Στον Απειροστικό Λογισμό που θεμελίωσαν ο Λάιμπνιτς και ο Νεύτωνας ανεξάρτητα εργαζόμενοι οι όροι δεν έχουν την απόλυτη έννοια που εκφράζουν οι λέξεις, όπως στα αιτιοκρατικά συστήματα και την αριστοτέλεια λογική. Ένα τέτοιο παράδειγμα είναι η έννοια του ορίου. Οι έννοιες είναι προσεγγιστικές. Δεν οδηγείσαι απότομα στο όριο αλλά σταδιακά. Άλλοτε γρήγορα και άλλοτε πιο αργά. Για να κάνουν πιο κατανοητές τις έννοιες οι μαθηματικοί κατασκεύασαν μερικά παράδοξα. Ενδεικτικά αναφέρουμε το παράδοξο του καραφλού, του σωρού και το πιο γνωστό από το σχολείο το παράδοξο του Ζήνωνα με τον Αχιλλέα και τη χελώνα.
Η κοινή λογική, για να αναφερθούμε σε ένα απ’ αυτά, λέει ότι αν κάποιος μη φαλακρός χάσει μια τρίχα από το κεφάλι δεν γίνεται φαλακρός, διατηρεί την ιδιότητα του. Όμως αν συνεχιστεί το ίδιο πολλές φορές στο τέλος γίνεται κατ’ ευφημισμό μη καραφλός. Τι θέλει να πει ο ποιητής; Ότι το όριο για κάποιες έννοιες είναι ασαφές.
Ας αφήσουμε όμως το χώρο της επιστήμης και ας πάμε σε πιο καθημερινά πράγματα. Πότε ένας πολιτικός είναι νέος; Και πότε γίνεται γέρος; Στα 30, στα 40, στα 50; Ή μήπως στα 60 του; Ας πούμε ότι στα 50 είναι νέος, στα 51 τι είναι; Δεν μπορούμε να πούμε ότι γέρασε μέσα σε ένα έτος. Ομοίως στα 52, 53 κλπ.
Αν τώρα συγκρίνουμε έναν εικοσάρη με έναν πενηντάρη ασφαλώς ο εικοσάρης είναι ο νέος. Ο νεώτερος για την ακρίβεια μεταξύ τους.
Όταν μιλάμε για νέους στα ψηφοδέλτια, για φρεσκάδες και νέες ιδέες τι εννοούμε στα αλήθεια; Ότι ένα 25άρης έχει σίγουρα καλύτερες ιδέες από έναν 50άρη, 60άρη, 70άρη; Γιατί την εμπειρία τους μάλλον δεν την έχει.
Και τότε πώς ορίζεται το γήρας; Βιολογικά; Πνευματικά; Ή μήπως το βιολογικό γήρας συνεπάγεται και το πνευματικό; Και αντίστροφα το νεαρό της ηλικίας συνεπάγεται και φρεσκαδούρα ιδεών;
Ένας ορισμός με πολύ αλήθεια και αρκετή δόση χιούμορ θέλει το γήρας ως την περίοδο εκείνη του σωματικού και ψυχικού βίου όπου ο άνθρωπος προτιμά να ζει με τις αναμνήσεις του και αδυνατεί να αφομοιώσει καινούργιες εμπειρίες. Φοβάται πως ό,τι καινούργιο δεν μπορεί παρά να είναι δυσάρεστο.
Οι νέοι διακατέχονται από μιαν ορμή η οποία συχνά τους οδηγεί σε επιπολαιότητες και υπερβολές. Προσδοκούν πράγματα που ελπίζουν ότι θα γίνουν. Οι γέροι αναπολούν πράγματα που ποτέ δεν έγιναν.
Οι γέροι προϊόντος του χρόνου διαπιστώνουν (;) ότι τους εγκαταλείπουν οι αναστολές. Έτσι πολλές φορές εκθέτουν τα απωθημένα τους σε κοινή θέα. Ως εξ αυτών δεν θα πρέπει να τους δίνουμε και πολύ σημασία. Και όπως υποστηρίζει ο Σκαμπαρδώνης, τώρα που γερνάμε πρέπει να προσέχουμε περισσότερο διότι διαρρέουν συχνά λάδια. Γινόμαστε πιο ευάλωτοι στον έπαινο. Και πιο μελοδραματικοί. Ψάχνουμε αγωνιωδώς δικαίωση. Και εξ όλων αυτών μπορούμε να εξευτελιστούμε εύκολα. Και εξευτελιζόμαστε όχι λίγες φορές. Αν παρακολουθείτε ειδησεογραφία θα βρείτε πάμπολλα παραδείγματα να επιβεβαιώνουν τον ισχυρισμό.
