Παραφράζοντας μια πολύ γνωστή φράση της Βιρτζίνια Γουλφ φαίνεται πως… οι Ευρωπαίοι δεν μπορούν να σκεφτούν καλά, να αγαπήσουν καλά, να κοιμηθούν καλά, επειδή δεν τρώνε πλέον καλά!
Οι τιμές των τροφίμων έχουν χτυπήσει κόκκινο και οι πολίτες δυσκολεύονται να γεμίσουν το τραπέζι τους με τα βασικά σε καθημερινή βάση. Απόδειξη αυτού είναι ότι το ψωμί, το απλό λευκό ψωμί σε φέτες, ακρίβυνε στη Βρετανία κατά 28% μέσα σε ένα χρόνο φτάνοντας το 1.60 ευρώ (1.72 δολάρια).
Στην Ιταλία, γράφουν οι New York Times, η τιμή του σπαγγέτι και των άλλων ζυμαρικών, που αποτελούν τη βάση της ιταλικής διατροφής, αυξήθηκε σχεδόν 17% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Στη δε Γερμανία, τη μεγαλύτερη οικονομία της ΕΕ, οι τιμές των τυριών είναι κατά 40% υψηλότερες σε σχέση με ότι ίσχυε πριν από έναν χρόνο, ενώ οι ταπεινές πατάτες κοστίζουν 14% περισσότερο.
Σε ολόκληρη την ΕΕ οι τιμές των τροφίμων ήταν κατά μέσον όρο 17% υψηλότερες τον Απρίλιο του 2023 σε σχέση με τις αντίστοιχες του Απριλίου του 2022. Μάλιστα, η κατάσταση στη Βρετανία είναι χειρότερη απ’ ό,τι στα κράτη της Δυτικής Ευρώπης, αφού οι τιμές των τροφίμων και των μη αλκοολούχων ποτών ήταν κατά 19% υψηλότερες τον Απρίλιο σε σχέση με το προηγούμενο έτος, που μεταφράζεται στον ταχύτερο ρυθμό ετήσιου πληθωρισμού τα τελευταία 45 χρόνια. Συγκριτικά, ο αντίστοιχος πληθωρισμός στις ΗΠΑ ήταν 7,7%.
Μεγάλος προβληματισμός
Ο επίμονος πληθωρισμός στήνει στον τοίχο τα νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα και προβληματίζει έντονα τους Ευρωπαίους πολιτικούς. Δεν είναι τυχαίο ότι στην Ιταλία, η κυβέρνηση της Τζόρτζια Μελόνι πραγματοποίησε αυτόν τον μήνα συνάντηση αποκλειστικά για την την εκτίναξη των τιμών των ζυμαρικών).
Ταυτόχρονα, το βασικό κόστος στη παραγωγή τροφίμων, συμπεριλαμβανομένων του σιταριού και άλλων γεωργικών προϊόντων, καθώς επίσης και των καυσίμων, έχει μειωθεί στις διεθνείς αγορές για το μεγαλύτερο μέρος του περασμένου χρόνου, γεγονός που εγείρει ερωτήματα σχετικά με το γιατί οι τιμές των τροφίμων παραμένουν τόσο υψηλές για τους καταναλωτές στην Ευρώπη.
Ανησυχητικό είναι εξάλλου ότι με το αυξανόμενο κόστος εργασίας και την πιθανότητα κερδοσκοπίας, οι τιμές των τροφίμων είναι απίθανο να μειωθούν σύντομα. Η αύξηση αυτή των τιμών θα μπορούσε επίσης να ασκήσει πίεση στις κεντρικές τράπεζες με αποτέλεσμα να διατηρήσουν τα επιτόκια σε υψηλά επίπεδα, περιορίζοντας κατά συνέπεια την οικονομική ανάπτυξη.
Τι όμως ανεβάζει τις τιμές των τροφίμων; Πίσω από την ετικέτα της τιμής, για μια φρατζόλα ψωμί, περιλαμβάνονται, μεταξύ άλλων, τα έξοδα της συσκευασίας, της μεταφοράς, των μισθών. Ο δείκτης των Ηνωμένων Εθνών για τις παγκόσμιες τιμές των βασικών προϊόντων διατροφής, όπως είναι το σιτάρι και το κρέας, κορυφώθηκε τον Μάρτιο του 2022, αμέσως μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, η οποία είναι από τους μεγαλύτερους παραγωγούς σιτηρών.
