Οι σχέσεις της πολιτικής με τον αθλητισμό ήταν πάντοτε άνισες. Στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα η πολιτική ήταν το αφεντικό, αυτή που επέβαλε τους κανόνες, που δημιουργούσε τα πλαίσια και συνέτασσε πρωτόκολλα. Οι αθλητές ήταν τα πειθήνια όργανα που εξυπηρετούσαν τα σχέδιά της. Στα ποτάμια του ιδρώτα τους και στα ατσάλινα βάθρα των μυών τους χτίστηκαν καριέρες, κλάπηκαν εξουσίες, δημιουργήθηκαν περιουσίες. Οσοι τολμούσαν να αμφισβητήσουν, να διαφωνήσουν, να διαμαρτυρηθούν μετατρέπονταν σε αποσυνάγωγους και οι φωνές τους χάνονταν σε χαράδρες ανυποληψίας.
Οι σχέσεις της πολιτικής με τον αθλητισμό άρχισαν να διαταράσσονται από το θράσος του Μοχάμεντ Αλι να αμφισβητήσει το στάτους κβο μιας ολόκληρης φιλοσοφίας που κρύβεται σε άρθρα και παραγράφους της ολυμπιακής χάρτας. Μπορεί ένας αθλητής να εκφράζει πολιτική άποψη; Είναι τόσα τα επιχειρήματα και από τις δύο πλευρές που μετατρέπουν την απάντηση σε διελκυστίνδα. Φανταστείτε ένα γήπεδο στο οποίο ο κάθε αθλητής θα κοινωνούσε το δικό του μήνυμα, πολιτικό, θρησκευτικό ή ό,τι άλλο. Το πιθανότερο είναι πως δεν θα ξεκινούσε ποτέ ο αγώνας.
Είναι δίκαιο, όμως, σπουδαίες προσωπικότητες να παραμένουν σιωπηλές απέναντι σε σοβαρά πολιτικά και κοινωνικά ζητήματα;
Οι αθλητές του NBA ηγήθηκαν της προσπάθειας να μετατραπούν τα γήπεδα των ομάδων τους σε εκλογικά κέντρα ώστε να μειωθούν οι πολύωρες αναμονές και οι τεράστιες ουρές που αποθάρρυναν τον κόσμο να ψηφίζει.
Ερευνητές του Πανεπιστημίου Wake Forest παρατήρησαν την τεράστια επιρροή που έχουν πλέον οι αθλητές σε θέματα φυλετικά, μεταρρυθμίσεων και δικαιοσύνης.
Η αναμφισβήτητη κυριαρχία των αθλητών στις πλατφόρμες των social media μοιάζει με παγωμένο νυστέρι που μπορεί να θεραπεύσει αλλά και να σκοτώσει. Οι σχέσεις του αθλητισμού με την πολιτική βρίσκονται σε σταυροδρόμι και ένα νέο deal είναι απαραίτητο πριν εξελιχθούν σε ανοιχτές αντιπαραθέσεις. Το αυστηρό και ξεκάθαρο πλαίσιο που σέβεται την προσωπικότητα των αθλητών αλλά ταυτόχρονα διασφαλίζει την ουδετερότητά τους είναι το επόμενο βήμα που πρέπει να κάνουν.
ΝΟΒΑΚ ΤΖΟΚΟΒΙΤΣ
«Το Κοσσυφοπέδιο είναι Σερβία»: Ιανουάριος 2008. «Το Κοσσυφοπέδιο είναι η καρδιά της Σερβίας! Σταματήστε τη βία»: Μάιος 2023. Ο λύκος με τον οποίον ταυτίστηκε όταν βρέθηκε απέναντί του στα παιδικά του χρόνια στα βουνά της Σερβίας, ξύπνησε μέσα του. Ο Νόβακ Τζόκοβιτς επανέρχεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος ξανά για τους λάθος λόγους. Ο «Νόβαξ», το σύμβολο των αντιεμβολιαστών στην περίοδο της πανδημίας κοινωνεί τον ακραίο πολιτικό λόγο των συμπατριωτών του με όπλο έναν μαρκαδόρο.
