Φόβους ότι η αποχή στις νέες εκλογές της 25ης Ιουνίου θα σπάσει το ρεκόρ της Μεταπολίτευσης που είναι το 43% το οποίο καταγράφηκε στις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 2015, εκφράζουν κομματικά επιτελεία και πολιτικοί αναλυτές.
Όμως, εκείνες οι εκλογές έρχονταν από μια βαθιά απογοήτευση του ελληνικού λαού με την ακύρωση των προσδοκιών από το δημοψήφισμα και το νέο μνημόνιο που μόλις είχε υπογραφεί.
Μια χώρα που κινούνταν ακόμη και στην κόψη του ξυραφιού σε ό,τι αφορά την οικονομία, αλλά και μια κοινωνία διχασμένη, απογοητευμένη και αποπροσανατολισμένη.
Σήμερα, όμως, το ποσοστό της αποχής ενδεχομένως να ξεπεράσει το 43%, θέτοντας μια σειρά από ερωτήματα, τόσο στο νικητή των εκλογών όσο και στο πολιτικό σύστημα συνολικά.
Στις κάλπες της 21ης Μαΐου η συμμετοχή έφτασε το 61%, επομένως η αποχή ήταν στο 39%, γεγονός που πανηγυρίστηκε από τα κόμματα διότι η αύξηση του αριθμού των πολιτών που πήγαν να ψηφίσουν σε σχέση με το 2019 έφτασε τις 4 ποσοστιαίες μονάδες.
Όμως, ακόμη και το γεγονός ότι 4 στους 10 πολίτες δεν πήγαν να ψηφίσουν, ένα ποσοστό δηλαδή που πήρε και το πρώτο κόμμα, η Νέα Δημοκρατία, δείχνει ότι υπάρχει σοβαρό πρόβλημα.
Αλλωστε, ο Μάιος δεν δικαιολογεί – λόγω καλοκαιρινών διακοπών- τέτοιο ποσοστό αποχής.
Είναι ένα πρόβλημα που μπορεί να ενταθεί σε 23 ημέρες αφού οι επόμενες εκλογές είναι καθαρά «καλοκαιρινές», με πολύ κόσμο να έχει φύγει από τον τόπο που ψηφίζει, αλλά και χιλιάδες νέους να βρίσκονται σε τουριστικές περιοχές για εργασία.
Παράλληλα, η θερινή ραστώνη μπορεί να συγκρατήσει τους πολίτες ώστε να μην πάνε να ψηφίσουν, κάτι που φάνηκε και το 2019, στις 7 Ιουλίου, όταν η αποχή έφτασε το 42%.
Δύο ακόμη στοιχεία προκαλούν φόβο στα κόμματα σε ό,τι αφορά τη συμμετοχή στις επερχόμενες εκλογές.
1. Από τη μία η Νέα Δημοκρατία φοβάται ότι θα υπάρξει αποχή δικών της ψηφοφόρων οι οποίοι ενδεχομένως να παρασυρθούν από το υψηλό ποσοστό της πρώτης κάλπης και να «χαλαρώσουν». Για το λόγο αυτό ο Κυριάκος Μητσοτάκης και τα στελέχη στο «γαλάζιο» στρατόπεδο, θα επιχειρήσουν να κινητοποιήσουν τους ψηφοφόρους τους προκειμένου να πάνε ξανά να ψηφίσουν, θέτοντας ως βασικό πρόταγμα την αυτοδυναμία και τη σταθερότητα. «Αυτοδύναμη κυβέρνηση ή χάος» είναι το δίλημμα που θέτουν από την πλευρά της Νέας Δημοκρατίας προκειμένου να τους «σηκώσουν από τον καναπέ»… και τις παραλίες. Μια ενδεχόμενη αύξηση του ποσοστού των «γαλάζιων» ψηφοφόρων ως αποτέλεσμα της σιγουριάς για τη νίκη της ΝΔ θα φέρει παράλληλη αύξηση και στο σύνολο της αποχής μιας και η δεξαμενή ψηφοφόρων του πρώτου κόμματος είναι και η μεγαλύτερη. Και βεβαίως θα μειώσουν τις πιθανότητες να σημειώσει η ΝΔ μεγάλο ποσοστό που θα της φέρει άνετη αυτοδυναμία.
2. Από την άλλη, στο στρατόπεδο της Κουμουνδούρου φοβούνται την αποχή της… απογοήτευσης. Δηλαδή ψηφοφόροι που πήγαν στις κάλπες και στήριξαν ΣΥΡΙΖΑ να απέχουν αυτή τη φορά και μετά το απογοητευτικό αποτέλεσμα της 21ης Μαίου. Είναι σύνηθες μετά από τέτοια συντριβή οι οπαδοί ενός κόμματος να εκφράζουν απέχθεια για τις εκλογές με το να μην πηγαίνουν να ψηφίσουν. Τόσο ο Αλέξης Τσίπρας όσο και τα υπόλοιπα στελέχη της Εκλογικής Επιτροπής βλέπουν αυτόν τον κίνδυνο και για το λόγο αυτό κινητοποιούνται προς την κατεύθυνση της ενίσχυσης των ψηφοφόρων που ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ ή που δεν το έκαναν την τελευταία στιγμή. Στην Κουμουνδούρου η μεγάλη συμμετοχή στις επερχόμενες κάλπες είναι στοίχημα αφού πιστεύουν ότι μπορούν να βελτιώσουν σημαντικά τα ποσοστά τους, ειδικά από εκείνους που αποφάσισαν το κόμμα που θα ψηφίσουν κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή.
Βεβαίως και το ΠΑΣΟΚ θα ήθελε μεγαλύτερη συμμετοχή αφού πιστεύει ότι μπορεί να ωφεληθεί από το «ρεύμα» που έχει αυτή τη στιγμή το κόμμα.