Ο παράγοντας του πολέμου
Ο πόλεμος διέκοψε την παραγωγή σιτηρών και πετρελαίου στην περιοχή και επιδείνωσε την επισιτιστική κρίση σε διάφορες χώρες της Ανατολικής Αφρικής και της Μέσης Ανατολής. Τα χειρότερα ωστόσο αποφεύχθηκαν, μερικώς λόγω μιας συμφωνίας για την εξαγωγή σιτηρών από την Ουκρανία. Ως εκ τούτου οι ευρωπαϊκές τιμές του σιταριού έχουν μειωθεί κατά περίπου 40% από τον περασμένο Μάιο και οι τιμές των φυτικών ελαίων έχουν μειωθεί σχεδόν κατά 50%.
Ο δρόμος ωστόσο είναι αφού ο δείκτης για τις τιμές των τροφίμων των Ηνωμένων Εθνών ήταν 34% υψηλότερος τον Απρίλιο από τον μέσο όρο του 2019.
Εκτός από τις τιμές των βασικών εμπορευμάτων, η Ευρώπη βίωσε αυξήσεις του κόστους κατά μήκος της αλυσίδας εφοδιασμού τροφίμων. Οι τιμές της ενέργειας εκτοξεύτηκαν στα ύψη, καθώς ο πόλεμος ανάγκασε την Ευρώπη να αντικαταστήσει γρήγορα το ρωσικό φυσικό αέριο με νέες προμήθειες, ανεβάζοντας το κόστος παραγωγής, μεταφοράς και αποθήκευσης τροφίμων.
Παρότι οι τιμές χονδρικής πώλησης ενέργειας έπεσαν πρόσφατα, οι έμποροι λιανικής προειδοποιούν ότι υπάρχει μεγάλη καθυστέρηση -ίσως μέχρι και ενός έτους- μέχρι οι καταναλωτές να δουν τα οφέλη, αφού τα σχετικά συμβόλαια έγιναν μήνες πριν αντανακλώντας τις προηγούμενες υψηλότερες τιμές. Την ίδια ώρα, οι κενές θέσεις εργασίας αναγκάζουν τους εργοδότες και τις εταιρείες τροφίμων να ανεβάζουν τους μισθούς για να προσελκύσουν εργαζομένους. Αυτό αυξάνει, με τη σειρά του, το κόστος για τις επιχειρήσεις, συμπεριλαμβανομένου του τομέα των τροφίμων.
Η κερδοσκοπία επί τάπητος
Στο ερώτημα αν φταίει η κερδοσκοπία, το ίδιο άρθρο της αμερικανικής εφημερίδας εξηγεί ότι ορισμένοι καταναλωτές, συνδικάτα και ειδικοί εικάζουν ότι ο πληθωρισμός διατηρείται σε υψηλά επίπεδα από τις εταιρείες που αυξάνουν τις τιμές πάνω από το κόστος για να διατηρήσουν τα περιθώρια κέρδους. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ανάφερε ότι στο τέλος του περασμένου έτους τα εταιρικά κέρδη συνέβαλαν στον εσωτερικό πληθωρισμό ακριβώς όπως η αύξηση των μισθών, χωρίς ωστόσο να κατονομαστούν συγκεκριμένες εταιρείες.
Οικονομολόγοι της Allianz, της γερμανικής ασφαλιστικής εταιρείας και διαχειρίστριας περιουσιακών στοιχείων, εκτιμούν ότι το 10% έως 20% του πληθωρισμού των τροφίμων στην Ευρώπη μπορεί να αποδοθεί στην κερδοσκοπία.
