«Το γράψιμο αυτού του βιβλίου το τελείωσα πρόσφατα. Δεν φταίω εγώ αν στον επόμενο τόνο, ώσπου να ‘ρθει δηλαδή στα χέρια σας, όσα σημερινά γράφω θα έχουν γίνει χθες. Ο χρόνος. Έτσι και τον πετύχω πουθενά αυτόν! Είναι ο πιο αχάριστος τρομοκράτης. Ενώ εμείς τον κάνουμε βιντεοθήκη, αυτός προτιμάει να μας ξεπετάξει με μια Πολαρόιντ. Τρία πράγματα δεν θυμάμαι ποτέ: Πρώτον: ονόματα. Δεύτερον: ημερομηνίες. Τρίτον: το ξέχασα…»
Το απόσπασμα είναι από την τελευταία σελίδα της αυτοβιογραφίας του σπουδαίου Ντίνου Ηλιόπουλου, που εκδόθηκε 12 χρόνια πριν από το θάνατό του (2001), με τίτλο: «Ένας Ηλιόπουλος ονόματι Ντίνος». Στο βιβλίο αναφέρει πολλά για την πορεία και την καριέρα του, λίγα όμως για την ιδιότητα του ανθρώπου που λάτρεψε και λατρεύτηκε από το ωραίο φύλο.
Σύμφωνα με τον θεατρικό κριτικό Κώστα Γεωργουσόπουλο, ο Ντίνος Ηλιόπουλος αποτελεί μοναδικό φαινόμενο στο ελληνικό θέατρο.
«Καλλιέργησε ένα φανταιζίστικο ύφος, γεμάτο φαντασία, ποιητική αίσθηση, ονειροπόληση και παιδική αφέλεια. Κάτοχος μιας χορευτικής τεχνικής και διαθέτοντας την ικανότητα του αυτοσχεδιασμού χωρίς να φτηναίνει το στυλ, ο Ηλιόπουλος δεν έχει προγόνους ούτε μιμητές. Δημιούργησε κωμικούς χαρακτήρες με φινέτσα, αγαθό χιούμορ και εύθραυστη επιφάνεια. Ήταν ένας κλόουν, ένας πιερότος, γεμάτος καλές προθέσεις, που συνεχώς έσπαζε τα μούτρα του επάνω στη σκληρή πραγματικότητα. Μέσα από τη συνεχώς έκπληκτη μάσκα του διέκρινες μια δακρυσμένη ωριμότητα και μια φιλοσοφημένη αποδοχή τού μοιραίου».
Ο δεινός χορευτής με την κοσμοπολίτικη φινέτσα
Γεννήθηκε σαν σήμερα, στις 12 Ιουνίου 1915 στην Αλεξάνδρεια και μεγάλωσε στην κοσμοπολίτικη Μασσαλία. Ήταν από τους πιο αγαπητούς κωμικούς του θεάτρου και του ελληνικού κινηματογράφου.
Όπως αναφέρει και η Φίνος Φιλμ για εκείνον, θαύμαζε τον Τσάρλι Τσάπλιν και είχε επιστήθιο φίλο τον Μίμη Φωτόπουλο. Ήταν δεινός χορευτής και λάτρης του ωραίου φύλου. Τον χαρακτήριζε η σεμνότητα, η ευγένεια και η φινετσάτη προσωπικότητά του με ευρωπαϊκό αέρα και καλλιέργεια. Ξεχώρισε γρήγορα, αφού μπορούσε να είναι ο εαυτός του και ο ρόλος του ταυτόχρονα. Δεν ήταν λίγοι αυτοί, άλλωστε, που τον ονόμασαν Έλληνα Φρεντ Αστέρ.
Η πρώτη εμπειρία του με την τέχνη της υποκριτικής ήταν σχεδον τραυματική. Έδωσε εξετάσεις στη Δραματική Σχολή του τότε Βασιλικού Θεάτρου με ένα ποίημα του Καβάφη, αλλά στο δεύτερο στίχο του είπαν «φτάνει». Θεωρήθηκε ότι δεν διέθετε τον απαραίτητο, για την εποχή, στόμφο και το ανάλογο παράστημα.
Οι συνεργασίες με σπουδαία ονόματα και οι ξεχωριστές ερμηνείες
Το πείσμα και η επιμονή του να γίνει ηθοποιός τον οδήγησε στη σχολή του Γιαννούλη Σαραντίδη. Αποφοίτησε με άριστα και μπήκε στο χώρο του θεάτρου το 1944, κατά τη διάρκεια της Κατοχής, με το θίασο της Κατερίνας στο έργο του Λέο Λεντς «Κυρία, σας αγαπώ». Έκτοτε, συμμετείχε στους θιάσους της Μαρίκας Κοτοπούλη, της Μαίρης Αρώνη, του Δημήτρη Χορν και πολλών άλλων.
Το 1954 συγκρότησε θίασο με το Μίμη Φωτόπουλο, με τον οποίο αποτέλεσαν ανεπανάληπτο κωμικό δίδυμο. Τρία χρόνια αργότερα και μέχρι το 1969 δημιούργησε δικό του θίασο, ανεβάζοντας έργα όπως: «Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος», «Η κυρία του κυρίου», «Το έξυπνο πουλί», «Ο φίλος μου ο Λευτεράκης», «Εξοχικόν κέντρον ο Έρως» κ.ά.
