Για περισσότερο από μισό αιώνα, ένας οργανισμός καταγράφει όλα τα υπερθετικά της ζωής. Το Βιβλίο των Ρεκόρ Γκίνες φαίνεται να έχει μετατραπεί από την αναζήτηση της γνώσης σε μια μεγάλη επικερδή επιχείρηση.
Η δημοσιογράφος της «Guardian» Ιμογκεν Γουέστ Νάιτς που διερεύνησε εκτενώς την εξελικτική πορεία των Guinness World Records, μιας επιχείρησης που πήρε το όνομά της από μια εταιρεία μπίρας, καταγράφοντας τις πιο τρελές προσπάθειες της ανθρωπότητας, εντόπισε τις παρεκκλίσεις.
Παρά τον παραλογισμό της ιδέας, ή ίσως εξαιτίας της, η κατάρριψη των ρεκόρ αντανακλά τα βαθύτερα ένστικτα και τις επιθυμίες της ανθρώπινης ύπαρξης. Είτε ένας άνδρας προσπαθεί να συγκρατήσει με τους μυς του τα περισσότερα κουτάλια πάνω στο σώμα του είτε μια γυναίκα επιδιώκει να γίνει η γηραιότερη χορεύτρια σάλσα στον κόσμο.
Το Βιβλίο Γκίνες μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990 – πριν από την κυριαρχία του Ιντερνετ – σήμαινε έναν μεγάλο, πολύχρωμο, σκληρόδετο τόμο που περιείχε περίπου 500 σελίδες με φωτογραφίες ανθρώπων που έκαναν παράξενα πράγματα, όπως το να μακραίνουν χιλιόμετρα τα μαλλιά τους ή να κάνουν ζογκλερικά εφέ με μαχαίρια.
Πώς ξεκίνησε
Το Ρεκόρ Γκίνες ξεκίνησε από μια διαφωνία το 1951. Ο διευθύνων σύμβουλος της ζυθοποιίας Guinness, σερ Χιου Μπίβερ, βρισκόταν σε κυνηγετικό ταξίδι και η παρέα του δεν μπορούσε να συμφωνήσει ποιο κυνηγετικό πτηνό ήταν το γρηγορότερο.
Τρία χρόνια αργότερα ο Μπίβερ, αναπολώντας το περιστατικό, σκέφτηκε ότι τέτοιες διαφωνίες πρέπει να συμβαίνουν συνεχώς και ότι σίγουρα θα υπήρχε όρεξη για απαντήσεις που θα έλυναν τις διαφωνίες με τη μορφή ενός συγκεντρωτικού βιβλίου που θα κατέγραφε τα παγκόσμια ρεκόρ, καθώς και τις ακρότητες του φυσικού κόσμου. Μάλιστα αυτός ο τόμος θα μπορούσε να διανέμεται στις παμπ που πουλούσαν Γκίνες. Θα μπορούσε επίσης να πωλείται σε καταστήματα και να αποτελέσει μία ακόμη πηγή εσόδων για τη ζυθοποιία.
Προς βοήθειά του οι δίδυμοι Ρος και Νόρις ΜακΓουίρτερ, οι οποίοι διατηρούσαν μια υπηρεσία παροχής στοιχείων και αριθμών για τις εφημερίδες της Φλιτ Στριτ στο κέντρο του Λονδίνου, ανέλαβαν την καταγραφή. Η πρώτη έκδοση, που κυκλοφόρησε το 1955, διαμορφώθηκε από το εκλεκτικό προσωπικό γούστο και την αίσθηση της ευπρέπειας των αδελφών. Ο Νόρις μισούσε τη λαϊκή μουσική επειδή τη θεωρούσε «εφήμερη» και έτσι περιόρισε τον αριθμό των δίσκων στον τομέα αυτό.
Δεν συμπεριλήφθηκαν εγγραφές που είχαν να κάνουν με το σεξ, επειδή, όπως το έθεσε ο Νόρις το 1954, «μπορείτε να βρείτε αυτές τις εγγραφές από την ιατρική βιβλιογραφία, αλλά η έκδοσή μας είναι το είδος του βιβλίου που δίνουν οι παρθένες θείες στις ανιψιές τους». Ωστόσο, οι αναγνώστες μπορούσαν να ανακαλύψουν την υψηλότερη απόδοση γάλακτος σε όλη τη ζωή μιας αγελάδας (325.130 λίβρες), που κατείχε η αγελάδα ράτσας χόλσταϊν φρίζιαν με το όνομα Μάνινγκφορντ Φέιθ Τζαν Γκρέισφουλ.
