Το ιαπωνικό περιοδικό «Α+U» έχει πρωτοποριακή προσέγγιση στην καταγραφή της παγκόσμιας αρχιτεκτονικής. Η δίγλωσση έκδοση που άρχισε να κυκλοφορεί στις αρχές της δεκαετίας του 1970 μέσα από τα τεύχη-μονογραφίες παρουσιάζει αρχιτέκτονες που το έργο τους ενδιαφέρει τη διεθνή κοινότητα των ειδικών.
Το τελευταίο τεύχος του «Α+U» που κυκλοφορεί είναι αφιερωμένο στο ελληνικό αρχιτεκτονικό γραφείο των Point Supreme που ιδρύθηκε το 2008 από τον Κωνσταντίνο Πανταζή και τη Μαριάννα Ρέντζου.
Οταν από τη συγκομιδή σπουδών και εμπειριών στο Ρότερνταμ, το Λονδίνο και το Τόκιο δημιούργησαν στα Πετράλωνα την ιδιωτική τους κατοικία, σαν χειροποίητο κέντημα από λογής υλικά και άπειρες σχεδιαστικές ιδέες για τους εσωτερικούς χώρους, τα έπιπλα και τα αντικείμενα της καθημερινότητάς τους. Αυτή την επινοητική τους ικανότητα αποτυπώνει η ξεχωριστή αυτή έκδοση παρουσιάζοντάς τους ως «ειδικούς της μεσογειακότητας».
Και με αφορμή την τελευταία τους μεγάλη συνεργασία με τρία γραφεία του εξωτερικού για την κατασκευή της Αρχιτεκτονικής Σχολής στη Μασσαλία, τα έργα τους για ένα κτίριο καλλιτεχνών στο Βέλγιο και μία ιδιωτική κατοικία στο Μόντρεαλ, συναντηθήκαμε στη βάση τους. Ανάμεσα σε πολύχρωμες ψηφίδες, ξύλα, γυαλιά, πλακίδια και μακέτες που έμοιαζαν με παιχνίδια.
Τα χρώματα και οι υφές των υλικών σας μοιάζουν με παιχνίδια. Είστε συλλέκτες παιχνιδιών;
Κωνσταντίνος Πανταζής: Πολύ αστείο αυτό γιατί διδάσκουμε στην Ελβετία και ετοιμαζόμαστε για τελικές παρουσιάσεις των φοιτητών. Ολη μέρα τούς δείχνουμε παιχνίδια, γιατί έχουν να κάνουν προτάσεις πολεοδομικές και τους έχουμε ζητήσει να τις «μεταφράσουν» σε μια μακέτα-παιχνίδι σαν να απευθύνονται σε δίχρονο παιδί για να το καταλάβουν. Πάντως δεν ξέρω από πού έχει προκύψει το θέμα μας με το παιχνίδι, αλλά υπάρχει.
Μαριάννα Ρέντζου: Υπάρχει μια καθαρότητα στα παιχνίδια και μια απλότητα. Καταλαβαίνεις αμέσως τι πρέπει να κάνεις με ένα παιχνίδι. Απευθύνεται σε μικρά παιδιά, έχει τη χαρά, την εκμάθηση, την κοινωνικότητα. Γι’ αυτό και πιστεύουμε στο παιχνίδι και για τους ενήλικες. Τώρα πλέον έχουμε συνειδητοποιήσει την επίδραση του παιχνιδιού και την επεξεργαζόμαστε συνειδητά. Πιστεύουμε πάρα πολύ στην παιδική ηλικία, στα βιώματα και στην εμπειρία που αποκτάς τότε, και γι’ αυτόν τον λόγο δουλεύουμε τώρα με αρχετυπικά στοιχεία. Με τον Κωνσταντίνο θυμάμαι πριν κάνουμε παιδιά – όταν έρχονταν σπίτι μας φίλοι με παιδιά – φροντίζαμε να μαζέψουμε τα παιχνίδια μας, να τα κρύψουμε, για να μην τα πειράξουν και τα χαλάσουν, γιατί πολλά προέρχονταν από τα ταξίδια μας. Είναι μία συλλογή από ευαίσθητα πράγματα.
Περάσατε στη δουλειά σας τον κοινωνικό ρόλο του παιχνιδιού;
Κ.Π.: Ασυναίσθητα έγινε αυτό. Ταξιδεύαμε πολύ και, όπως και στα παζάρια, στα παιχνίδια βλέπεις τον πολιτισμό. Ειδικά στα παλιά παιχνίδια βλέπεις και τη μαστοριά και το χειροποίητο και τη λαϊκή παράδοση. Διακρίνεις πάνω τους συμβολισμούς ενός πολιτισμού, πέρα από την εμπορικότητα και τον παγκοσμιοποιημένο χαρακτήρα που όλα τα ισοπεδώνει. Μου αρέσει να σκέφτομαι ότι τα κτίριά μας είναι παιχνίδια. Το σπίτι μας στα Πετράλωνα είναι πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα, δηλαδή είτε το καταλαβαίνεις είτε όχι αισθάνεσαι ότι είσαι μέσα σε ένα μεγάλο παιχνίδι. Και νομίζω ότι τα στοιχεία των πρότζεκτ μας ασυναίσθητα σχεδιάζονται να έχουν μια τέτοια διάσταση.
