Ήταν ένα ανοιξιάτικο πρωινό, στα τέλη των 90s, όταν το «λαϊφστάιλ όριζε τη φάση» στα glossy έντυπα και οι φωτογραφικές παραγωγές είχαν κάτι υπερβολικό και θεατράλε. «Θα κάνουμε τον Φλωρινιώτη» ακούγεται η ιδέα στο μίτινγκ του περιοδικού Max, όπου εργαζόμουν τότε.
«Ναι, αλλά πώς θα τον κάνουμε;» ρωτάει κάποιος από την παραγωγή αναζητώντας ένα concept έμπνευσης. «Θα κάνουμε τον Φλωρινιώτη σαν Φλωρινιώτη» καταλήγει ο αρχισυντάκτης γνωρίζοντας ότι η αυθεντικότητα δεν επιδέχεται παρεμβάσεις. Δεν μπορείς να την εξουσιάσεις.
Έτσι, μία από τις επόμενες μέρες, βρεθήκαμε σε μία βίλα με πισίνα κάπου στα βόρεια, όλο το συνεργείο και οι τεχνικοί, ο φωτογράφος Γιώργος Μεστούσης, η στιλίστρια Άντα Καρνάρου, η makeup artist και ο λαμπερός –κυριολεκτικά- σταρ, Γιάννης Φλωρινιώτης.
Η κάδρο των χεριών του μπλεγμένα το ένα μέσα στο άλλο με κάθε δάχτυλο φορτωμένο από άπειρα εντυπωσιακά δαχτυλίδια (από τον αντίχειρα ως τον μικρό), άνοιξε το θέμα. Ακολούθησαν χρυσοποίκιλτες ρόμπες, λαμέ κοστούμια και στιλπνά υφάσματα ασορτί με την καλοχτισμένη κόμη του και την επιδερμίδα του προσώπου του. Η λέξη «τριζάτος» του πήγαινε γάντι.
Η ευγένεια και η πειθαρχία του χαρακτήρα του κοντράρανε σε απόλυτη ισορροπία με την μαξιμαλιστική εικόνα του. Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε, αλλά θυμάμαι τον Γιάννη Φλωρινιώτη να μου μιλάει για κάποιον ράφτη, τον Ζορζ, ή τέλος πάντως κάπως έτσι. Τον ένοιαζε πολύ η εικόνα του και ας είχε να αντιμετωπίσει τα μικρομετρικά σχόλια της πιάτσας.
Ιδιοσυγκρασιακός από κούνια
«Δεν είχα ποτέ μάνατζερ. Διάφοροι που με είχαν πλησιάσει για να γίνουν μάνατζέρ μου μού έλεγαν “εσύ θα κάθεσαι σπίτι κι εμείς θα τρέχουμε για τα πάντα, αλλά δεν θα ντύνεσαι έτσι, δεν θα λες τέτοιου είδους τραγούδια. Και με τον κόσμο δεν θα έχεις παρτίδες, θα έχεις επαφή μόνο με διανοούμενους”. Κι εγώ απαντούσα: “άμα τα κάνω αυτά δεν θα είμαι ο εαυτός μου”» θα πει στη δημοσιογράφο Έμυ Ντούρου στο Documento, το 2018.
«Το εντυπωσιακό ντύσιμο μου άρεσε από μικρό παιδί. Όπου έβλεπα κάτι να αστράφτει έτρεχα να δω τι είναι. Μια μέρα μας πήγαν στην εκκλησία και είδα τον δεσπότη με τα πετράδια που άστραφταν στο καλυμμαύχι. Είπα τότε “δεσπότης θα γίνω”. Δεν το έκανα για να εντυπωσιάσω, τα φοράω γιατί μου αρέσουν. Έχω πάνω από εκατό κοστούμια. Τα πιο πολλά σχέδια είναι δικά μου» συνεχίζει στην ίδια συνέντευξη.
Αυτή ήταν μία –η κυρίαρχη- από τις πολλές πλευρές του Γιάννη Φλωρινιώτη, του ανθρώπου που έφερε τις ντίσκο παραληρηματικές εικόνες του στα μπουζούκια γνωρίζοντας, όμως, σε βάθος το νόημα της λέξης «πενιά» μιας το εφαλτήριό του ήταν βαθιά λαϊκό και γνήσιο, κάτι που δεν ξέχασε ούτε φρόντισε να καλύψει ποτέ, κάνοντας τους πάντες να τον «χαζεύουν», να τον παρατηρούν με περιέργεια ακόμα κι αν δεν άκουγαν τα τραγούδια του. Υπήρξε φαινόμενο.
