«Μαζί μέχρι τον θάνατο», διακήρυξε ο Ταγίπ Ερντογάν μετά την νίκη του στον β’ γύρο των εκλογών της 28ης Μαΐου στην Τουρκία.
Διανύοντας πια την τρίτη δεκαετία της ηγεμονίας του -ως ο πολιτικά μακροβιότερος όλων και ο ισχυρότερος, μετά και την αλλαγή του πολιτεύματος σε προεδρικό- ανήγαγε την επανεκλογή του σε ισοδύναμο με την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τον Μωάμεθ Β’ τον Πορθητή.
Τυχαία ή μη εξάλλου η επομένη της κάλπης συνέπεσε με την 570η επέτειο, που μετατράπηκε σε πολιτικό «σόου» στην Αγία Σοφία, την οποία έχει μετατρέψει σε τζαμί.
Σε μια χρονιά ορόσημο κατά την οποία η Τουρκική Δημοκρατία συμπληρώνει 100 χρόνια από την ίδρυσή της, ο Ερντογάν μιλά για τον νέο «Αιώνα της Τουρκίας», διεκδικώντας από τον Κεμάλ Ατατούρκ τον ρόλο του «εθνοπατέρα».
Σημειολογικά το αγαπημένο του πια σύνθημα, το «Bye, bye Κεμάλ», δεν απευθύνεται μόνο στον ηττημένο κεμαλιστή αντίπαλό του, Κιλιτσντάρογλου.
Η επανεκλογή του σηματοδοτεί την παγίωση της κυριαρχίας ενός ισλαμοσυντηρητικού νοσταλγού των μεγαλείων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Πρόκειται για μια μακρά πορεία, εάν αναλογιστεί κανείς ότι ο Ερντογάν προέρχεται από μια φτωχή συντηρητική μουσουλμανική οικογένειας από το Ρίζε και ως νέος εξασφάλιζε τα προς το ζην στην Κωνσταντινούπολη πουλώντας στους δρόμους κουλούρια.
Εδώ και πάνω από 20 χρόνια, καθορίζει τη μοίρα της Τουρκίας.
Έχει επιβιώσει κυβερνητικών κρίσεων, σκανδάλων διαφθοράς και μιας απόπειρας πραξικοπήματος το 2016.
Άλλαξε το σύνταγμα, εισάγοντας ένα προεδρικό σύστημα με τον ίδιο ήδη στην «κεφαλή» της χώρας, που οι ηττημένοι πια πολιτικοί του αντίπαλοι υπόσχονταν να αλλάξουν.
Αυταρχικός και συγκεντρωτικός -με ποδηγέτηση του δικαστικού σώματος, της Κεντρικής Τράπεζας και των ΜΜΕ και πολλούς αντιπάλους του στη φυλακή ή υπό ποινική δίωξη- ο Ερντογάν αποδεικνύεται ένας πολιτικός «τεφλόν».
Έχει κερδίσει πάμπολλες εκλογές.
Οι τελευταίες του προσφέρουν νομιμοποίηση.
Έγιναν όμως στο φόντο ενός έντονου διχασμού και καταγγελιών ότι ήταν μεν ελεύθερες, όχι όμως και δίκαιες.
«Νεο-Σουλτάνος» με τη «βούλα»
Εξασφαλίζοντας την τρίτη πενταετή προεδρική θητεία, που… αισίως θα ολοκληρωθεί το 2028 -και βάσει του ισχύοντος συντάγματος θα είναι η τελευταία- ο Ερντογάν εδραίωσε τη φήμη του αήττητου πολιτικού.
Οι φόβοι τώρα εντείνονται ότι στο εσωτερικό θα γίνει πιο αυταρχικός και στο εξωτερικό ακόμη πιο αναθεωρητικός, διεκδικώντας τον ρόλο του ηγέτη του πολιτικού σουνιτικού Ισλάμ και μιας Τουρκίας κυρίαρχης και πρωταγωνίστριας σε ένα διεθνές πολυπολικό τοπίο.
«Μια νέα αυτοκρατορία ιδρύθηκε», εκτιμά η Τουρκάλα δημοσιογράφος Αρζού Γιλντίζ: η μοναδική γυναίκα που συμπεριλαμβάνεται σε μια λίστα θανάτου 21 αντιφρονούντων, μετά τις αποκαλύψεις σκανδάλων του προεδρικού περιβάλλοντος των τουρκικών μυστικών υπηρεσιών MIT.
Τα τελευταία χρόνια ζει αυτοεξόριστη στον Καναδά.
«Στις 28 Μαΐου, η ανεξιθρησκεία και η δημοκρατία καταργήθηκαν. Εάν ο Ερντογάν εισαγάγει τώρα και το Χαλιφάτο», σχολιάζει δηκτικά, «το θέμα θα έχει κλείσει»…
Ίσως αυτό να είναι υπερβολή.