Με την αρχιτεκτονική σας κάνετε τον χώρο παιχνιδότοπο;
Κ.Π.: Από αυτή τη συζήτηση συνειδητοποιώ ότι έχουμε μελετήσει αρχιτέκτονες των οποίων η δουλειά ήταν επηρεασμένη από το παιχνίδι. Με πιο σημαντικό για εμάς τον Κονστάν Νιούβενχους. Ολλανδός αρχιτέκτονας, καταστασιακός, συνδεδεμένος με τον Γκι Ντεμπόρ και το παιχνίδι. Είχε ονειρευτεί ολόκληρο τον πλανήτη σαν μια ελεύθερη κατασκευή στην οποία ο άνθρωπος ζει, παίζει, κάνει έρωτα, τρώει, βιαιοπραγεί. Τα κάνει όλα. Αλλά το παιχνίδι ήταν πολύ σημαντική παράμετρος στην προσέγγισή του. Εμείς μελετάμε λοιπόν το παιχνίδι για άλλους λόγους.
Μ.Ρ.: Και βέβαια το ζευγάρι των Ιμς γιατί έκαναν όλα τα ντοκιμαντέρ με βάση το παιχνίδι και προσπαθούσαν να κάνουν και εκπαιδευτικά μαθήματα στα σχολεία έχοντας το παιχνίδι σαν αναφορά τους. Για τον ίδιο λόγο κοιτάμε πολύ τον Ισάμου Νογκούτσι και τη Λίνα Μπομπάρντι, η οποία έχει σχέση με την παράδοση, τα σύμβολα και τη μαστορική.
Αυτό που συμβαίνει με το παιχνίδι είναι ότι λειτουργεί ως μια στρατηγική, ένα τρικ για να φέρει τον σημερινό άνθρωπο πίσω στα ένστικτά του και στην ελευθερία, που τα έχει χάσει λόγω φόρτου δουλειάς και ταχύτητας.
Βρίσκεστε μεταξύ Ελλάδας και Ελβετίας. Πώς επιδρά αυτή η μετακίνηση στην εργασία σας;
Μ.Ρ.: Είμαστε καλεσμένοι και διδάσκουμε στο Πανεπιστήμιο της Λωζάννης. Επειδή είμαστε δύο, έχουμε το πλεονέκτημα ότι μπορούμε να πηγαίνουμε εναλλάξ και να μοιραζόμαστε το μάθημά μας. Ομως φέτος τον Ιούνιο τελειώνουμε και πολύ θα μας άρεσε να μείνουμε περισσότερο, γιατί το συγκεκριμένο πανεπιστήμιο ήταν εξαιρετική εμπειρία. Αυτό που κάνουμε στην Ελβετία και αυτό που κάνουμε γενικά όταν μας καλούν για διδασκαλία είναι ότι διδάσκουμε πράγματα που έχουν σχέση με την Ελλάδα. Στο παρελθόν είχαμε ασχοληθεί με διάφορα αθηναϊκά πρότζεκτ τα οποία τώρα δεν έχουμε τον χρόνο να τα προχωρήσουμε. Τα δουλεύουμε όμως τώρα μαζί με τους φοιτητές.
Κ.Π.: Αυτό το εξάμηνο κάνουμε ένα πρότζεκτ που το ονομάζουμε «Το νερό στην Αθήνα». Εχουμε επιλέξει εννέα μεγάλους χώρους στην Αθήνα και τους εισάγουμε νερό, γιατί θεωρούμε ότι το στοιχείο του νερού λείπει από το κέντρο της πόλης. Η προσέγγισή μας έρχεται να καταγράψει μορφές παρουσίας του νερού σε δημόσιους χώρους. Εχουμε κάνει μεγάλη έρευνα σε όλον τον κόσμο και έχουμε βρει εντυπωσιακά παραδείγματα. Στη Σεούλ, για παράδειγμα, έσκαψαν ένα κανάλι όπου παλιά έτρεχε ποτάμι, το γέμισαν τώρα νερό και τα παιδιά πλατσουρίζουν όλη μέρα εκεί. Εντοπίσαμε επίσης δημόσιες πισίνες σε ταράτσες στη Βραζιλία. Και στην Ολλανδία δημόσια νεροπαιχνίδια. Στην Ελλάδα, αντίθετα, παρατηρήσαμε ότι έχουμε αποκτήσει μια παθητική και ουδέτερη σχέση με το νερό, γιατί φυσικά έχουμε τις παραλίες.