Ήταν συμπαθής και γλυκός άνθρωπος και αυτό ήταν μία ξεκάθαρη επιλογή του. Ήθελε να είναι ωραίος τύπος.
Δείτε το βίντεο με την Καίτη Γαρμπή στο μπαλέτο
Ο μικρός Γιαννάκης στα «δεύτερα» μαγαζιά
Ο Γιάννης Φλωρινιώτης, του οποίου το πραγματικό όνομα είναι Γιάννης Αποστολίδης, γεννήθηκε στη Φλώρινα, στις 15 Φεβρουαρίου του 1947.
«Ήμασταν 7 αδέρφια. Το ένα αγοράκι πέθανε στα 6, το άλλο κοριτσάκι ενός έτους. Τον πατέρα μου τον έχασα όταν ήμουν 6 ετών. Η μάνα μου δε μπορούσε να μας συντηρήσει και μπήκαμε σε ορφανοτροφείο, το ένα μάλιστα παιδί το ’δωσε σε άλλη οικογένεια για υιοθεσία. Ως μεγαλύτερος, η μόνη μου έννοια ήταν πως θα βγω από κει μέσα, να τακτοποιηθώ και να μαζέψω όλα τα αδέρφια μου. Πράγματι, όταν βγήκα από το ορφανοτροφείο, ξεκίνησα καριέρα και γύρισα από την Αμερική, έψαξα, βρήκα τον αδερφό μου και ένωσα όλα τα αδέρφια μου» θα πει, πριν κάποια χρόνια, στον δημοσιογράφο Αντώνη Μποσκοΐτη και στη Lifo.
Ο Φλωρινιώτης είχε έρθει στη ζωή με σκοπό να τα καταφέρει. Ξεκίνησε να τραγουδάει σε ηλικία μόλις 14 ετών και αργότερα βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου τραγούδησε δίπλα σε μεγάλους ρεμπέτες, όπως ο Μάρκος Βαμβακάρης, ο Γιάννης Παπαϊωάννου, ο Γιώργος Λαύκας, ο Πρόδρομος Τσαουσάκης, ο Θεόδωρος Πολυκανδριώτης και η Ρίτα Σακελλαρίου.
«Μετά τη Φλώρινα κατέβηκα Θεσσαλονίκη. Εκεί δούλεψα σε πολλά μαγαζιά, »δεύτερα» στην αρχή και μετά σε καλά. Όλοι με λέγανε »Ο μικρός Γιαννάκης», αλλά είχα φτάσει 18, οπότε πάω και λέω του επιχειρηματία »Σε παρακαλώ, ο μικρός Γιαννάκης μεγάλωσε. Θέλω και το επώνυμο μου». »Άσε» μου λέει »που να κάνουμε τώρα έξοδα για φωτεινές ταμπέλες» και »τώρα έκλεισα σχήμα» και »γιατί δε μου τό’ λεγες νωρίτερα» κλπ. Λέω »Φεύγω»! Τα μαζεύω, φεύγω, μετά από δυο μέρες έρχεται και με βρίσκει: »Έλα από το μαγαζί, σου’ χω μια έκπληξη». Αυτός μ’ αγαπούσε πολύ, γιατί είχα μεγάλη επιτυχία στον κόσμο και με είχε κρατήσει τρεις σεζόν. Πάω, βλέπω μια μεγάλη ταμπέλα »Γιάννης Φλωρινιώτης». »Τι έγινε, πήρες άλλον στη θέση μου;» »Όχι, από σήμερα θα λέγεσαι Γιάννης Φλωρινιώτης»! Αυτό βγήκε επειδή στα ρεπό μου, όταν μου ‘λεγε »Που θα βγούμε έξω να πάμε;», έλεγα »Φλώρινα και πάλι Φλώρινα». Εκεί δούλεψα κοντά στον Μάρκο Βαμβακάρη, τον Γιάννη Παπαϊωάννου, τον Γιώργο Λαύκα, τον Πρόδρομο Τσαουσάκη, κάναμε ντουέτο με τη Ρίτα Σακελλαρίου επίσης. Μιλάω για εποχές ΄67 – ΄68, τότε που αυτός έφερνε κάθε 15 μέρες στο μαγαζί του έναν μεγάλο ρεμπέτη ή μία γνωστή τραγουδίστρια. Χαρά μου ήταν που με αγαπήσαν αυτοί οι άνθρωποι και που εξαιτίας τους με κάλεσαν στην Αθήνα κι έκανα τον πρώτο μου δίσκο με ρεμπέτικα τραγούδια. Τους άρεσε πολύ η χροιά μου» συνεχίζει στην ίδια συνέντευξη στη Lifo.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Έκανε «ζημιές»
Την περίοδο 1970-71 ήρθε για πρώτη φορά στην Αθήνα, όπου έκανε και τον πρώτο του μεγάλο δίσκο με τίτλο, «Τώρα Θέλω Τώρα», που αμέσως έγινε χρυσός. Δούλεψε σε διάφορα κέντρα, όπου τραγουδούσε και χόρευε, ντυμένος «φλωρινιώτικα». Όπου εμφανιζόταν έκανε τρελή επιτυχία, αλλά δεχόταν και σκληρή κριτική μιας και πήγαινε κόντρα στη μάτσο αισθητική του πάλκου.