Γι’ αυτό ο θυμόσοφος ελληνικός λαός λέει πως τα στερνά τιμούν τα πρώτα. Γερνώντας έχεις όρεξη να φας καν και καν. Ακόμα και κολλητούς σου μια ζωή. Έτσι αυτός που έμαθε και έχει βάλει γνώση θα σύστηνε στους έχοντες σχετική διάθεση: Φάτε βραστά κολοκυθάκια και αφήστε τους ανθρώπους ήσυχους. Τραβάτε χειρόφρενο.
Ας πάμε τώρα στην απέναντι όχθη. Πριν όμως να διευκρινίσουμε κάτι που συχνά θεωρείται αυτονόητο ενώ δεν είναι: Άλλο οι νέοι και άλλο η ανανέωση που μπορεί να γίνει και με νέα πρόσωπα ασχέτου ηλικίας. Καθότι η νεότητα δεν αποτελεί εγγύηση προοδευτικότητας ούτε καν φρεσκάδας. Εξού και ο όρος νεόγεροι. Νέοι στην όψη, γέροι στη σκέψη.
Και φυσικά όποιος στο δημόσιο χώρο συστήνεται ως το νέο με επιχείρημα την ηλικία του, ενδέχεται να αποδειχθεί πιο γέρος και από τους οπισθοδρομικότερους εκπροσώπους του συντηρητισμού. Και ας μας επιτραπεί για λόγους ευγένειας να αποφύγουμε οποιαδήποτε αναφορά σε ονόματα, αφού πολύ εύκολα μπορούμε να αναγνωρίσουμε αρκετούς τέτοιους γύρω μας.
Ωστόσο θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι σε έναν κόσμο που έχει ανακηρύξει τη νεότητα σε ιδεολογία, το μπότοξ και την κατάχρηση βιταμινών σε μεταφυσικό υποκατάστατο πώς να οδηγήσουμε μπαίνοντας στο αντίθετο ρεύμα; Τι να κάνουμε όμως, έχει και η ωριμότητα τα δικαιώματά της…
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη πλάνη πάντως από την πεποίθηση ότι μια ηλικιακή κατηγορία, εν προκειμένω οι νέοι, θα μπουν μπροστά για να αλλάξουν ό,τι δεν κατάφεραν οι πατέρες και οι παππούδες τους. Αντικειμενικά δεν μπορούν, επειδή δεν έχουν τα φόντα να φτιάξουν. Ούτε τις γνώσεις ούτε την κρίση, που σε μεγάλο βαθμό είναι υπόθεση γνώσης και εμπειρίας.
Γιατί, τότε, η κολακεία προς τη «χρυσή νεολαία», όπως την αποκαλούν συχνά οι πιο ιδιοτελείς ώριμοι; Ασφαλώς επειδή οι νέοι είναι απόλυτοι και ριψοκίνδυνοι, επειδή δρουν επηρεασμένοι από το κλίμα της εποχής, συνήθως από πάθος, συγκίνηση ή οργή, άρα είναι εύκολα χειραγωγήσιμοι, αφού όχι σπάνια στην Ελλάδα τις εξελίξεις ορίζει η «δημοκρατία της συγκίνησης».
Και δεν είναι τυχαίο ότι χώρες που πραγματικά ενδιαφέρονται για τους νέους τους εξασφαλίζουν δυνατότητες για καλές σπουδές, για εμπειρίες που θα τους επιτρέψουν να ζήσουν καλά και να διακριθούν στην κοινωνία, αλλά ακόμα και να μάθουν τους κανόνες ομαλής συνύπαρξης με τους συμπολίτες τους. Διότι η ζωή έχει κανόνες, τους οποίους θα πρέπει να μαθαίνουν στα σχολικά τους χρόνια πριν βγουν στην κοινωνία. Αλλιώς εύκολα μπορεί να γίνουν θύματα των φανατικών πάσης φύσεως που θα τους χρησιμοποιήσουν στην πολιτική, στα γήπεδα, στις ιδεολογίες κ.α.
Εν κατακλείδι, λόγω της κατάρτισης των ψηφοδελτίων για τις προσεχείς εκλογές, τις βουλευτικές και τις αυτοδιοικητικές, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι η πολιτική είναι ανθυγιεινή για κάποιες ηλικίες; Ευτυχώς όχι. Το ερώτημα έχει απαντηθεί προ πολλού: Ο νέος είναι ωραίος, αλλά ο παλιός είναι αλλιώς! Και όπως λέει ο ποιητής η νεότητα του ανθρώπου είναι αιώνια εκτός αν την τερματίζει ο ίδιος.