Συχνά σκηνοθετούσε ο ίδιος τις παραστάσεις τού θιάσου του και διασκεύαζε ξένες φάρσες και κωμωδίες, προσαρμόζοντάς τις στα ελληνικά ήθη. Έγραψε και μερικές πρωτότυπες δικές του κωμωδίες, αλλά δεν είχαν μεγάλη ανταπόκριση («Ο άνθρωπος με το τρομπόνι»).
Τη δεκαετία του ’60 ο Ηλιόπουλος έκανε περιοδείες σε όλη την Ελλάδα γνωρίζοντας τεράστια επιτυχία, ενώ και οι ταινίες του γέμιζαν τους κινηματογράφους της εποχής. Το 1963 ανοίγει ένα νέο κεφάλαιο στην καριέρα του, ως επιχειρηματίας και θιασάρχης, στο Θέατρο Γκλόρια. Ένα εγχείρημα που δεν ευδοκίνησε «Αισθάνομαι ότι πάντα λείπει ένα μηδενικό από την αξία μου στο τέλος του αριθμού της αμοιβής μου», είχε πει. Και κάπως έτσι επήλθε η πτώχευση.
Ο ρόλος που τον σημάδεψε
Ο ρόλος, όμως, που σημάδεψε την καριέρα του, ήταν εκείνος του Θωμά, του υπαλληλάκου που εκλαμβάνεται ως αρχηγός του υποκόσμου, στο αριστούργημα του Νίκου Κούνδουρου «Ο Δράκος» σε σενάριο του Ιάκωβου Καμπανέλλη (1956). Το 1986 συμμετέχει στην ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου «Μελισσοκόμος» στο ρόλο του φίλου του Σπύρου, του βασικού πρωταγωνιστή της ταινίας που ερμήνευσε ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι.
Στο ενεργητικό του περιλαμβάνονται, ακόμα, τρεις δίσκοι – ο ένας με σατιρικά του Γεώργιου Σουρή, δύο βιβλία με ευθυμογραφήματα, μία ποιητική συλλογή και φυσικά η αυτοβιογραφία του με τίτλο «Ένας Hλιόπουλος ονόματι Nτίνος», που εκδόθηκε το 1999 από την «Άγκυρα».
Ο έρωτας του Ντίνου Ηλιόπουλου για την Άννα Φόνσου
Ο Ντίνος Ηλιόπουλος παντρεύτηκε δύο φορές. Ο πρώτος του γάμος διήρκησε ελάχιστους μήνες, ενώ από τον δεύτερο που τελέστηκε το 1963 με τη Χίλντεγκαρντ Βίτσερ, αυστριακής καταγωγής, απέκτησαν δύο κόρες, την Εβίτα και τη Χίλντα και τρία εγγόνια, τη Νικήτα της Εβίτας, την Έλλη και τον Ντίνο, της Χίλντας.
Μεγάλος ήταν και ο έρωτάς του με την Άννα Φόνσου, με την οποία είχαν 30 χρόνια διαφορά ηλικίας. Το τραγούδι «Μείνε Λίγο», σε στίχους Ντίνου Ηλιόπουλου και μουσική Σπύρου Παππά μπορεί να μην είναι πολύ γνωστό, όμως το γεγονός ότι οι στίχοι του είναι γραμμένοι για την Άννα Φόνσου το κάνουν ιδιαίτερο.
Πρόκειται για ένα τραγούδι του 1962, όταν η Άννα Φόνσου εγκατέλειψε τον Ντίνο Ηλιόπουλο, για να παντρευτεί τον πλούσιο θεατρικό επιχειρηματία Κώστα Παλτόγλου.
Μείνε λίγο, σ’ το φωνάζω με τα μάτια, με το στόμα
και θα φύγω μοναχός μου, χωρίς δάκρυ, μείνε ακόμα,
αν σε χάσω, δεν υπάρχει ούτε αύριο, ούτε τώρα,
θα ξεχάσω, δώσ’ μου όμως, σ’ εξορκίζω λίγη ώρα…
Στην κηδεία μου να ακούγεται τζαζ
Ο Ντίνος Ηλιόπουλος πέθανε στην Αθήνα στις 4 Ιουνίου 2001, μετά από μακρά νοσηλεία. Κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη στις 6 Ιουνίου 2001 στο Α΄ Νεκροταφείο. Eπιλέγοντας στον τάφο του να γραφτεί η εξής επιγραφή:«Με συγχωρείτε, κυρίες μου, που δεν μπορώ να σηκωθώ».
Γνωρίζοντας ότι το τέλος πλησίαζε, είχε εξομολογηθεί στις τρεις γυναίκες της ζωής του, τη γυναίκα και τις κόρες την τελευταία του επιθυμία του: «Θα ήθελα στην κηδεία μου να φορούν όλοι λευκά και να ακούγεται τζαζ…»