«Πολλές ζημιές γίνανε στις μεγάλες μου δόξες. Τα πρώτα τραπέζια έκαναν από ένα εκατομμύριο δραχμές λογαριασμό. Σαμπάνιες και λουλούδια να δεις. Βεβαίως, δεν ήταν εύκολο να χορεύουμε με τα λουλούδια στην πίστα, γιατί γλιστρούσαμε και πέφταμε κάτω. Με τα πιάτα είχα μεγαλύτερο πρόβλημα, γιατί τα πόδια μου ήταν μονίμως πληγωμένα. Άσε που χρειαζόμουν συνέχεια καινούργια παπούτσια. Τα πρώτα πιάτα ήταν από πορσελάνη, μετά λανσάρανε τα γύψινα, που όμως όταν σπάγανε βγάζανε αυτήν τη σκόνη που δεν μπορούσες να ανασάνεις» θα πει για εκείνη την εποχή στην Έμυ Ντούρου και στο Documento για να μιλήσει στη συνέχεια για τη συνάντησή του με τον Μάνο Χατζηδάκι –μια συνάντηση που του ΄δωσε το χρίσμα του κύρους, όχι ότι το ζήτησε ποτέ ο ίδιος.
«Παρότι έλεγα τραγούδια του Χατζιδάκι στην Αμερική, δεν είχε τύχει να τον γνωρίσω προσωπικά. Τον γνώρισα το 1980 όταν ήρθε στη Νέα Αθηναία μαζί με τη Μελίνα Μερκούρη, η οποία ήταν θαμώνας. Του ζήτησε ένα βράδυ να έρθει μαζί της στο μαγαζί, γιατί δεν της άρεσε που κάποιοι έλεγαν «πάμε στον Φλωρινιώτη να γελάσουμε». Ήρθε λοιπόν ο Χατζιδάκις, με άκουσε και ήρθε στο καμαρίνι και μου είπε: “Είσαι πολύ μεγάλος τραγουδιστής, άσ’ τους να λένε. Θα ’ρθεις να σου κάνω μια εκπομπή στο Τρίτο Πρόγραμμα”. Και με έβαλε και τραγούδησα με τσέμπαλο, με κλασική κιθάρα, με σκέτο νταούλι χωρίς εφέ για να φανεί η φωνή μου. Έγινε μεγάλος ντόρος. Δεν μας τη συγχώρησαν ποτέ αυτή την εκπομπή. Δυο χρόνια έκαναν ουρά οι δημοσιογράφοι έξω από το καμαρίνι μου για να μου πάρουν συνέντευξη. Έπειτα από αυτό σε όσους έλεγαν ότι δεν είμαι καλός τραγουδιστής απαντούσα: “Πηγαίνετε να ρωτήσετε τον Χατζιδάκι”» θα πει ο Γιάννης Φλωρινιώτης στην Έμυ Ντούρου και στο Documento, ενώ ο Μάνος Χατζιδάκις θα ξεστομίσει τη θρυλική φράση «το αίσθημα ανθίζει και στο ευτελές» περιγράφοντας την αλλόκοτη, πολυσύνθετη και τόσο μοναδική προσωπικότητα του σταρ με τις καμπάνες και τους τεράστιους γιακάδες αλά Έλβις Πρίσλεϊ.
Ακούστε το
*Ο Γιάννης Φλωρινιώτης έφυγε από τη ζωή από πνευμονικό οίδημα, στις 6 Ιουνίου 2023, έπειτα από νοσηλεία μίας εβδομάδας στο Νοσοκομείο Σωτηρία. Υπήρξε παντρεμένος με την Μάχη Φλωρινιώτη, με την οποία απέκτησαν τρία παιδιά, τον Σάββα την Άννα και τον Νίκο. Πέρα από το τραγούδι έχει εμφανιστεί και σε κάποιες ταινίες μεταξύ των οποίων το καλτ έπος, «Ο τραγουδιστής και το κορίτσι του μπαρ», του 1980.