Η ιστορία της τραγουδίστριας Λένας Αλκαίου είναι και η ιστορία μιας παρέας που έγραφε τραγούδια σε μια βεράντα στην Καλλίπολη, με κεντρικό πρόσωπο τον τραγουδοποιό Γιάννη Νικολάου (πρώην Λαθρεπιβάτες) ή τον στιχουργό Γιώργο Κρητικό, την Μπαβέλου, τον Οδυσσέα Εισαγγελέα.
Η ιστορία της είναι η συνάντησή της με μεγάλους συνθέτες όπως ο Μίκης, ο Πλέσσας, ο Κατσαρός, ο Σπανός, ο Σούκας, ο Ζήκας και η μαθητεία και σύμπραξή της με αυτούς. Είναι και η εργασία της σε ιστορικούς χώρους που διαπαιδαγώγησαν γενιές και γενιές, όπως το Χάραμα, ή το Ζουμ ή το Περιβόλι του Ουρανού. Κι αυτό έχει σημασία γιατί υπήρξε μια εποχή που οι χώροι καθόριζαν και το μουσικό κλίμα.
Η Λένα Αλκαίου όμως είναι και μια σπουδαία ερμηνεύτρια που έχει συνδεθεί με την ανανέωση και τον τρόπο που έχει επανεκτελέσει μεγάλα τραγούδια του ’70 αλλά έχει αφήσει και τη δική της σφραγίδα με δικές της επιτυχίες, όπως το περίφημο «Ιχνος» που αγαπήθηκε πολύ.
Μια συζήτηση με τη Λένα Αλκαίου στο ιστορικό στέκι του ζαχαροπλαστείου της Στάνης, μια ανάσα από το Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, είναι και ένα είδος αναστοχασμού πάνω στο ελληνικό τραγούδι αλλά και με στάσεις στη δική της πορεία που πλέον έχει διανύσει τις τρεις δεκαετίες και που διατρέχει και τις εποχές της δισκογραφίας, από το βινύλιο μέχρι το mp3 ή το youtube.
Η Λένα είναι μέλος μιας γενιάς που ανανέωσε και έδωσε μεγάλη ώθηση στο τραγούδι, όπως οι Μακεδόνας, Κανά, Μπάσης, Κότσιρας, Ανδρεάτος, Μουτσάτσου. Και όλοι τους έχουν πια την πείρα να ξέρουν τι σημαίνει να έχεις μαθητεύσει πλάι σε συνθέτες αλλά και να υπηρετείς ένα τραγούδι που να υπακούει σε κανόνες μιας αναλογικής πρόσληψης του ίδιου του μουσικού γεγονότος.
Να ξεκινήσουμε από τον Πειραιά που είστε γεννημένη και που συναντιόμαστε σήμερα.
Eίμαι γεννημένη στην Kαλλίπολη του Πειραιά. Μια συνοικία πολύ ανθρώπινη. Εκεί μεγάλωσα και εδώ ζω μέχρι τώρα, ποτέ δεν έφυγα, αλλά τώρα θα φύγω, αλλά μη νομίζεις ότι θα πάω και πολύ μακριά. Θα πάω λίγο πιο έξω από την Αθήνα.
Ο Πειραιάς είναι κάτι το οποίο σας διαμορφώνει και ως άνθρωπο, δηλαδή τα βιώματά σας, αυτά που ακούτε στο σπίτι τότε από τους γονείς σας;
Οταν ήμουν παιδί – και νομίζω ότι πολλοί το έχουν διαπιστώσει αυτό – ήταν τελείως διαφορετική πόλη ο Πειραιάς. Και όλες οι πόλεις έχουν αλλάξει τόσο από τότε. Παλιά εδώ ήταν η γειτονιά με ανοιχτά τα σπίτια, ανοιχτές τις πόρτες, δεν φοβόμασταν, βγαίναμε, παίζαμε στη γειτονιά και τις αλάνες όλα αυτά τα παιχνίδια που έπαιζαν τα παιδιά εκείνα τα χρόνια. Αυτό τώρα δεν υφίσταται γιατί δεν υπάρχουν γειτονιές, όχι μόνο στον Πειραιά αλλά νομίζω σε όλη την Αττική, Κι αυτό γιατί είναι η εξέλιξη τέτοια της ίδιας της ζωής και ειδικά μετά το 1980 που κλειστήκαμε στα σπίτια μας ή εξατομικευθήκαμε. Επαιξε ρόλο και η τεχνολογία βέβαια. Κλείστηκαν στον εαυτό τους οι νεότερες γενιές, πολύ Ιντερνετ πια σε όλα.
