Το αφήγημα της νέας πενταετίας του Ταγίπ Ερντογάν και του ΑΚΡ, μετά την πρόσφατη εκλογική τους νίκη, έχει εδώ και καιρό τίτλο: «Ο αιώνας της Τουρκίας». Από μόνος του δεν αρκεί για να αποκαλύψει τις φιλοδοξίες του ηγέτη της, που επιδιώκει να γράψει το όνομά του με χρυσά γράμματα στην ιστορία, έχοντας μετατρέψει τη χώρα του σε σημείο αναφοράς και πρωταγωνίστρια – στη γειτονιά της και διεθνώς.
Είναι γνωστό σε όλους, βεβαίως, ότι η Τουρκία, το κράτος που ίδρυσε ο Κεμάλ Ατατούρκ από τα συντρίμμια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας πριν από έναν ακριβώς αιώνα, κατείχε εξαρχής στρατηγική θέση. Οντας σταυροδρόμι πολιτισμών και θρησκειών, κόμβος ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση, την Ευρώπη και την Ασία, ήταν μια χώρα την οποία κάθε μεγάλη δύναμη ήθελε να έχει στο πλευρό της.
Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, στη διάρκεια του οποίου η Τουρκία παζάρεψε σκληρά με όλους προτού επιλέξει το στρατόπεδο των νικητών, υιοθέτησε το δόγμα του «ανήκομεν εις την Δύσιν». Μετατράπηκε δε σε προκεχωρημένο φυλάκιο στην αντιπαράθεση με την ΕΣΣΔ και τους «δορυφόρους» της κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου. Η ήττα και κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού» άλλαξε τα δεδομένα. Ετσι, η Τουρκία αποφάσισε ότι δικαιούνταν και όφειλε να διεκδικήσει ένα διαφορετικό ρόλο και να μην είναι πλέον ο «κομπάρσος» στην αντιπαράθεση των ισχυρών. Η άνοδος του πολιτικού Ισλάμ στην εξουσία, περίπου δέκα χρόνια αργότερα, ήρθε να δώσει σάρκα και οστά σε αυτή τη νέα στρατηγική, που εκκολαπτόταν επί χρόνια. Σταδιακά και καθώς η Τουρκία ισχυροποιούνταν οικονομικά (την πρώτη δεκαετία το ΑΕΠ αυξανόταν κατά μέσο όρο 7,5% ετησίως) και στρατιωτικά, ο Ερντογάν και η νέα ελίτ την οποία ανέδειξε άρχισαν να απαιτεί ολοένα περισσότερα, εγκαταλείποντας παράλληλα το δόγμα του Ατατούρκ «ειρήνη στη χώρα, ειρήνη στον κόσμο». Υιοθέτησαν μια στάση ανοιχτού αναθεωρητισμού σε όλα τα επίπεδα, αμφισβητώντας – ενίοτε διά της βίας – διεθνείς συνθήκες και παραδοσιακές συμμαχίες. Σε αυτό το πλαίσιο, δεν δίστασαν να ανοίξουν πολλά μέτωπα στην εξωτερική πολιτική.
Σε αυτή την πενταετία, όμως, πολλοί θεωρούν ότι ο Ερντογάν είναι υποχρεωμένος να κλείσει ορισμένα από αυτά – ή τουλάχιστον να το προσπαθήσει – επιχειρώντας να κατοχυρώσει τα κέρδη της επιθετικής πολιτικής που εφάρμοσε. Θα το καταφέρει, άραγε – και σε ποιο βαθμό;
ΗΠΑ και ΝΑΤΟ
Ο Ερντογάν έδειξε από την αρχή τις προθέσεις του απέναντι στις ΗΠΑ, αρνούμενος να στηρίξει την εισβολή στο Ιράκ, το 2003. Εκτοτε, οι σχέσεις των δύο πρώην στενών συμμάχων επιδεινώνονται διαρκώς, ενώ σήμερα βρίσκονται στο χειρότερο επίπεδο από την ίδρυση της Τουρκίας. Η Ουάσιγκτον μοιάζει να μη συγχωρεί τις τάσεις… αυτονόμησης και τα ανοίγματα προς Ρωσία και Κίνα, στέλνοντας διαρκώς μηνύματα: Πότε με την «αποβολή» της χώρας του από το πρόγραμμα των F-35, πότε με την υπόθεση της τράπεζας Halkbank, πότε με τους Κούρδους της Συρίας. Κι ο Ερντογάν, όμως, δεν χάνει ευκαιρία να κατηγορήσει τις ΗΠΑ – για το αποτυχημένο πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 2016 και το άσυλο που προσφέρουν στον Φετουλάχ Γκιουλέν, για την προσπάθεια οικονομικού «στραγγαλισμού» της Τουρκίας, για υπέρμετρα φιλική στάση προς την Ελλάδα. Πόσο μπορεί να «τεντωθεί» ακόμη το σκοινί;