Εκτέλεση από τον IRA
Το βιβλίο έγινε εξαιρετικά δημοφιλές και γεννήθηκε το ετήσιο Βιβλίο των Ρεκόρ Γκίνες, με τους δίδυμους ΜακΓουίρτερ να το εμπλουτίζουν για τις επόμενες δύο δεκαετίες. Ομως το 1975 ο Ρος πυροβολήθηκε από τον IRA επειδή προσέφερε δημοσίως αμοιβή 50.000 στερλινών για πληροφορίες που θα οδηγούσαν στην καταδίκη τρομοκρατών βομβιστών στη Βρετανία. Ο Νόρις συνέχισε μόνος του, αλλά το 1985 παραιτήθηκε από εκδότης και παρέμεινε σε συμβουλευτικό ρόλο μέχρι το 1996.
Σε αναζήτηση νέων πηγών εσόδων
Ακόμα και σήμερα στην εποχή του YouTube και του TikTok, όπου μπορεί ο καθένας να κατακτήσει φήμη, πλούτο, αναγνώριση για κάθε είδους κατορθώματα, αρκεί να έχει κινητό τηλέφωνο, το βιβλίο των ρεκόρ Γκίνες εξακολουθεί να υπάρχει και κατά κάποιο τρόπο παραμένει επιδραστικό. Οι καταγραφές του καλύπτουν ρεκόρ που καταρρίπτονται χωρίς κάποια προσπάθεια: Οι περισσότερες λέξεις σε ένα τραγούδι (1.560 στο Rap God του Eminem), η πιο δηλητηριώδης οχιά (η πριονωτή οχιά Echis carinatus). Τα αθλητικά επιτεύγματα όπως το γρηγορότερο νοκάουτ στο μποξ (4 δευτερόλεπτα) ή ο μεγαλύτερος αγώνας τένις (11 ώρες και 5 λεπτά).
Τα ρεκόρ του ανεξίτηλου στη μνήμη εντυπωσιασμού όπως τα μακρύτερα νύχια (πάνω από 12.802 μέτρα) και τα ρεκόρ του μάρκετινγκ με τα φασόλια Bush’s Beans να κάνουν ρεκόρ το 2020 για το μεγαλύτερο ντιπ (493 κιλά και 70 στρώσεις) για να γιορτάσουν τον τελικό στο Super Bowl.
Στο μεταξύ η εταιρεία που εκδίδει το βιβλίο, που ονομάζεται επίσης Guinness World Records, άλλαξε ιδιοκτησία. Οι πωλήσεις αντιτύπων μειώθηκαν και η εταιρεία αναζήτησε νέους τρόπους για να βγάλει χρήματα. «Το Guinness φαίνεται ότι δεν είχε κανένα πρόβλημα να ξεπουλήσει αδιαμαρτύρητα το αφοσιωμένο κοινό του», υποστήριξε ένας άλλοτε ένθερμος θαυμαστής σε ένα blogpost του 2020.
Ο δικτάτορας
Η νέα ιδιοκτησία της Guinness World Records αντιμετώπισε και άλλες επικρίσεις. Η σοβαρότερη αφορά τον δικτάτορα Γκουρμπανγκούλου Μπερντιμουκχαμέντοφ, ο οποίος κυβέρνησε το Τουρκμενιστάν μεταξύ 2007 – 2022. Το καθεστώς του αυθαιρετούσε, ήλεγχε τα μίντια, καταδίωκε ομοφυλόφιλους, ήταν κατά των αμβλώσεων και έκανε διακρίσεις εναντίον εθνοτικών και θρησκευτικών μειονοτήτων.
Ως φανατικός οπαδός των ρεκόρ Γκίνες φορείς της κυβέρνησης του από το 2011 έως το 2018, υπέβαλαν επτά αιτήσεις για τον τόμο των GWR. Η πόλη Ασγκαμπατ κατέρριψε το ρεκόρ για «τη μεγαλύτερη πυκνότητα κτιρίων με επένδυση από λευκό μάρμαρο». Και ο πύργος που κατασκευάστηκε με διαταγή του Μπερντιμουκχαμέντοφ, κέρδισε το ρεκόρ για τη μεγαλύτερη αρχιτεκτονική απεικόνιση ενός αστεριού. Η GWR δεν αποκάλυψε ποτέ πόσα είχε πληρώσει το Τουρκμενιστάν για τις συμβουλευτικές υπηρεσίες της εταιρείας GWR Consultancy που βρίσκεται στον ίδιο όμιλο με το βιβλίο των ρεκόρ Γκίνες.