Πώς το περιγράφετε ή το παρατηρείτε ειδικότερα;
Θα σου πω ένα παράδειγμα: Εκανε η κόρη μου αγγλικά διαδικτυακά μια μέρα και ήταν ένα κεφάλαιο στο μάθημα για κάθε δεκαετία και τα μέσα που άκουγαν οι άνθρωποι. Και έλεγε – σαν ιστορικό – ας πούμε: δεκαετία του ’80 το βινύλιο, του ’90 η κασέτα, μετά το 2000 τα CDs. Καταλαβαίνεις λοιπόν πώς η ζωή προχωρά. Bινύλιο, κασέτα και αργότερα και τα CDs θα θεωρούνται σύντομα, θα έλεγα, μουσειακά κειμήλια.
Εχετε βγάλει τραγούδια σας ψηφιακά και σεις πια.
Μόνο ψηφιακά έχω βγάλει τα τελευταία χρόνια.
Ας δούμε τη μύησή σας στην τέχνη σας. Πώς ξεκινάτε με τη μουσική; Εχετε πάει στο ωδείο με την Αννα Διαμαντοπούλου, μια μεγάλη δασκάλα.
Ναι, όταν υπήρξε δασκάλα. Ηταν μέντοράς μου, της χρωστάω πάρα πολλά γιατί πήγα πριν γίνω τραγουδίστρια εκεί. Πήγα δηλαδή λίγο πριν τελειώσω το σχολείο. Είμαι πολύ τυχερή γιατί διαμορφώθηκε και η φωνή μου αλλά και η προσωπικότητά μου. Μετά την οικογένειά μου, η δασκάλα μου έπαιξε τεράστιο ρόλο στα πιστεύω, στα όνειρα, στις αρχές μου και σε σχέση με το πώς να αντιμετωπίζουμε τη δουλειά. Πρέπει να κυριαρχεί η αγάπη. Και κάτι άλλο: με επέλεξε απ’ όλα της τα παιδιά να είμαι κοντά της εκείνη τη χρονιά και έτσι ξεκίνησα.
Πότε;
Αυτό περίπου το ’90… Λίγο μετά η τύχη, η μοίρα με έφερε κοντά στην Ελένη Βιτάλη.
Το αναφέρετε πάντα.
Μα δεν μπορώ να ξεχάσω τους ανθρώπους αυτούς. Θα έκανε συναυλίες, της πήγα μια κασέτα μου και της λέω: «Ακούστε με. Ξέρω ‘γω, μπορεί να σας κάνω». Τόσο απλά… Και μου λέει ναι! Μικροί πάντως έχουμε περισσότερο θάρρος, όσο μεγαλώνουμε μαζευόμαστε λίγο γιατί νιώθουμε ότι μπορεί να μη γίνει κάτι. Οταν είμαστε δεκαοκτώ χρονών πάμε στο όνειρο βουρ! Την Τετάρτη έχουμε συναυλία, μου είπε η Ελένη, ήταν Κυριακή τότε. Τη θαύμαζα και την αγαπούσα και είναι πάντα μέσα στις μεγαλύτερες τραγουδίστριες. Είμαστε τυχεροί που έχουμε βγάλει τέτοιες σπουδαίες φωνές.
Εχετε μνήμη από τότε;
Βέβαια έχω γιατί εγώ ήμουν με τη δασκάλα μου σε μια μικρή μπουάτ που είχε ένα πιάνο και μια κιθάρα και βρέθηκα σε μια συναυλία η οποία είχε 3.000 κόσμο, με πίσω μια ορχήστρα τρομερή με πολύ μεγάλους παίκτες. Κάπως έτσι από μια μπουάτ δε, με ανακάλυψε ο παραγωγός Μακράκης.
Ενα λεπτό τώρα εδώ γιατί έχουμε θέμα: ο Μακράκης ανήκει στη χορεία των μεγάλων παραγωγών.
Βέβαια. Εγώ είχα κάνει ένα ντέμο στο σπίτι με τον Γιάννη τον Νικολάου, μόλις είχε εκείνος τελειώσει από τους Λαθρεπιβάτες. Ημασταν μια παρέα ουσιαστικά, εγώ, ο Γιώργος ο Κρητικός, ο Γιάννης, και φτιάχναμε τραγούδια στο σπίτι μου χωρίς να ξέρουμε τι θα γίνει. Η Σωτηρία Μπαβέλου έπαιξε τεράστιο ρόλο εδώ. Γράφανε με την Αρλέτα τότε και πήγε τον Μακράκη στο στούντιο με το αμάξι. Εκεί βάζει την κασέτα μας. «Κάτσε να ακούσεις αυτό το κορίτσι». Ρωτάει ο Μακράκης εκεί για μένα. Και ζητάει το τηλέφωνό μου. Με παίρνει σπίτι. Εγώ νόμιζα ότι κάποιος μού κάνει πλάκα βέβαια διότι ο Μακράκης ήταν μια ιστορική μορφή και τότε και τώρα.