Η αποχή ως φαινόμενο
Αναλύοντας κανείς τα στατιστικά των εκλογών από το 1974 μέχρι σήμερα βλέπει την προοδευτική αύξηση του ποσοστού της αποχής. Ένα ποσοστό που ακόμη κι αν αυξήθηκε πριν από μερικές ημέρες παραμένει υψηλό και καθρεφτίζει μια κοινωνία απογοητευμένη από το πολιτικό σύστημα και από την πορεία της χώρας.
Κυρίως οι νέοι δείχνουν μια πιο «απολιτίκ» διάθεση, είτε γιατί πιστεύουν ότι δεν μπορεί να αλλάξει τίποτε με τη συμμετοχή και την ψήφο τους είτε θέλουν να στείλουν με τη στάση τους και την ηχηρή σιωπή τους ένα μήνυμα στα κόμματα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι στις δύο τελευταίες δημοσκοπήσεις που δημοσιεύτηκαν παρατηρείται ξανά ένα σημαντικό ποσοστό αναποφάσιστων.
Στην έρευνα της Metron Analysis για το Mega για παράδειγμα ποσοστό 47% εκτιμά ότι η χώρα κινείται προς τη λάθος κατεύθυνση ενώ 9% σκέφτεται να μην πάει να ψηφίσει και 2% δεν έχει σκεφτεί αν θα πάει. Ακόμη 13% απαντά ότι το αποτέλεσμα των επερχόμενων εκλογών δεν τον ενδιαφέρει (όχι και τόσο 8% και καθόλου 5%).
Η αδιευκρίνιστη ψήφος φτάνει το 8,5%.
Στην έρευνα της GPO για τα Παραπολιτικά άκυρο, λευκό, δεν θα ψηφίσω δηλώνει το 1,1% και 5,3% είναι οι αναποφάσιστοι.
Η αποχή στα ταραγμένα χρόνια
Ως προς τη διαχρονικότητα της συμμετοχής αναλύοντας τα στοιχεία εξάγουμε ορισμένα χρήσιμα συμπεράσματα.
Να υπογραμμίσουμε όμως ότι ο αριθμός των εγγεγραμμένων και τελικά η συμμετοχή και η αποχή έχουν να κάνουν και με το αν έχουν επικαιροποιηθεί τα στοιχεία. Αν δηλαδή μέσα στο σύνολο εκείνων που έχουν δικαίωμα ψήφου είναι πολλοί που έχουν αποβιώσει αλλά δεν μπόρεσε να γίνει σύνδεση των εκλογικών καταλόγων με το ληξιαρχείο.
Διότι π.χ. είναι αδύνατο να είναι στις φετινές εκλογές 9,9 εκατ. πολίτες που έχουν δικαίωμα ψήφου.
Κατά τα λοιπά βλέπουμε ότι το φαινόμενο της αποχής παίρνει ανησυχητικές διαστάσεις από τη δεκαετία του 2010 και μετά. Τα μνημόνια, η οργή του κόσμου που μετατράπηκε σε απογοήτευση για το πολιτικό σύστημα οδήγησαν όλο και περισσότερους να μην σπεύδουν να ψηφίσουν.
Το 1974, πρώτες εκλογές μετά την τραγωδία της Χούντας, η αποχή ήταν μόλις 20%, δηλαδή 8 στους 10 πήγαν να ψηφίσουν.
Αντίστοιχο ποσοστό αποχής δηλαδή γύρω στο 20% βρίσκουμε επίσης το 1985, το 1990 και το 1993.
Παράλληλα, ποσοστό κάτω από 20% και συγκεκριμένα 19,67% βρίσκουμε στις εκλογές του Ιουνίου του 1989 και ακόμη χαμηλότερο, στο 19,31% είναι η αποχή το Νοέμβριο του 1989.
Ενδεχομένως η υψηλή συμμετοχή να σχετίζεται με την κρισιμότητα των εκλογών. Ειδικά το 1989 η χώρα βρίσκεται στη δίνη του σκανδάλου Κοσκωτά που πλήττει το ΠΑΣΟΚ, στο ονομαζόμενο «βρόμικο ’89» με την παραπομπή του Ανδρέα Παπανδρέου στο Ειδικό Δικαστήριο, αλλά και στις αγωνιώδεις προσπάθειες για τον σχηματισμό κυβέρνησης.
Ο κόσμος έδειχνε διάθεση να συμμετέχει, να τιμωρήσει το ΠΑΣΟΚ και να επιβραβεύσει ειδικά τη ΝΔ του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, αλλά και τα υπόλοιπα κόμματα.
Χαμηλή είναι η αποχή και το 1981 με την «Αλλαγή» του Ανδρέα, αλλά και το 1977 με τη νέα νίκη του Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Τα ποσοστά αρχίζουν να ξεπερνούν το 30% από το 2012 και μετά, σ’ αυτή την τρικυμιώδη εποχή που δοκίμασε το πολιτικό σύστημα και την κοινωνία.
Σταδιακά εκτοξεύεται στο 43,8% τον Σεπτέμβριο του 2015, μετά την υπογραφή του μνημονίου από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Το συμπέρασμα που βγαίνει είναι ότι η «γιορτή της Δημοκρατίας» όπως έχουν χαρακτηριστεί οι εκλογές, γίνεται συνήθως με λίγους καλεσμένους. Και κανείς δεν πρέπει να είναι χαρούμενος γιατί τον Μάιο η αποχή έπεσε οριακά κάτω από το 40% αφού έπονται και οι εκλογές του Ιουνίου που μπορεί να προκαλέσουν νέο σοκ.