«Υπάρχει ένα μέρος του πληθωρισμού το οποίο δεν μπορεί να εξηγηθεί, εύκολα», δηλώνει ο Λουντοβίκ Σουμπράν, επικεφαλής οικονομολόγος της Allianz. Μερικοί οικονομολόγοι και λιανέμποροι ωστόσο δείχνουν προς τη μεριά των μεγάλων παραγωγών, οι οποίοι είχαν διψήφια περιθώρια κέρδους.
Τον Απρίλιο, ο ελβετικός κολοσσός Nestlé δήλωσε ότι αναμένει το φετινό περιθώριο κέρδους να είναι το ίδιο με το περσινό, δηλαδή 17%. Ακόμη και αν ληφθούν υπόψη έξοδα, όπως η μεταφορά και ο συνυπολογισμός των καθυστερήσεων στην τιμολόγηση από τις φάρμες στα ράφια, ο Σουμπράν λέει ότι θα περίμενε πως ο πληθωρισμός των τροφίμων θα είχε μειωθεί μέχρι τώρα.
Φως στην άκρη του τούνελ;
Στη Βρετανία, ορισμένοι οικονομολόγοι διηγούνται μια διαφορετική ιστορία. Ο Μάικλ Σόντερς, οικονομολόγος στην Oxford Economics, έγραψε σε σημείωμα του προς τους πελάτες του, τον Μάιο, ότι δεν ευθύνεται ο πληθωρισμός της απληστίας (greedflation).
Η αύξηση του πληθωρισμού αντανακλά το κόστος της ενέργειας και άλλων βασικών εμπορευμάτων, σύμφωνα με τον ίδιο.
Και το ερώτημα που απασχολεί τώρα άπαντες είναι αν οι τιμές των τροφίμων έπιασαν ταβάνι. Παρά την πολυδιαφημισμένη μείωση της τιμής του γάλατος στη Βρετανία, οι τιμές των τροφίμων γενικά είναι απίθανο να μειωθούν στο εγγύς μέλλον. Αντιθέτως, οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής παρακολουθούν στενά το ενδεχόμενο επιβράδυνσης του ρυθμού αύξησης.
Υπάρχουν σημάδια ότι ο ρυθμός του πληθωρισμού –με τα διπλά νούμερα του στις ετήσιες τιμές- έχει φτάσει στο αποκορύφωμά του. Τον Απρίλιο, ο ρυθμός στην ΕΕ μειώθηκε για πρώτη φορά μέσα σε δύο χρόνια.
Μικρή παρηγοριά
«Φαίνεται ότι οι τιμές των τροφίμων χρειάζονται περισσότερο χρόνο για να πέσουν απ’ ό,τι περιμέναμε», δήλωσε αυτόν τον μήνα ο διοικητής της Τράπεζας της Αγγλίας, Άντριου Μπέιλι.
Σε όλη την ήπειρο, οι κυβερνήσεις παρεμβαίνουν με την επιβολή ανώτατων τιμών στα βασικά είδη διατροφής. Ενδεικτικά αναφέρεται ότι στη Γαλλία, η κυβέρνηση προωθεί ένα «αντιπληθωριστικό τρίμηνο», ζητώντας από τους λιανεμπόρους να μειώσουν τις τιμές σε ορισμένα προϊόντα μέχρι τον Ιούνιο.
Την ίδια ώρα, ο υπουργός Οικονομικών, Μπρούνο Λεμέρ, δήλωσε αυτόν τον μήνα ότι οι παραγωγοί τροφίμων πρέπει να συμβάλουν περισσότερο στην προσπάθεια, προειδοποιώντας ότι μπορεί να αντιμετωπίσουν φορολογικές κυρώσεις αν διαπιστωθούν αθέμιτες πρακτικές εις βάρος των καταναλωτών εάν αρνηθούν να επιστρέψουν στις διαπραγματεύσεις.
Αυτές οι προσπάθειες μπορεί να βοηθήσουν ορισμένους αγοραστές, αλλά συνολικά δεν υπάρχουν πολλά που να παρηγορούν τους Ευρωπαίους. Οι τιμές των τροφίμων είναι απίθανο να μειωθούν – το μόνο που είναι πιθανό είναι ο ρυθμός των αυξήσεων να επιβραδυνθεί αργότερα το φετινό χρόνο.