Και πώς προχώρησε;
Πήγα και μου έκανε συμβόλαιο και είχε και την ιδέα του πρώτου άλμπουμ «Ονειρα Αυθαίρετα», ο Γιάννης ο Νικολάου, που είχε γράψει όλα τα τραγούδια, στη μια πλευρά τα έξι να τα λέει εκείνος και τα έξι να τα λέω εγώ. Με δύο μήνες διαφορά – πιο πριν δηλαδή – συμμετέχω σε δίσκο με τη Νένα Βενετσάνου («Πόλεις του Νότου»).
Πώς είναι το τραγούδι τώρα που το κοιτάτε με μια χρονική απόσταση τριών δεκαετιών;
Τότε είχαμε δισκογραφία, παραγωγούς που είχαν τον ρόλο του αρχιτέκτονα και σκηνοθέτη του ονείρου. Υπήρχε μια ιεροτελεστία στο να δημιουργηθεί ένας δίσκος. Και υπήρχαν και παραγωγοί στο ραδιόφωνο που πραγματικά σεβόσουν τη γνώμη τους. Θυμάμαι ότι και εγώ ξενύχταγα το βράδυ να ακούσω Παπαστεφάνου, Γιάννη Πετρίδη. Νομίζω πάντως ότι ζούμε μια άλλη εποχή, μια άλλη Ελλάδα. Κατ’ αρχάς τότε υπήρχαν μπουάτ, υπήρχαν μουσικές σκηνές, μικρομεσαίοι χώροι. Τώρα δεν υπάρχουν.
Χάθηκε το κύτταρο αυτό.
Και μαγαζιά ιστορικά όπως το Χάραμα στην Καισαριανή που δούλεψα τρία χρόνια σερί – τρομερή ενέργεια ο χώρος, το ένιωθες. Μεγάλη εμπειρία ήταν. Οπως και στο Ζουμ αλλά τα τελευταία χρόνια του θεάτρου Παρκ με το «Μια ζωή Ελλάδα», σκηνοθεσία Κοραή Δαμάτη. Ενα χρονικό της Ελλάδας που ξεκινούσε μετά τον πόλεμο και έφτανε την ημέρα του Πολυτεχνείου μέσα από τραγούδια του Μίκη. Εγώ ήμουν η κεντρική τραγουδίστρια. Ο Μίκης ερχόταν συνέχεια στις πρόβες και μας καθοδηγούσε και αυτό ήταν μεγάλο σχολείο.
Πάντως γενικά σας έχουμε εγγράψει για την ανανέωση και ξενάγηση σε ένα ρεπερτόριο του ’70, σε κινηματογραφικά τραγούδια που τα είπατε ξανά με μια φρεσκάδα, ένα ρεπερτόριο που λίγο μετά απενοχοποιήθηκε. Εννοώ του κλίματος του ’70, όπως τραγούδια της Ρένας Κουμιώτη και άλλων.
Συνεργάστηκα πολύ και είχα την τύχη και την τιμή με τον Μίμη Πλέσσα και τον Γιώργο Κατσαρό. Ενα τέτοιο τραγούδι είναι το «Αναψε καινούργιο μου φεγγάρι». Στην εποχή του δεν έκανε τόσο επιτυχία γιατί έχω την εντύπωση ότι τότε βγάζανε τόσο σπουδαία τραγούδια και κάποια πηγαίνανε και λίγο πίσω. Εγώ και το 2000 έκανα ένα δίσκο με επανεκτελέσεις. Τα έλεγα κρυμμένα τραγούδια. Σκέψου ότι θα έκανα αυτή τη δουλειά «Του παραδείσου τα μπουζούκια» και είχε έρθει στο στούντιο ο Πλέσσας με τη Λουκίλα Καρρέρ κι εκείνος έπαιξε – είναι μπόνους τρακ αυτό – το «Ποιος το ξέρει». Μετά στη διαδρομή μου ήταν ο Γιάννης Σπανός. Είπα δικό του σε πρώτη εκτέλεση, σε στίχους της Τασούλας Θωμαΐδου, το «Στην καρδιά μου σε χρωστάω».
