρόπο αυτό το δικαίωμα να συμμετέχουν στις βουλευτικές εκλογές καθορίζοντας και αυτοί, στον βαθμό που τους αναλογεί, το πολιτικό μέλλον της χώρας.
Είναι ενδιαφέρον μάλιστα ότι σε αυτούς θα συμπεριλαμβάνονταν 150.000 έλληνες πολίτες, οι οποίοι ήδη έχουν αποκτήσει δικαίωμα μόνιμης διαμονής, ενώ ακόμη 82.000 έλληνες πολίτες έχουν υποβάλει αίτηση επιτυχώς και αναμένεται, με τη συμπλήρωση πενταετούς παραμονής στη Βρετανία, να έχουν και αυτοί τα ίδια δικαιώματα με τους βρετανούς πολίτες (με σημαντική εξαίρεση, έως τώρα, το δικαίωμα συμμετοχής στις βουλευτικές εκλογές).
Τα νούμερα προκαλούν ίλιγγο, προϊδεάζοντας για το πόσο πολιτικά επικίνδυνο θα ήταν το εγχείρημα για τον Στάρμερ. Ο ίδιος, άλλωστε, ερωτηθείς σχετικά με το δημοσίευμα της «Τέλεγκραφ», ανέφερε ότι πρόκειται για μια σκέψη μόνο και ότι η συζήτηση στο εσωτερικό του κόμματος δεν έχει καταλήξει σε οριστική θέση.
Από την άλλη πλευρά, βέβαια, δήλωσε ότι «δεν έχει λογική» να μην έχουν δικαίωμα ψήφου πολίτες της ΕΕ οι οποίοι διαμένουν εδώ και δεκαετίες στο Ηνωμένο Βασίλειο και οι οποίοι «συνεισφέρουν στην οικονομία της χώρας, και στην κοινωνική ζωή».
Ανάλυση ως προς το φιλοσοφικό θεμέλιο της λύσης την οποία φαίνεται να προκρίνει ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ιδίως από την οπτική γωνία του συνταγματικού δικαίου των κρατών – μελών της ΕΕ, προφανώς και δεν μπορεί να επιχειρηθεί εδώ, αν και θα πρέπει γρήγορα να παρατηρήσει κάποιος ότι στην πράξη αυτά τείνουν να περιορίζουν το δικαίωμα ψήφου πολιτών της ΕΕ στις δημοτικές, περιφερειακές ή άλλες τοπικές εκλογές.
Σε κάθε περίπτωση, από τη σκοπιά του εθνικού δικαίου δύσκολα θα δώσει κάποιος προτεραιότητα στην οικονομική, κοινωνική ή άλλη συνεισφορά πολιτών της ΕΕ στο εκάστοτε κράτος – μέλος, όσο σημαντική και να είναι αυτή, σε σύγκριση, για παράδειγμα, με την «αφοσίωση στην Πατρίδα και τη Δημοκρατία [που] αποτελούν θεμελιώδη υποχρέωση όλων των Ελλήνων» και «την τήρηση του Συντάγματος [που] επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων», με βάση την ακροτελεύτια διάταξη του Συντάγματός μας, ως ποιοτικά κριτήρια που να νομιμοποιούν το δικαίωμα ψήφου.
Σε καθαρά πολιτικό επίπεδο, πάντα σε σύγκριση με την Ελλάδα, η προτεινόμενη εξέλιξη στη Μεγάλη Βρετανία «κινείται στα όρια της επιστημονικής φαντασίας», εάν για παράδειγμα λάβουμε υπόψη το πόσο δύσκολα αποφασίσθηκε τελικά να δοθεί στους εκτός Ελλάδας εκλογείς το δικαίωμα ψήφου στις εκλογές της 21ης Μαΐου, ενώ με βάση τους τοπικούς και χρονικούς περιορισμούς που υιοθετήθηκαν, τελικά μόνο 22.816 «Ελληνες του εξωτερικού» γράφτηκαν στους ειδικούς εκλογικούς καταλόγους.
Η μεταρρύθμιση αφορούσε έλληνες πολίτες φυσικά και πάλι διστάσαμε να επεκτείνουμε το δικαίωμα αυτών στην ψήφο, πόσο μάλλον να επρόκειτο για αλλοδαπούς πολίτες ακόμη και αν αυτοί ήταν πολίτες της ΕΕ.
