Με μία έννοια ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν διάλεξε για υπεύθυνο της εξωτερικής πολιτικής Τουρκίας κάποιον που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο ήδη από καιρό έπαιζε κομβικό ρόλο σε αυτήν αλλά και κάποιον που να μπορεί να διαχειριστεί τις λεπτές ισορροπίες που αυτή τη στιγμή αναζητά η Τουρκία.
Γιατί ο Χακάν Φιντάν έχει να διαχειριστεί αυτή τη στιγμή όλο το φάσμα των προκλήσεων που αντιμετωπίζει η Τουρκία.
Οι μεγάλες προκλήσεις της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής
Όταν μιλάμε για την Τουρκία και την εξωτερική πολιτική της είναι σημαντικό να μην ξεχνάμε ότι τα ελληνοτουρκικά δεν είναι ούτε το μόνο ανοιχτό ούτε και πιθανώς το κύριο μέτωπο.
Αντιθέτως, μιλάμε για μια χώρα που έχει ενεργή εμπλοκή στην Συριακή κρίση, υποστηρίζοντας και χρηματοδοτώντας ένοπλες οργανώσεις της αντιπολίτευσης, έχοντας υπό τον ουσιαστικό της έλεγχο μια ζώνη που ανήκει στη Συρία και βεβαίως συμμετέχοντας με τη Ρωσία και το Ιράν στη «διαδικασία της Αστάνα», την βασική διεθνή διεργασία με ορίζοντα την πολιτική ενοποίηση στη Συρία.
Μια χώρα που διατηρεί ενεργό παρουσία στη Λιβύη και αναγνωρίζεται ως δύναμη που έχει λόγο για τη ειρηνευτική δύναμη εκεί. Μια χώρα που έχει διεκδικήσει να παίξει διαμεσολαβητικό ρόλο σε ζητήματα όπως η συμφωνία για τη μεταφορά σιτηρών από την Ουκρανία ή η συνεχιζόμενη κρίση στον Καύκασο και τη σύγκρουση Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν.
Μια χώρα που εδώ και καιρό με ποικίλους τρόπους έχει κάνει σαφές ότι αναζητά να αποκτήσει την αναγνώριση ότι αποτελεί όντως μια σημαντική περιφερειακή δύναμη και όπου ακόμη και η «αναθεωρητική» στάση στα ελληνοτουρκικά κατά βάση αυτό αντανακλά: τη βαθιά ριζωμένη πεποίθηση ότι οι διαρρυθμίσεις που έγιναν κατά την αρχική δημιουργία του τουρκικού κράτους δεν αντανακλούν τη σημερινή ισχύ του.
Όμως, την ίδια στιγμή δεν πρέπει να παραβλέψουμε ότι η Τουρκία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είναι το τελευταίο διάστημα σε μια διαδικασία αναζήτησης μιας νέας ισορροπίας. Αυτό φάνηκε στην προσπάθεια εξομάλυνσης των σχέσεων με τις χώρες του Περσικού αλλά και το Ισραήλ, την επίμονη αναζήτηση διαύλου επικοινωνίας με τις ΗΠΑ, την επιδίωξη να βελτιωθούν οι σχέσεις με την Αίγυπτο. Ακόμη και ο τρόπος που διαχειρίστηκε το ζήτημα της εισόδου Φιλανδίας και Σουηδίας στο ΝΑΤΟ σε αυτή την επιδίωξη επαναπροσέγγισης με τη Δύση κατατείνει. Όλα αυτά χωρίς να διαρρηγνύονται οι σχέσεις με τη Ρωσία και το Ιράν και συνεχίζεται η προσπάθεια ώστε να γίνει η Τουρκία τμήμα των BRICS. Παράλληλα, τυπικά η Τουρκία δεν έχει εγκαταλείψει τον ευρωπαϊκό δρόμο, έστω και εάν ξέρει ότι η ΕΕ δεν επιθυμεί διεύρυνση, όμως επιμένει να τηρηθούν οι προβλέψεις της συμφωνίας για το προσφυγικό.
Η πρόκληση της εξομάλυνσης με τη Συρία
Μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις αυτή τη στιγμή για την Τουρκία είναι αυτή που αφορά την εξομάλυνση με τη Συρία, που με τη σειρά της περνάει μέσα από την πολιτική επίλυση της συριακής κρίσης, την ολοκλήρωση της ειρήνευσης και την κατοχύρωση της κυριαρχίας της κυβέρνησης της Δαμασκού σε όλη την επικράτεια.
Και αυτό γιατί εδώ έχουμε μια σύνθετη εξίσωση, αφού η Τουρκία εξακολουθεί να υποστηρίζει ένα τμήμα της ένοπλης αντιπολίτευσης στην κυβέρνηση της Δαμασκού, τον Συριακό Εθνικό Στρατό και διατηρεί στρατιωτική παρουσία εντός Συρίας, με σκοπό να χτυπήσει και το κουρδικό κίνημα στη Συρία, καθώς αυτό επεδίωκε μια οιονεί κρατική κουρδική οντότητα δίπλα στα σύνορα με την Τουρκία.
Ταυτόχρονα, η Τουρκία επιθυμεί η όποια ανάκτηση κυριαρχίας στην Ιντλίμπ από την κυβέρνηση της Δαμασκού και τους συμμάχους της να μην σηματοδοτήσει άλλο ένα κύμα προσφύγων προς την Τουρκία την ώρα που ούτως ή άλλως η τουρκική επένδυση στην ειρηνευτική διαδικασία στη Συρία αποσκοπεί και στο ανοίξει ο δρόμος για τον επαναπατρισμό των Σύριων προσφύγων στην Τουρκία που ήδη έχουν βρεθεί στο στόχαστρο ξενοφοβικών αντανακλαστικών που σταδιακά υποκαθιστούν το αρχικό κλίμα αλληλεγγύης.
Χακάν Φιντάν: ο άνθρωπος για τις δύσκολες αποστολές
Σε αυτό το φόντο η επιλογή του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν να αντικαταστήσει τον Τσαβούσογλου με τον Χακάν Φιντάν αποτυπώνει δύο βασικές προτεραιότητες. Η πρώτη είναι να στείλει το μήνυμα ότι αυτό που τον ενδιέφερε δεν είναι τόσο να επαναλάβει τη συγκρουσιακή ρητορική που είχε επιλέξει τα προηγούμενα χρόνια, τμήμα της οποίας ήταν ο Τσαβούσογλου. Η δεύτερη ήταν να δείξει ότι σε κρίσιμες θέσεις βάζει ανθρώπους που έχουν την ικανότητα να μιλούν με όλες τις πλευρές και να μπορούν να διαχειριστούν σύνθετες διαπραγματεύσεις.
Ο Χακάν Φιντάν έχει αποτελέσει στην πράξη σημαντικό τμήμα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής εδώ και αρκετά χρόνια. Άλλωστε, σε μια σειρά από ζητήματα όπως είναι αυτά που αφορούν π.χ. την κατάσταση στη Συρία η επικοινωνία μεταξύ όλων των εμπλεκόμενων υπηρεσιών πληροφοριών είναι εξίσου σημαντική με την επικοινωνία μεταξύ των υπουργών Εξωτερικών και ενίοτε πιο σημαντική.
Επιπλέον, ο Φιντάν έχει αποδείξει ότι είναι άνθρωπος της απόλυτης εμπιστοσύνης του Ερντογάν, κάτι που επικυρώθηκε και στη συμβολή του στην αντιμετώπιση του πραξικοπήματος του 2016, σε προηγούμενες «ειδικές αποστολές», όπως ήταν η αποτυχημένη τελικά προσπάθεια διαλόγου με το PKK μια ειρηνευτική διαδικασία αλλά και πιο πρόσφατα όλες οι σύνθετες συνεννοήσεις στη διαρκή διαπραγμάτευση και διαχείριση της κατάστασης στη Συρία.
Επιπλέον, εκ της θέσεώς του ο Φιντάν είναι κάποιος που έχει διατηρήσει διαύλους επικοινωνίας με τις ΗΠΑ, αφού η συνεργασία των δύο χωρών σε επίπεδο υπηρεσιών πληροφοριών δεν έχει διαρραγεί πλήρως, αλλά και με τη Ρωσία.
Ο ορίζοντας των ελληνοτουρκικών σχέσεων
Το πώς οι εξελίξεις θα επηρεάσουν τις ελληνοτουρκικές σχέσεις είναι κάτι που θα φανεί το επόμενο διάστημα. Και δεν αναφερόμαστε απλώς στη σύμπτωση ότι αυτή τη στιγμή ο Τούρκος ΥΠΕΞ δεν γνωρίζει ποιος θα είναι ο Έλληνας ομόλογός του μετά τις εκλογές της 25ης Ιουνίου. Κυρίως αναφερόμαστε στο εάν η σχετική ύφεση που αποτυπώθηκε στις ελληνοτουρκικές σχέσεις το τελευταίο διάσημα ήταν απλώς ένα αποτέλεσμα της προεκλογικής περιόδου στην Τουρκία ή δείγμα μιας σχετικής μεταστροφής και προσπάθειας διαμόρφωσης μιας νέας ισορροπίας.
Πιο ασφαλές θα ήταν πάντως να πούμε ότι βασικές παράμετροι της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής όπως αυτή διαμορφώθηκε την τελευταία διετία δεν έχουν μετατοπιστεί. Η Τουρκία θα επιμείνει και το επόμενο διάστημα στρατηγικά να διεκδικεί τον χώρο που της αναλογεί ως της ισχυρής και ανερχόμενης περιφερειακής δύναμης που σήμερα η ηγεσία της πιστεύει ότι είναι. Την ίδια στιγμή θα προσπαθήσει να κλείσει ανοιχτά μέτωπα σταδιακά και βεβαίως να αντιμετωπίσει στο εσωτερικό της την αντιφατική κατάσταση της οικονομίας που ενέχει τη δυνατότητα να οδηγήσει σε κρισιακές καταστάσεις. Το εάν σε αυτό το τοπίο θα προκριθεί η διαχείριση ή ακόμη και το κλείσιμο ανοιχτών μετώπων, ή το εκ νέου άνοιγμα νέων σε σχέση και με τα ελληνοτουρκικά (τακτική που στο παρελθόν ο Ερντογάν είχε επιλέξει) είναι κάτι που μένει να το δούμε.