Συνεργαστήκατε και με τον Χρήστο Νικολόπουλο και άλλους σημαντικούς, όπως τον Σούκα.
Το 2000 πριν από το Παρκ είχα γνωρίσει και τον Κώστα Καπνίση.
Αλλά συμπράξατε και με τον Γιώργο Ζήκα, από άλλη όχθη του τραγουδιού.
Είχε κάνει τα «Μαργαριτάρια» με τον Μακεδόνα. Ρωτάω τότε τον Νικολάου πού βρίσκεται ο Ζήκας. Μου λέει «μένει στην Πάρο». Τον παίρνω τηλέφωνο και του λέω «θέλω να σας τραγουδήσω». Μου απαντά: «Εγώ ζω στη Νάουσα της Πάρου, έλα άμα θες». Και πήγα και γύρισα αυθημερόν με το νυχτερινό καράβι. Και μου έδωσε αμέσως κομμάτια, ανάμεσά τους το «Εκείνο το Αλάνι» που αγαπήθηκε πολύ.
Τώρα τι κάνετε; Το καλοκαίρι που μόλις μπήκε εννοώ.
Το πρόγραμμα διαμορφώνεται συνέχεια γιατί είναι και οι εκλογές. Προσπαθώ να παρουσιάζω πράγματα που να έρθει κάποιος να με δει, να με ακούσει και να μη μετανιώσει που έχασε τον χρόνο του και τα λεφτά του.
«Συνεργάστηκα με παιδικούς μου ήρωες»
Το τραγούδι για εσάς τι λειτουργία επιτελεί; Ψυχαγωγικό; Παρηγοριάς;
Μας κάνει να φεύγουμε για λίγο από τη σκληρή μας καθημερινότητα γιατί αντικειμενικά η καθημερινότητά μας είναι σκληρή πολύ, ειδικά από τότε που ξεκίνησε η κρίση. Δεν πρέπει να ξεχνάμε το συναίσθημα βέβαια.
Βέβαια το τραγούδι έχει χάσει τον ρόλο που είχε παλιότερα. Είχε μια κυρίαρχη λειτουργία στη ζωή μας.
Εχουν αλλάξει και οι όροι πια, και που λειτουργούμε και που φτάνει το τραγούδι στον κόσμο. Οταν καταφέρει όμως το τραγούδι να χτυπήσει στην καρδιά δεν το σταματάει τίποτα, το θέμα είναι πώς θα γίνει αυτό. Πρώτα έφτανε μέσα από το ραδιόφωνο και μέσα από κάποιους χώρους που πήγαιναν οι άνθρωποι.
Πιστεύετε στους νέους συναδέλφους σας, τους βοηθάτε;
Μα και τώρα συνεργάζομαι με δύο νέους καλλιτέχνες, τον Γιώργο Χουβαρδά και τη Βασιλική Παρασκευοπούλου που κάναμε λάιβ στη Σφίγγα. Τα παιδιά αυτά είναι πάρα πολύ νέα, απλά σήμερα είναι πιο δύσκολο γενικά με το τραγούδι. Δεν υπάρχει και παραγωγή. Εγώ συνεργάστηκα – και είχα την τύχη – με ανθρώπους που μπορεί να ήταν και οι παιδικοί μου ήρωες. Στην εφηβεία μου ανακάλυψα ότι βγήκε ένας λόγος που άλλαξε το τραγούδι, τη δεκαετία του ’80 με τη Λίνα Νικολακοπούλου που μας έδειξε άλλους τρόπους. Γενικά με όσους αγάπησα συνεργάστηκα. Θα σου πω κάτι που δεν το έχω πει πολλές φορές. Είχα εργαστεί στη Νέα Υόρκη σε μια μπουάτ. Εκεί γνώρισα τη Ρέα Μανέλη που ήταν εγγονή της μεγάλης στιχουργού μας Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου. Ανέπτυξα μια φιλία πολύ καλή και κάθε βράδυ μού έδειχνε τα χειρόγραφα της γιαγιάς της. Ηθελε να γράψει ένα βιβλίο για εκείνη. Και το έκανε. Μου έκανε και δώρο έναν στίχο της. Οταν λοιπόν είδα την παράσταση με τη Νένα Μεντή για την Ευτυχία αλλά και μετά την ταινία, όλα αυτά εκεί ήταν τρομερά οικεία για εμένα γιατί τα ήξερα και είχα δει όλα τα χειρόγραφα. Ηξερα πολλές από αυτές τις ιστορίες.