Ενώ στην Ελβετία έχουν εξαίρετες ιστορίες στη σχέση τους με το νερό. Στη Βέρνη, για παράδειγμα, το πρωί που είναι να πας στη δουλειά σου πας στο ποτάμι, βγάζεις τα ρούχα σου μέσα σε ένα αδιάβροχο τσαντάκι, βουτάς με το μαγιό στο ποτάμι και το ρεύμα σε κατεβάζει και πηγαίνεις στη δουλειά σου που είναι 3 χιλιόμετρα πιο κάτω. Δεν χρειάζεται να κολυμπήσεις και να κουραστείς, απλά σε πάει το ρεύμα. Και έχει διάφορους πόλους μέσα το νερό για να πιάνεσαι άμα κουραστείς, να σταματήσεις. Επίσης έχει σήμανση και σύμβολα που σε διευκολύνουν για να μη χάσεις την κατεύθυνσή σου.
Μ.Ρ.: Αντίστοιχα, στη Ζυρίχη υπάρχουν πλατφόρμες που κάνεις μπάνιο. Είναι απλές πλατφόρμες ξύλινες που σου ορίζουν ποια είναι η περιοχή που μπορείς να κολυμπήσεις. Εχουν διάφορα σημεία για να αλλάζεις τα ρούχα σου και για να κάνεις ντους και κάνεις το μπάνιο σου μέσα στην πλατφόρμα. Αυτή είναι λοιπόν η καθημερινότητα των συναδέλφων μας.
Η έννοια του δημόσιου χώρου δεν έχει αποκτήσει υδάτινη υφή στα δικά μας πράγματα…
Μ.Ρ.: Στην Ελβετία είναι το αντίθετο από ό,τι συμβαίνει εδώ. Τα σπίτια τους είναι πολύ λιτά αλλά ο δημόσιος χώρος τους είναι πολύ προσεγμένος. Αυτός είναι ο καημός μας ως αρχιτεκτονικό γραφείο. Να κάνουμε εδώ έναν δημόσιο χώρο όπου θα μπορούσαμε να φέρουμε αυτή την παιδικότητα στην πόλη. Θα ήταν πάρα πολύ ωραίο, γιατί οι δημόσιοι χώροι που γίνονται είναι αδιάφοροι.
Κ.Π.: Εχουμε κάνει μία πρόταση, την πλατεία πισίνας στην τωρινή πλατεία Δικαιοσύνης, που βρίσκεται απέναντι από το «Ρεξ». Καταθέσαμε στον δήμο την πρότασή μας για τη δημιουργία μιας ρηχής πισίνας, όπως αυτές που υπάρχουν στο εξωτερικό. Στην επιφάνεια της πλατείας υπάρχει μια υποχώρηση μέσα στην πλατεία. Είναι εύκολο δηλαδή να γίνει, αν τη γεμίσεις με νερό. Αλλά μετά βρέθηκε ότι η πλατεία είναι διατηρητέα.
Τι κρατάτε από την εμπειρία των ανακαινίσεων παλιών διαμερισμάτων;
Κ.Π.: Η ανακαίνιση στην Αθήνα έχει το αβαντάζ ότι μπορεί να προσφέρει μια ανάπαυλα από το αστικό χάος που έχεις γύρω σου. Δηλαδή ανοίγεις την πόρτα και βρίσκεσαι σε έναν μικρόκοσμο. Τα πρότζεκτ μας έχουν το καθένα τον δικό του ιδιαίτερο χαρακτήρα. Υπάρχει ένα διαμέρισμα που μοιάζει με θάλασσα, ένα που μοιάζει με βυθό κάτω τη θάλασσα, άλλο που μοιάζει με σπηλιά.
Μ.Ρ.: Κατ’ αρχήν πρέπει να επινοείς γιατί σου έχει δοθεί το κέλυφος με όλα τα «τρωτά», τις κολόνες, τα δοκάρια, τις αστοχίες που υπάρχουν στην κατασκευή, οπότε πρέπει να του φερθείς έξυπνα και να συνεργαστείς μαζί του. Το άλλο που μας αρέσει στις ανακαινίσεις είναι να δίνουμε την αίσθηση της μονοκατοικίας στα διαμερίσματα. Επειδή το διαμέρισμα είναι πολύ περιορισμένος χώρος δουλεύουμε έντονα την ιδέα να ανοίγει η θέα, οπότε το βλέμμα δεν σταματάει στον τοίχο, αλλά πάντα θα βγει έξω είτε στον ακάλυπτο είτε μπροστά στην πόλη.
Πιάσατε ένα ευαίσθητο σημείο, τον αθηναϊκό ακάλυπτο…
Κ.Π.: Ο ακάλυπτος είναι μεγάλο ζήτημα. Υπάρχουν παραδείγματα, όπως από τη Βαρκελώνη, όπου έχουν κρατήσει ενοποιημένους τους ακάλυπτους των οικοδομικών τετραγώνων, με αποτέλεσμα να υπάρχει όφελος για όλους, αφού γίνονται μεγάλοι κήποι. Στην Αθήνα έχουμε την περίπτωση του Six D.o.g.s που έχει αυτόν τον μεγάλο κήπο ανάμεσα στις πίσω πλευρές των κτιρίων. Αλλά δεν μπορεί να επεκταθεί αυτό το παράδειγμα γιατί στην Ελλάδα υπάρχει το καθεστώς που καθένας έχει τη μάντρα του ψηλά. Και όπως μάθαμε, οι νοοτροπίες υποχωρούν τελευταίες.