Υστερα από τόσα χρόνια στην πρώτη γραμμή της δημοσιότητας γνωρίζει πολύ καλά την απίστευτη δύναμη που του προσφέρει η εικόνα και τα διάσημα τουρνουά. Η πρώτη φορά που το επιχείρησε, το 2008, αμέσως μετά την ανεξαρτητοποίηση του Κοσόβου, μετατράπηκε αυτοστιγμεί σε σκιώδη ηγέτη ενός έθνους. Δεν δίστασε λοιπόν να δικαιώσει τη φήμη του συμμετέχοντας στην πολιτική κονίστρα της χώρας του εν μέσω της αναταραχής στο βόρειο Κόσοβο, τα πατρογονικά εδάφη του πατέρα του. Τα χώματα που όπως λέει τα πατούν αιώνες οι Σέρβοι, εκεί έχουν διεξαχθεί τα σημαντικότερα γεγονότα της πατρίδας του και φιλοξενούν τα καλύτερα μοναστήρια.
Ο Τζόκοβιτς ήταν ξεκάθαρος: το Κόσοβο «η εστία μας, το οχυρό μας» ήταν και παραμένει Σερβία.
Ο λύκος κρύφτηκε κάτω από την προβιά των λέξεων «δεν είμαι πολιτικός και δεν έχω καμία πρόθεση να εισέλθω σε πολιτικές συζητήσεις». Κλαρούχος της πολιτικής με μια ρακέτα, ο Νόλε είναι η εικόνα που ξεχωρίζει τους Σέρβους από τους υπόλοιπους στα χωριά και τις πόλεις του Κοσόβου. Οι τοιχογραφίες του σύγχρονου αγίου που περιχαράκωναν τη σερβική οντότητα πέφτουν θύματα της ρητορικής του και καταστρέφονται η μία μετά την άλλη. Η πρώτη μετατράπηκε σε μουτζούρα στα τέλη Φλεβάρη, η δεύτερη τα ξημερώματα Τρίτης ξεσηκώνοντας τους συμπατριώτες του. Διάσημοι αθλητές, ο Μίροτιτς, ο Νέντοβιτς, ο βολεϊμπολίστας Οκλοϊτς, ο ολυμπιονίκης του τάε κβον ντο Μάντιτς, υμνούν τον σκιώδη ηγέτη.
Ο Τζόκοβιτς ξύπνησε πάθη και ακόνισε πένες. Οπως αυτή του Ολιβερ Μπράουν της «Τέλεγκραφ» που τον περιγράφει ως άνθρωπο που δεν τον νοιάζει τι σκέφτονται οι άλλοι γι’ αυτόν και κανείς δεν μπορεί να του προκαλέσει το παραμικρό βαθούλωμα στην πανοπλία του. Και αναρωτιέται τι θα συνέβαινε αν ο Ντανιίλ Μεντβέντεφ έγραφε «Η Κριμαία είναι η καρδιά της Ρωσίας».
ΜΟΧΑΜΕΝΤ ΑΛΙ
Στη δεκαετία του 1960 τα απολιθώματα του μακαρθισμού κρύβονταν κάτω από τις κουκούλες της Κου-Κλουξ-Κλαν, οι μαύροι ακτιβιστές θρηνούσαν για τον Μάλκολμ Χ και τον Μάρτιν Λούθερ Κινγκ, ο Εντγκαρ Χούβερ παρέμενε αγκαλιασμένος με τις εμμονές του και ο κόσμος του αθλητισμού παρακολουθούσε με θαυμασμό τα κατορθώματα του Μοχάμεντ Αλι, του σπουδαιότερου πυγμάχου ίσως όλων των εποχών.
Το 1967 ο Αλι ήταν παγκόσμιος πρωταθλητής στα βαρέα βάρη και ένας από τους πιο αναγνωρίσιμους αθλητές παγκοσμίως. Την ίδια χρονιά οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν βαθιά βυθισμένες στον πόλεμο του Βιετνάμ τον οποίον υποστήριζε η πλειονότητα του λευκού κατεστημένου της Αμερικής.
Το φύλλο πορείας που εστάλη στον Αλι για να πολεμήσει τους Βιετκόνγκ αποτέλεσε το έναυσμα της μεγαλύτερης πολιτικής κίνησης που έχει γίνει ποτέ από αθλητή. Ο Αλι αρνήθηκε να καταταγεί στον στρατό επικαλούμενος τις πεποιθήσεις του ως μουσουλμάνος και τη δεδηλωμένη αντίθεσή του στον πόλεμο του Βιετνάμ.
Συνελήφθη αμέσως και αργότερα κρίθηκε ένοχος για λιποταξία. Του αφαιρέθηκε ο τίτλος και η άδειά του να αγωνίζεται ενώ οι τραπεζικοί του λογαριασμοί επέστρεψαν στο μηδέν. Για τρία χρόνια ο Αλι δεν ανέβηκε σε ρινγκ.
Το 1971 το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε την καταδίκη του και τέσσερα χρόνια αργότερα ανέκτησε τον παγκόσμιο τίτλο του νικώντας στην Κινσάσα τον Τζορτζ Φόρμαν.
Η άρνηση του Αλι να καταταγεί θεωρείται σήμερα το θεμέλιο του πολιτικού ακτιβισμού στον αθλητισμό. Ο σπουδαίος πυγμάχος ενσάρκωσε όσο κανένας άλλος της σύγκρουση της πολιτικής με τον αθλητισμό. Μόνο που δεν κράτησε 15 γύρους αλλά κοντά τέσσερα χρόνια σπαταλώντας την καλύτερη περίοδο που μπορεί να έχει η ζωή ενός αθλητή.
Σε μια εποχή που δεν υπήρχε Διαδίκτυο και social media ο Αλι έγινε μεγαλύτερος από το άθλημα που εκπροσωπούσε και μετατράπηκε σε σύμβολο αντίστασης στον ρατσισμό, στον μιλιταρισμό και την ανισότητα.
ΤΟΜΙ ΣΜΙΘ – ΤΖΟΝ ΚΑΡΛΟΣ
Ο φωτογραφικός φακός του Τζον Ντομίνις έγραφε ιστορία τη στιγμή που ακουγόταν το κλείστρο και έστελνε στην αιωνιότητα τις υψωμένες γροθιές μέσα σε μαύρο γάντι των μαύρων αμερικανών αθλητών Τόμι Σμιθ και Τζον Κάρλος στους Ολυμπιακούς Αγώνες της Πόλης του Μεξικού, το 1968. Η φωτογραφία του είναι η πιο αναπαραγόμενη στην ιστορία της διοργάνωσης και θεωρείται ακόμα και σήμερα, μισό αιώνα μετά, μια από τις πιο απροκάλυπτες πολιτικές δηλώσεις στομ χώρο του αθλητισμού.
Δεν αποτέλεσε ωστόσο πυροτέχνημα ή ήταν αποτέλεσμα μιας αυθόρμητης αντίδρασης. Είχαν προηγηθεί προεργασίες και απειλές για μποϊκοτάζ των Αγώνων από τους μαύρους αθλητές για τις οποίες όμως δεν υπήρχε ομοφωνία.
Οι Σμιθ και Κάρλος είχαν κατακτήσει το χρυσό και χάλκινο μετάλλιο στα 200 μέτρα, ενώ ασημένιος ήταν ο Αυστραλός Πίτερ Νόρμαν. Σύμφωνα με το σχέδιο οι δύο Αφροαμερικανοί θα έφερναν μαζί τους μαύρα γάντια για τη διαμαρτυρία. Ο Κάρλος ωστόσο τα ξέχασε και ο Σμιθ αναγκάστηκε να του δώσει το αριστερό του γάντι.
Τη στιγμή που παιάνιζε το «The Star-Spangled Banner» οι δύο Αφροαμερικανοί χαμήλωσαν το κεφάλι τους και σήκωσαν τις σφιγμένες γροθιές τους για να στείλουν μήνυμα κατά των διακρίσεων. Στο βάθρο ανέβηκαν χωρίς παπούτσια, φορώντας μαύρες κάλτσες ως σύμβολο της φτώχειας των μαύρων, ενώ ο Νόρμαν φορούσε κονκάρδα για τα ανθρώπινα δικαιώματα. Καθώς αποχωρούσαν αποδοκιμάστηκαν έντονα. «Οταν νικάω είμαι Αμερικανός, όχι μαύρος Αμερικανός. Οταν όμως κάνω κάτι κακό λένε πως είμαι νέγρος. Η Μαύρη Αμερική θα καταλάβει τι κάναμε σήμερα», είπε αργότερα ο Τόμι Σμιθ. Πρόεδρος της ΔΟΕ ήταν τότε ο Αμερικανός Εϊβερι Μπραντέιτζ και απαίτησε από την ολυμπιακή επιτροπή των ΗΠΑ να αποβάλει τους δύο αθλητές. Ηταν ο ίδιος που ως επικεφαλής της ολυμπιακής επιτροπής της χώρας του δεν έφερε αντιρρήσεις στους ναζιστικούς χαιρετισμούς το 1936, τους οποίους μάλιστα είχε χαρακτηρίσει εθνικό χαιρετισμό.