Ευρωπαϊκή Ενωση
Στη συνομιλία που είχε με τον Σαρλ Μισέλ την Πέμπτη, ο Ερντογάν επανέφερε το ζήτημα της πλήρους ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ, κάνοντας λόγο για εξέλιξη «με μεγάλη στρατηγική σημασία για την Ευρώπη». Πρακτικά, ωστόσο, οι πάντες γνωρίζουν ότι αυτό το σενάριο είναι «κλινικά νεκρό», ειδικά καθώς η ΕΕ δεν είναι σε θέση να διαχειριστεί την είσοδο ενός «γίγαντα» όπως η Τουρκία, η οποία αυτομάτως θα ανατρέψει όλους τους συσχετισμούς. Παρ’ όλα αυτά, παρά την κατοχή τμήματος ενός κράτους-μέλους της ΕΕ (της Κύπρου) από την Τουρκία και τις συχνές απειλές κατά της Ελλάδας, οι δύο πλευρές έχουν ανάγκη η μία την άλλη και θα προσπαθούν διαρκώς να βρουν κοινό «τόπο»: Οι μεν Ευρωπαίοι λόγω μεταναστευτικού – προσφυγικού και ισορροπιών στη ΝΑ Μεσόγειο, η δε Αγκυρα για οικονομικούς λόγους, αλλά και εξαιτίας των περίπου 4 εκατ. Τούρκων και Κούρδων που ζουν σε χώρες της ΕΕ.
Ρωσία και Κίνα
Επί Ερντογάν και ειδικά κατά τη δεύτερη δεκαετία της διακυβέρνησής του, οι σχέσεις Αγκυρας και Μόσχας ενισχύονται διαρκώς. Εκτός από τη σχεδόν απόλυτη ενεργειακή εξάρτηση της Τουρκίας από τη Ρωσία, υπάρχει η ενίσχυση των στρατιωτικών δεσμών (βλέπε αγορά S-400), αλλά και η βοήθεια που προσφέρει η πρώτη στη δεύτερη για να παρακάμπτει τις δυτικές κυρώσεις. Οσο για την Κίνα, έχει γίνει από το 2021 η μεγαλύτερη πηγή εισαγωγών της τουρκικής αγοράς, ενώ η Τουρκία συμμετέχει από το 2015 στον νέο «Δρόμο του Μεταξιού», με συνέπεια σταδιακά να έχει «ξεχαστεί» το ζήτημα των Ουιγούρων και της καταπίεσής τους από το καθεστώς του Πεκίνου. Είναι προφανές, ωστόσο, ότι η ανάπτυξη των σχέσεων με τις δύο αυτές χώρες δεν μπορεί να προχωρά αενάως χωρίς να τεθεί θέμα ρήξης με τη Δύση.
Κουρδικό
Οπως σημειώνει σε σχετική του ανάλυση το Council of Foreign Relations, οι Κούρδοι, που αποτελούν το ένα πέμπτο του πληθυσμού της Τουρκίας, αποτελούν τον μεγαλύτερο πονοκέφαλο της Αγκυρας σε επίπεδο ασφαλείας, καθώς υπάρχει διαρκώς ο φόβος ότι θα θέσουν ζήτημα ευρείας αυτονομίας ή και δημιουργίας ανεξάρτητου κράτους. Αυτή η απειλή έκανε τον Ερντογάν να εγκαταλείψει το σύνθημα «μηδέν προβλήματα με τους γείτονες» που είχε προβάλει αρχικά και του έδωσε το πρόσχημα για στρατιωτικές επεμβάσεις σε Συρία και Ιράκ και κατοχή μέρους του εδάφους τους. Στο πλευρό της έχει και το Ιράν, ενώ έχει διασφαλίσει και την ανοχή της Ρωσίας – όχι όμως και των ΗΠΑ.
Αραβικός κόσμος και Ισραήλ
Οι δεσμοί της Τουρκίας με αρκετά καθεστώτα του αραβικού κόσμου – Αίγυπτος, Σαουδική Αραβία, ΗΑΕ και άλλα – απειλήθηκαν στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, εξαιτίας της στήριξης που πρόσφερε η Αγκυρα στη Μουσουλμανική Αδελφότητα (αλλά όχι μόνο γι’ αυτό). Το ίδιο διάστημα, επήλθε ρήξη και με το Ισραήλ, με αφορμή την πολιτική του τελευταίου στα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη. Οι ραγδαίες ανακατατάξεις στην περιοχή, όμως, σε συνδυασμό με την αδήριτη ανάγκη του Ερντογάν για συμμάχους και συνάλλαγμα, έχουν οδηγήσει σε σταδιακή επαναπροσέγγιση με όλους τους παραπάνω. Η κατάληξη, πάντως, παραμένει άδηλη.