Όμως ο Τούρκος πρόεδρος δεν κρύβει ότι έχει ως είδωλα και πρότυπα τον Σελίμ Α΄, γνωστό ως Γιαβούζ ή «Σκλήρο» (1470-1520) και τον γιο του, Σουλεϊμάν Α’ τον Μεγαλοπρεπή (1494-1566).
Δύο Σουλτάνοι σύγχρονοι του Μακιαβέλι, οι πιο ισχυροί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που με τον αυταρχισμό, τον επεκτατισμό και τον αναθεωρητισμό τους καθιέρωσαν Οθωμανούς σε κυρίαρχο ρόλο.
Μετά το αμφιλεγόμενο συνταγματικό δημοψήφισμα του 2017, ο Ερντογάν απέκτησε το παρατσούκλι του «νεο-Σουλτάνου», ενισχύοντας τον ρόλο του με τεράστιες υπερεξουσίες.
Είναι ότι πιο κοντινό σε εκείνες ενός σουλτάνου που έχει δει η σύγχρονη Τουρκική Δημοκρατία.
Από τις πρώτες πράξεις του τότε ήταν να επισκεφθεί τον τάφο του Σελίμ Α’.
Έδωσε το όνομά του σε μια τεράστια γέφυρα στην Κωνσταντινούπολη.
Το ανέφερε έκτοτε κατά κόρον, όπως και του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή, σε ομιλίες που έβριθαν μηνυμάτων και απειλών, με αποδέκτες εντός και εκτός των τουρκικών συνόρων.
Το «πρόβλημα της διαδοχής»
Καθώς όλοι τώρα αναρωτιούνται που θα στραφεί το «εκκρεμές» της εξωτερικής πολιτικής του, ο Ερντογάν έχει τη συμπεριφορά ενός σουλτάνου, εμπλουτισμένου με… μακιαβελικά στοιχεία.
Με ασίγαστη δίψα για ισχύ και εξουσία, δείχνει καλοπροαίρετος και ταυτόχρονα ραδιούργος, έτοιμος πάντα για διπλωματία και για πόλεμο.
Αν και το ακροδεξιό τμήμα της κυβερνητικής -πλέον κοινοβουλευτικά πανίσχυρης- «Λαϊκής Συμμαχίας» «αγκαλιάζει» τον παντουρικισμό, ο ισλαμιστής προέδρος «επενδύει» στον νεο-οθωμανισμό.
Κατά τη θεώρησή του, το κοσμικό κράτος που ίδρυσε ο Κεμάλ Ατατούρκ δεν ήταν παρά μια ιστορική «παρένθεση».
Εξ ου και συνδέει τον νέο «Αιώνα της Τουρκίας» με σύγχρονη αναβίωση του οθωμανικού μεγαλείου.
Το νοσταλγικό αυτό αφήγημα, συνδυασμένο με την υπόσχεση ενός νέου οικονομικού «θαύματος» -με αλματώδη ανάπτυξη και την προσέλκυση ξένων κεφαλαίων- σαγήνευσε τους βίαια φτωχοποιημένους Τούρκους στην εποχή των ανορθόδοξων Erdoganomics.
Η τουρκική οικονομία παραμένει ωστόσο «αχίλλειος πτέρνα» του Ερντογάν και οι επόμενες αυτοδιοικητικές εκλογές, το 2024, θα αποτελέσουν ένα κρίσιμο τεστ για την πολιτική παντοκρατορία του.
Σε κάθε περίπτωση, δεν πρόκειται μέχρι τότε να μείνει με «σταυρωμένα χέρια».
Ήδη η συνοχή του βασικού αντιπολιτευόμενου μπλοκ της «Συμμαχίας του Έθνους» τίθεται υπό αμφισβήτηση, μετά την ήττα Κιλιτσντάρογλου.
Ο πιο ισχυρός σήμερα αντίπαλος του Τούρκου προέδρου από την κεμαλική αντιπολίτευση, ο δήμαρχος Κωνσταντινούπολης Εκρέμ Ιμάμογλου, κινδυνεύει να καταλήξει στη φυλακή για «εξύβριση» δημόσιων αξιωματούχων, με στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων.
Το αριστερό-φιλοκουρδικό κόμμα HDP, που έχει βρει «καταφύγιο» στο Πράσινο Αριστερό Κόμμα -σήμερα τρίτη κοινοβουλευτική δύναμη- είναι αντιμέτωπο με τον κίνδυνο απαγόρευσης λειτουργίας, με την κατηγορία της «τρομοκρατίας».
«Αν δείχνεις οίκτο, γίνεσαι αξιολύπητος», έχει πει στο παρελθόν ο Ερντογάν, που τώρα μιλά για νέο Σύνταγμα και έχει αφήσει να εννοηθεί ότι μπορεί να διεκδικήσει ξανά την προεδρία.
Όπως και οι Σουλτάνοι ωστόσο, θα κληθεί εκ των πραγμάτων να ορίσει κάποια στιγμή «διάδοχο».
Είναι πλέον 69 ετών, με εύθραυστη υγεία.