Το αμερικανικό κατεστημένο απαίτησε την αποβολή τους από το ολυμπιακό χωριό, έγιναν στόχος σκληρής κριτικής στις Ηνωμένες Πολιτείες και οι οικογένειές τους δέχτηκαν απειλές για τη ζωή τους.
ΚΟΛΙΝ ΚΕΠΕΡΝΙΚ
Ηταν 1η Σεπτεμβρίου 2016 όταν το γονάτισμα ενός αθλητή κατά την ανάκρουση του εθνικού ύμνου μετατρέπει σε Ερυθρά Θάλασσα τις Ηνωμένες Πολιτείες και τις σκίζει στα δύο.
Ο Κόλιν Κέπερνικ, ο μαύρος quarterback των Σαν Φρανσίσκο 49ers κάνει το αδιανόητο. Χρησιμοποιεί το σύμβολο των Ηνωμένων Πολιτειών για να στείλει μήνυμα διαμαρτυρίας για την αστυνομική βία και τις διακρίσεις εις βάρος των μαύρων στην Αμερική του νεοεκλεγέντα Ντόναλντ Τραμπ. «Θα ήταν θαυμάσιο αν ένας ιδιοκτήτης ομάδας έλεγε: “Πετάξτε έξω από το γήπεδο της πουτ… τον γιο”. Πρέπει να στέκεσαι όρθιος στον ύμνο διαφορετικά δεν πρέπει να παίζεις. Ισως να μην έπρεπε να είσαι καθόλου στη χώρα». Η επιθυμία του προέδρου πραγματοποιήθηκε. Το γόνι έσπασε, ο Κέπερνικ εξαφανίστηκε από τα γήπεδα αλλά πρόλαβε να σπείρει έναν άκρατο πολιτικό ακτιβισμό. Ο quarterback μετατράπηκε σε σύμβολο και το μάρκετινγκ της Nike που ως θεό του αναγνωρίζει μόνο το χρήμα τον εξαργύρωσε σε εκατομμύρια.
«Believe in something Even if it means sacrificing everything». Ο αποσυνάγωγος πουλάει τα νέα παπούτσια με την υπογραφή του σαν ζεστά καρβέλια ψωμί και η χρηματιστηριακή αξία της Nike εκτοξεύεται κατά 6 δισ. δολάρια.
Ο αμερικανικός κολοσσός πιάνει γρήγορα το πνεύμα της εποχής. Με τον θάνατο του Τζορτζ Φλόιντ από αστυνομική βία γίνεται αφέτης στο τσουνάμι του αθλητισμού που πνίγει την πολιτική. Το διάσημο μήνυμα «Just Do It» το μετατρέπει σε «For once, Don’t Do It» για να καταλήξει στο «Let’s all be part of the change». Η κληρονομιά του Κέπερνικ κάνει τη δουλειά της. «It’s time for change» στέλνει το δικό του μήνυμα ο Γιάννης Αντετοκούνμπο. Και το κάνει πράξη δύο μήνες αργότερα όταν αποφασίζει μαζί με τους συμπαίκτες του στους Μπακς να μην αγωνιστούν στο παιχνίδι των πλέι οφ απέναντι στους Ορλάντο Μάτζικ διαμαρτυρόμενοι για τη συνεχιζόμενη αστυνομική βία εις βάρος των Αφροαμερικανών μετά τους πυροβολισμούς στον Τζέικομπ Μπλέικ.
Ο Κέπερνικ απενοχοποίησε τη διαμαρτυρία και νίκησε κατά κράτος τις ιδεοληψίες του Τραμπ.