Η σύγκριση βέβαια δεν είναι δόκιμη. Η συνεισφορά των πολιτών της ΕΕ στην οικονομία, το κοινωνικό γίγνεσθαι και τον πολιτισμό του Ηνωμένου Βασιλείου, στο πλαίσιο μιας πολύ ευρύτερα κοσμοπολιτικής κοινωνίας (για προφανείς ιστορικούς λόγους), διαφέρει ριζικά από την αντίστοιχη, για παράδειγμα, των βρετανών πολιτών ή άλλων πολιτών από την ΕΕ που διαμένουν (με όλο και μεγαλύτερη συχνότητα βέβαια) τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα (αν και είναι πιθανό στο μέλλον να αλλάξει ο συσχετισμός αυτός με δεδομένο ένα άνευ προηγουμένου άνοιγμα των συνόρων μας στο πλαίσιο π.χ. επενδύσεων από το εξωτερικό, της ταχύτατης τουριστικής ανάπτυξης των τελευταίων ετών ή ακόμη και της διεθνοποίησης της ανώτατης παιδείας, η οποία κάνει τα πρώτα βήματά της).
Για να επιστρέψω, ωστόσο, και να κλείσω με τη βρετανική πολιτική σκηνή, αυτό που χρήζει ακόμη σημαντικότερης αναφοράς είναι η συστημική αντίδραση στην προτεινόμενη μεταρρύθμιση, τόσο από τον χώρο του κόμματος των Συντηρητικών, όσο και από τις εφημερίδες που τον υποστηρίζουν.
«Ο Στάρμερ επιχειρεί να σύρει τη Βρετανία πίσω στην ΕΕ», ανέφερε χαρακτηριστικά ο τίτλος της «Τέλεγκραφ», ενώ ένας από τους πρωτεργάτες του Μπρέξιτ, κορυφαίο για χρόνια στέλεχος των Συντηρητικών, και νυν υπουργός, ο Μάικλ Γκοβ, υπήρξε ακόμη πιο καυστικός, υποστηρίζοντας ότι ο Στάρμερ σκοπεύει να «αλλοιώσει το αποτέλεσμα μελλοντικών εκλογών» ώστε να ανατρέψει το Μπρέξιτ.
Τέλος, η «ταμπλόιντ» «Ντέιλι Μέιλ», στο εξώφυλλό της, σημείωσε με τρόπο επιθετικό ότι «ο Στάρμερ θα χρησιμοποιήσει τους πολίτες της ΕΕ για να “αλλοιώσει” τις κάλπες», ενώ με τρόπο απαξιωτικό στη συνέχεια αναφέρθηκε σε αυτούς σαν «εργάτες» (όχι πολίτες) από την ΕΕ. Ηταν μια βίαιη υπενθύμιση του πώς οι πολίτες από την ΕΕ έγιναν στόχος λαϊκιστικών λεκτικών επιθέσεων (και όχι μόνο) πριν αλλά και μετά το δημοψήφισμα για την αποχώρηση από την ΕΕ, αλλά και «πιόνια» στη σκακιέρα των διαπραγματεύσεων που ακολούθησαν.
Ο με τόσο πανικό εκπεφρασμένος φόβος περί ανατροπής του Μπρέξιτ στην περίπτωση που οι πολίτες της ΕΕ αποκτούσαν το δικαίωμα ψήφου στις βουλευτικές εκλογές φανερώνει, τέλος, χωρίς την παραμικρή αμφιβολία, το πώς αυτό δεν θα είχε καταστεί στην ουσία ποτέ δυνατό εάν τόσο οι Συντηρητικοί, υπό τον Ντέιβιντ Κάμερον, στην προηγούμενη (σχετικά) φιλευρωπαϊκή εκδοχή τους, όσο και οι Εργατικοί, υπό τον Τζέρεμι Κόρμπιν (που ποτέ δεν πίστεψε στην ουσία στο εγχείρημα της ΕΕ), είχαν κάνει το προφανές, εάν όντως ενδιαφέρονταν για την παραμονή του Ηνωμένου Βασιλείου στην ΕΕ, δηλαδή εάν είχαν πιο σοβαρά εξετάσει το ενδεχόμενο συμμετοχής των πολιτών της ΕΕ, όσο και της χωρίς περιορισμούς συμμετοχής των βρετανών πολιτών που διέμεναν σε κράτη – μέλη της ΕΕ, στο δημοψήφισμα για την αποχώρηση από την ΕΕ. Επρόκειτο για περισσότερα από έξι εκατομμύρια πολίτες, η ψήφος των οποίων θα είχε οδηγήσει σε συντριπτικό αποτέλεσμα υπέρ της παραμονής.
Η επέκταση του δικαιώματος ψήφου στις εθνικές εκλογές για τους πολίτες αυτούς θα συντελούσε όντως συνταγματικό παράδοξο. Η μη συμμετοχή τους, από την άλλη πλευρά, στο δημοψήφισμα για το Μπρέξιτ αποτελεί ιστορική ανορθογραφία, στην οποία οφείλεται σε μεγάλο βαθμό η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ.
Ο Δημήτρης Γιαννουλόπουλος είναι καθηγητής, και προεδρεύων, του Νομικού Τμήματος στο Goldsmiths University of London, και επισκέπτης καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο